Την εκτίμηση ότι η επιδημία COVID-19 θα «σβήσει» στη χώρα μας εντός του Μαΐου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε θα συνεχίσουμε και το καλοκαίρι να καταγράφουμε σποραδικά κρούσματα και ασθενείς που θα χρειάζονται νοσηλεία, εκφράζει σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή» ο καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής, ΕΚΠΑ, Γιάννης Τούντας.
Σχολιάζοντας δεδομένα του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας για την εξέλιξη της επιδημίας στη χώρα μας από τις 26 Φεβρουαρίου όταν κατεγράφη το πρώτο κρούσμα της νόσου έως και προχθές 22 Απριλίου, καθώς και δεδομένα από άλλες χώρες που επεξεργάστηκε το Ινστιτούτο Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής, σημειώνει ότι η επιλογή της χώρας μας να λάβει εγκαίρως μέτρα, εκτός του ότι οδήγησε σε μικρό –συγκριτικά με άλλες χώρες– αριθμό θανάτων, είχε ως αποτέλεσμα μία πιο αργή άνοδο του επιδημικού κύματος αλλά και πολύ γρηγορότερη πτώση του, σε σχέση με χώρες όπως η Ιταλία, η Γαλλία και η Ισπανία.
Όπως επισημαίνει στην ίδια συνέντευξη ο κ. Τούντας, «σύμφωνα με την εξέλιξη των δεδομένων που αφορούν τα διαγνωσμένα κρούσματα, τους νοσηλευόμενους και τους θανάτους στη χώρα μας, και εφόσον δεν υπάρξουν εστίες αναζωπύρωσης, η επιδημία τείνει να σβήσει εντός του Μαΐου. Η διάρκειά της στην περίπτωση αυτή θα είναι περίπου τρεις μήνες, όσο ήταν και στη Γουχάν της Κίνας και από ό,τι φαίνεται και στις περισσότερες άλλες χώρες. Μία σημαντική διαφορά είναι ότι οι χώρες που πήραν εγκαίρως μέτρα, όπως η Ελλάδα, η Αυστρία και η Τσεχία, είχαν βραδύτερη και μεγαλύτερης διάρκειας ανάπτυξη του ανοδικού κύματος της καμπύλης της επιδημίας, αλλά πολύ πιο γρήγορη και μικρότερης διάρκειας μείωσή της, σε σχέση με χώρες όπως η Ιταλία, η Γαλλία, η Ισπανία. Χάρις στη διαφορά αυτή, οι χώρες της πρώτης κατηγορίας είχαν σημαντικά λιγότερους θανάτους».
Σύμφωνα με τον καθηγητή, στην Ελλάδα τα περισσότερα διαγνωσμένα κρούσματα κατεγράφησαν το δεκαήμερο μεταξύ 23 Μαρτίου και 2 Απριλίου, οι περισσότεροι θάνατοι το πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου (από τις 2 έως τις 12 Απριλίου), ενώ η κορύφωση του αριθμού των διασωληνωμένων παρατηρήθηκε το διάστημα μεταξύ 3 και 6 Απριλίου. Η δε σχέση των θανάτων προς τα διεγνωσμένα κρούσματα παρέμεινε σταθερή σε όλη τη διάρκεια του ανοδικού επιδημικού κύματος (1 προς 20 ή αλλιώς το 5% όσων είχε επιβεβαιωθεί εργαστηριακά ότι είχαν προσβληθεί από τον κοροναϊό κατέληξε).
Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα αυτά, η κορύφωση της επιδημίας στη χώρα μας έγινε στις αρχές Απριλίου, 2-3 εβδομάδες νωρίτερα από ό,τι είχε προβλεφθεί αρχικά.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τον αριθμό των διασωληνωμένων, υπολογίζοντας τον μέσο ημερήσιο ρυθμό μείωσής του μέχρι σήμερα (μειώνονται κατά περίπου 2 κάθε μέρα), υπολογίζεται ότι σχεδόν θα μηδενιστεί σε περίπου σαράντα μέρες.
Ο κ. Τούντας εστιάζει στον ρυθμό διπλασιασμού των διεγνωσμένων κρουσμάτων και των θανάτων, που όπως τονίζει δίνουν μία πιο αξιόπιστη εκτίμηση για τη φθίνουσα πορεία της επιδημίας. Σημειώνεται ότι τα 250 κρούσματα στις 14 Μαρτίου στην Ελλάδα, έγιναν 500 στις 20 Μαρτίου, 1.000 στις 28 Μαρτίου και 2.000 στις 9 Απριλίου. Οπως επισημαίνει ο καθηγητής, «για τα διεγνωσμένα κρούσματα ο χρόνος διπλασιασμού τους αυξήθηκε από έξι ημέρες σε δώδεκα μέρες και των θανάτων από τέσσερις σε εννέα μέρες. Οι επιδημίες φθίνουν όταν ο χρόνος διπλασιασμού των κρουσμάτων υπερβαίνει τις δέκα μέρες».
Σημαντικό και λίαν ενθαρρυντικό γεγονός είναι και ο υπολογιζόμενος πολύ μικρός αριθμός Rο στη χώρα μας (0,43), ο οποίος υποδηλώνει ότι ένα μολυσμένο άτομο μολύνει κατά μέσον όρο 0,4 υγιείς. «Η επιδημία αναπτύσσεται όταν το Ro είναι μεγαλύτερο του 2-2,4. Στη Γαλλία ήταν πρόσφατα 2,48 και σε όλο τον κόσμο 1,68. Οι υπολογισμοί αυτοί είναι έμμεσοι, κυρίως όταν στηρίζονται στα διεγνωσμένα κρούσματα, το ποσοστό των οποίων διαφέρει από χώρα σε χώρα και από περιοχή σε περιοχή, ανάλογα με την έκταση των διενεργούμενων εξετάσεων και την αξιοπιστία τους, η οποία δεν είναι ακόμα ικανοποιητική. Γι’ αυτό άλλωστε υπάρχουν αποκλίνουσες εκτιμήσεις για το σύνολο των κρουσμάτων, καθώς και για τη θνητότητα της νόσου», σημειώνει ο κ. Τούντας και προσθέτει, «βέβαια, από όλα αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν θα συνεχίσουμε να έχουμε και μετά τον Μάιο σποραδικά κρούσματα, λίγους νοσηλευόμενους και ελπίζουμε ακόμα λιγότερους θανάτους. Η νόσος, όμως, δεν θα είναι στη χώρα μας επιδημική αλλά ενδημική, με πιθανό νέο επιδημικό κύμα το φθινόπωρο ή τον χειμώνα, όταν όμως θα είμαστε πολύ καλύτερα προετοιμασμένοι. Και κυρίως όταν θα γνωρίζουμε περισσότερα για τον ιό αυτόν, ο οποίος κρύβει ακόμα πολλά μυστικά».
Πηγή: kathimerini.gr