Όλα ξεκίνησαν το 1922, όταν τα αδέρφια Γιάννης και Γιώργος Κοσμαδόπουλος, αργυραμοιβοί από τη Ζαγορά των Ιωαννίνων, ιδιοκτήτες τράπεζας και άνθρωποι που έβλεπαν μπροστά, άρχισαν να αγοράζουν εκτάσεις στην Αγριά Βόλου με το σκεπτικό να λειτουργήσουν ψυγεία για την παραγωγή πάγου. Δύο χρόνια αργότερα ίδρυσαν την «Εταιρεία Ψυγείων ΑΕ» (ΕΨΑ). Το εργοστάσιο της επιχείρησης χάρη στο οποίο συνδέθηκε όλη η γύρω περιοχή με ηλεκτρικό ρεύμα εγκαινιάστηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Όμως, ο διορατικός Γιάννης Κοσμαδόπουλος παρατηρώντας την υπερ-παραγωγή λεμονιών της Αγριάς, καθώς και τη διακίνηση της παραδοσιακής λεμονάδας από πλανόδιους Μικρασιάτες, αποφάσισε να προχωρήσει το εργοστάσιο και στη χυμοποίηση και παραγωγή αναψυκτικών.
Προσκάλεσε έναν Γερμανό μηχανικό, τον Mr Otto, να δημιουργήσει τη συνταγή της λεμονάδας η οποία και παραμένει μυστική μέχρι σήμερα. Γρήγορα ακολούθησε και η συνταγή της γκαζόζας. Το 1936 (κι αφού η τράπεζα των Κοσμαδόπουλων χρεοκόπησε) ιδιοκτήτης της επωνυμίας έγινε η Εθνική Τράπεζα. Η ΕΨΑ απόκτησε τότε νέες εγκαταστάσεις και μηχανήματα και νέα φιάλη με μηχανικό πώμα. Ένα χρόνο αργότερα η λεμονάδα ΕΨΑ κέρδισε το «Χρυσούν Βραβείο Ποιότητας» στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης.
Το 1940 ο Αριστείδης Αλεξανδρίδης, ένας απλός τραπεζικός υπάλληλος, σχεδίασε –από δικό του μεράκι– μια φιάλη για την αγαπημένη λεμονάδα, με πολύ μοντέρνα για την εποχή φόρμα, με έναν ανάγλυφο ρόμβο που δήλωνε ότι το προϊόν είχε βραβευτεί. Το 1969 η Εθνική Τράπεζα αποδέχθηκε την πρόταση των αδελφών Μοσκαχλαΐδη και Νίκου Τσαούτου κι έτσι η ΕΨΑ πέρασε στα χέρια των σημερινών ιδιοκτητών της. Με τις νέες επενδύσεις, η παραγωγή έφτασε στις 20.000 φιάλες την ώρα. Το 1998 ξεπέρασε τα 50.000.000 μπουκάλια το χρόνο. Το 2004 η ΕΨΑ βραβεύτηκε για το προϊόν της Βυσσινάδας, εξασφαλίζοντας διπλή διάκριση για τη συσκευασία και την αποτελεσματικότητα στην αγορά.
Κι εδώ προκύπτει το ερώτημα: «Ποιο είναι το μυστικό επιτυχίας της πιο vintage και ρετρό ελληνικής ετικέτας αναψυκτικών που καταφέρνει κι εξελίσσεται συνεχώς;». Ακριβώς αυτό. Το ότι «συνδυάζει πάντα το παραδοσιακό με την καινοτομία», όπως λέει ο Μιχάλής Τσαούτος, που συνεχίζει την ιστορία επιτυχίας της ΕΨΑ στη σύγχρονη εποχή.
