Η τελευταία αντιπαράθεση του πρωθυπουργού και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπαράθεσης στη Βουλή ήταν εξόχως αποκαλυπτική των προθέσεων εκατέρωθεν για το επόμενο χρονικό διάστημα.
ΤΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Συνοπτικά, ο Αλέξης Τσίπρας θα εξαντλεί κάθε δυνατότητα και κάθε πεδίο που θα του δίνεται για να αναδεικνύει τις συγκρούσεις και τις διαφορές του με την κυβερνητική πολιτική και ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα μετακινείται προς μια καλά προστατευμένη -με επικοινωνιακούς όρους- “θεσμικότητα” και θα αποφεύγει αψιμαχίες. Ο πρωθυπουργός θα επιδιώξει να πορευτεί σε περιβάλλον επικοινωνιακής προστασίας για να μην δώσει -και ως εκ τούτου να μην χάσει- καμία μάχη.
Η φράση του “έχω μια χώρα να κυβερνήσω και έναν λαό να ενημερώσω” αυτό ακριβώς προδίδει. Καμία σχέση, φυσικά, με το πρόσωπο και την τακτική πριν τις εκλογές, όταν η Βουλή μετατρεπόταν σε “στίβο μάχης” με τοξικές κατηγορίες και κάθε διαθέσιμο “όπλο” σε χρήση. Ποιος Πετσίτης, ποιος πατέρας του Τσίπρα, ποιος Πολάκης; Τώρα ‘εχει “μια χώρα να κυβερνήσει”…
Ο Τσίπρας, από την άλλη, είναι αναγκασμένος να επιμένει στις κοινοβουλευτικές συγκρούσεις.
Μη έχοντας πολλές δυνατότητες να περνάει το μήνυμά του, σχεδόν αποκλεισμένος από την μεγάλη μερίδα των μίντια και με τις εσωστρεφείς εσωκομματικές μικροαντιπαραθέσεις να του τραβούν την προσοχή και να αναδεικνύονται σε μείζονες από τα φιλοκυβερνητικά μέσα, δεν του απομένουν πολλά επικοινωνιακά εργαλεία. Η Βουλή, οι περιοδείες ανά την επικράτεια ενόψει συνεδρίου και οι εμφανίσεις του τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων είναι τα μοναδικά βήματα.
Είναι αναγκασμένος να κινείται, δε, ανάμεσα στο θεσμικό ένδυμα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και του πρώην πρωθυπουργού -που κυβερνούσε έως πρόσφατα- και να αποδεικνύει καθημερινά πως δεν κάνει αντιπολιτευτικό ακτιβισμό για την τιμή των όπλων.
Γι αυτό και σε σημαντικά θέματα, όπως η εξωτερική πολιτική και το προσφυγικό, ξετυλίγει μια τακτική συναίνεσης. Κι αυτή, όμως, ακόμα, δεν φαίνεται να εκτιμάται ούτε από το συμπολιτευόμενο μιντιακό σύστημα, ούτε από τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Η συναίνεση του Τσίπρα, στα θέματα αυτά, καταναλώνεται από την κυβέρνηση και τους συμμάχους της ως αυτονόητη, ή, ακόμα χειρότερα, ως δείγμα αμηχανίας και αδυναμίας του.
Αρκετοί διακρίνουν υποτονικότητα στην αντιπολιτευτική τακτική του ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμα και έλλειμμα στρατηγικής. Έως ένα βαθμό είναι αλήθεια. Μέχρι να κλείσει ο κύκλος του συνεδρίου, ο Τσίπρας είναι δεσμευμένος στον αλγόριθμο των εσωτερικών ισορροπιών. Τηρεί ισορροπίες που ενίοτε αποδεικνύονται κεντρομόλες και δεν του επιτρέπουν να περάσει στο επόμενο στάδιο που αφορά την ανάγκη να παρουσιαστεί το νέο αφήγημα διακυβέρνησης. Το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, πρέπει σύντομα να αποκτήσει.
Όμως, το 32% των εκλογών του Ιουλίου δεν μπορεί να συμπυκνωθεί μόνο σε μια αντι-δεξιά συσκευασία και στην συμπάθεια του εκλογικού ακροατηρίου στο πρόσωπο του Τσίπρα. Ούτε σε μια λογική “ώριμου φρούτου” που θα εξαντλεί την υπομονή και ανοχή του εκλογικού σώματος που τον ψήφισε.
Οι πολίτες επιθυμούν το συντομότερο δυνατό να κατανοήσουν και να πεισθούν πως η περίοδος στην αντιπολίτευση δεν θα είναι μακρά και μοναχική αλλά ότι κτίζονται σταδιακά οι προϋποθέσεις επιστροφής στην εξουσία.
Τον Τσίπρα “ξανά πρωθυπουργό” θέλουν όλοι αυτοί και όχι έναν αρχηγό που θα επιβεβαιώνει το νέο διπολισμό. Άλλωστε, ο διπολισμός εμπεριέχει την προοπτική εναλλαγής. Σε άλλη περίπτωση μετατρέπεται σε παθητικότητα.
Η ανάγκη των εσωκομματικών ισορροπιών ενόψει συνεδρίου δεν πρέπει να καταλήξει σε ομηρία.
Ο Τσίπρας δεν πρέπει να γίνει “τροχονόμος” τάσεων και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να επιστρέψει σε μια νέο εποχή συνιστωσών. Όσοι στηρίζουν τον μετασχηματισμό, τον αντιλαμβάνονται ως διαδικασία ίδρυσης ενός νέου μεγάλου πολιτικού υποκειμένου που θα προσδιορίσει τις πολιτικές εξελίξεις εφεξής και θα δημιουργήσει συνθήκες νέας διακυβέρνησης. Η φιλοσοφία μιας Αριστεράς που κινείται αργά και “αναίμακτα”, εύκολα μετατρέπεται σε συγκατοίκηση, ακόμα και συνιδιοκτησία.
Αυτόν τον Τσίπρα της σύγκρουσης όπου χρειάζεται και της προοπτικής δεν τον έχουν δει ακόμα…