«Αυτό που έλεγε πάντα ο πατέρας μου, μερικές φορές με πολύ έντονο ύφος, είναι: “Το πρώτο πράγμα είναι η ποιότητα. Αν δεν έχεις ποιότητα, δεν έχεις προϊόν”. Εγώ βρέθηκα στη θέση του γενικού της ΕΨΑ μετά από αρκετά χρόνια ενασχόλησης με την τεχνολογία και το Internet. Οι προκλήσεις είναι τεράστιες. Η ΕΨΑ έχει απέναντί της μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες με μεγέθη πολλαπλάσια από τα δικά μας. Στο δύσκολο περιβάλλον που δραστηριοποιείται η εταιρεία, προστίθεται η οικονομική κρίση. Το πιο δυνατό μας προϊόν είναι η λεμονάδα, αν και αθροίζοντας τις πωλήσεις από τις δύο πορτοκαλάδες (με και χωρίς ανθρακικό) φτάνουμε κοντά στα νούμερα της λεμονάδας. Η πρωτοκαθεδρία της λεμονάδας είναι διαχρονική.
Έχουμε διατηρήσει αναλλοίωτη τη συνταγή για σχεδόν 90 χρόνια, ενώ το κλασικό γυάλινο μπουκάλι παραμένει ίδιο από το 1940. Προμηθευόμαστε τους χυμούς των αναψυκτικών από ελληνικά φρούτα, κυρίως από προμηθευτές στην Πελοπόννησο, πάντα κάτω από δικό μας έλεγχο και προδιαγραφές ποιότητας. Ταυτόχρονα φροντίζουμε να παρουσιάζουμε καινοτόμα προϊόντα. Για παράδειγμα, το 2011 κυκλοφορήσαμε τα πρώτα ελληνικά βιολογικά αναψυκτικά και πέρυσι τα πρώτα ελληνικά αναψυκτικά με γλυκαντικό από το φυτό στέβια.
Η ΕΨΑ εξάγει τα αναψυκτικά της εδώ και αρκετά χρόνια. Το πρώτο βήμα γίνεται εκεί που υπάρχει έντονο το στοιχείο της ελληνικής κοινότητας, οπότε δεν πρέπει να μας εκπλήσσει που στην Αυστραλία, στη Γερμανία και στην Αμερική μπορείτε να βρείτε τα προϊόντα μας. Η Κύπρος εννοείται ότι περιλαμβάνεται στους εξαγωγικούς μας προορισμούς.
Το ότι στην κρίση γεννιούνται ευκαιρίες ακούγεται κάπως κοινότυπο. Σαφώς ισχύει και για μας. Πέρα από το ότι πιεστήκαμε να κάνουμε περισσότερα πράγματα με πιο γρήγορους ρυθμούς, στραφήκαμε εντονότερα προς τις εξαγωγές, ενώ ταυτόχρονα εντείναμε τις προσπάθειές μας για ανάπτυξη μέσα στην αγορά της Ελλάδας. Πιστεύουμε, βέβαια, ότι οι καταναλωτές έχουν αρχίζει να σκέφτονται περισσότερο πριν επιλέξουν να βάλουν ένα προϊόν στο καλάθι τους και σιγά-σιγά δίνουν στα ελληνικά προϊόντα τη θέση που τους αξίζει.
Η ανταπόκριση ήταν θερμή εξαρχής, όχι μόνο λόγω της προέλευσης των αναψυκτικών, αλλά συχνά και λόγω ανώτερων ποιοτικών προδιαγραφών τους. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, η πορτοκαλάδα στην Ελλάδα έχει 20% χυμό πορτοκαλιού, ενώ σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες θα βρείτε μονοψήφια ποσοστά και στην Αμερική υπάρχουν προϊόντα με 0% χυμό πορτοκαλιού (μόνο αρωματικές ουσίες, δηλαδή). Ευτυχώς τα ελληνικά τρόφιμα και ποτά έχουν καλή εικόνα στο εξωτερικό.
Τι θέλουμε αυτή την εποχή; Να μετρήσουμε τις δυνάμεις μας σε πολλές χώρες, κάτι που απαιτεί χρόνο και χρήμα, και να ενισχύσουμε τη διανομή μας εντός της Ελλάδας. Σύντομα θα παρουσιάσουμε κι ένα νέο προϊόν στην ελληνική αγορά».
ΠΗΓΗ: athensvoice.gr