To έχω πεί δημόσια πολλές φορές και χρειάζεται να το επαναλάβω.
Το νόμισμα δεν είναι φετίχ και η συζήτηση πολύ σωστά έχει ανοίξει.
Αυτό όμως που έχει σημασία είναι οι οικονομικές πολιτικές που συνοδεύουν το νόμισμα και όχι το νόμισμα αυτό καθ’ αυτό. Για αυτό τον λόγο πιστεύω ότι είναι λάθος να παγιδεύουμε την δημόσια συζήτηση αποκλειστικά και μόνο στην επιλογή του νομίσματος.
Αυτή είναι μια συζήτηση που για άλλη μια φορά μας αποπροσανατολίζει από τα ουσιαστικά προβλήματα. Η ουσιαστική συζήτηση πρέπει να επικεντρωθεί στα πραγματικά οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, ποιες πολιτικές πρέπει να εφαρμοστούν και κατόπιν να συζητήσουμε για την επιλογή του νομίσματος και της νομισματικής πολιτικής. Αν για παράδειγμα καταλήξουμε ότι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής παραγωγής εξαρτάται αποκλειστικά από την τιμή και δεδομένου ότι η εσωτερική υποτίμηση έχει φθάσει στα όριά της τότε να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε για την νέα δραχμή. Αν όμως δεν είναι έτσι τότε δεν χρειάζεται η υποτίμηση της εγχώριας συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Για άλλη μια φορά προσεγγίζουμε σοβαρές οικονομικές επιλογές με το θυμικό και με επικεφαλίδες. Θυμάμαι όταν άνοιξα αυτή την συζήτηση πριν περίπου δύο χρόνια αντιμετωπίστηκα με επιθετικότητα ιδιαίτερα από τον χώρο της Νέας Δημοκρατίας μια και έθετα σε αμφισβήτηση την θεμελιώδη οικονομική επιλογή της παράταξης και της χώρας. Όταν βέβαια ρωτούσα ποια είναι αυτή η επιλογή έπαιρνα την απλοϊκή απάντηση το ευρώ. Και τότε και τώρα εξηγώ ότι ‘ευρώ’ είναι η κοινή συνισταμένη ενός συνόλου πολιτικών. Η πολιτική αυτή εξειδικεύεται αποκλειστικά από την νομισματική και την δημοσιονομική πειθαρχία της ευρωζώνης. Ευρώ όμως μπορεί να υπάρξει και με μια πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική, ευρώ μπορεί να υπάρξει και με την δημιουργία της τραπεζικής ένωσης, ευρώ μπορεί να υπάρξει και με την μεταφορά πόρων από τον βορρά στο νότο, ευρώ μπορεί να υπάρξει και με την νομισματική χαλάρωση σε μια χώρα που αντιμετωπίζει κρίση και τέλος ευρώ μπορεί να υπάρξει ακόμα και αν μια χώρα αποφασίσει για μια χρονική περίοδο να υιοθετήσει και δεύτερο νόμισμα για τις εσωτερικές συναλλαγές. Δεν μπορώ να κατανοήσω πώς το ευρώ μπορεί να αποτελεί μια αδήριτη και αδιαπραγμάτευτη επιλογή για μια οικονομία που πλήττεται από τέτοια κρίση.
Και τότε και τώρα εξηγώ ότι η συζήτηση για τα οικονομικά προβλήματα υπεραπλουστεύεται όταν αντιμετωπίζει το διχαστικό δίλημμα ευρώ ή νέα δραχμή. Για παράδειγμα η ελληνική οικονομία χρειάζεται επειγόντως ρευστότητα και ελεγχόμενο πληθωρισμό. Δεν καταλαβαίνω ποιο είναι το εμπόδιο που τίθεται από το ευρώ στην κυκλοφορία από την ελληνική κυβέρνηση IOU. Υποσχετικών δηλαδή της ελληνικής κυβέρνησης με τα οποία το δημόσιο θα πλήρωνε τους πιστωτές του. Σε δεύτερο χρόνο αυτές οι υποσχετικές θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως εγγυητικές στις τράπεζες ή για την εξόφληση οφειλών στα ασφαλιστικά ταμεία. Με αυτό τον τρόπο θα ενισχυόταν σημαντικά η ρευστότητα και η ανάπτυξη.
Υπάρχει και ένας άλλος λόγος που η συζήτηση για το ευρώ δεν μπορεί να γίνεται με θεολογικούς όρους. Στο σημείο που έχει φτάσει η ΟΝΕ δεν αποκλείεται η διάσπασή της. Η συζήτηση για το μέλλον της ΟΝΕ έχει ανοίξει σε όλη την ευρωζώνη και είναι απόλυτα λογικό μια και σε περιόδους κρίσης συζητούνται τα πάντα και ιδιαίτερα η πολιτική των σκληρών νομισμάτων.
Αυτή η εμμονή ορισμένων μου θυμίζει την επιμονή να αποκλείουν την όποια συζήτηση για την αναδιάρθρωση του χρέους μέχρι και λίγες μέρες πριν ανακοινωθεί επίσημα. Μάλιστα τότε ο Υπ. Οικονομίας Γ. Παπακωνσταντίνου είχε απειλήσει με προσφυγή στην δικαιοσύνη. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους έγινε δύο φορές. Και τις δύο φορές αποτυχημένη διότι ήμασταν τελείως απροετοίμαστοι.
Για άλλη μια φορά προσεγγίζουμε σοβαρές οικονομικές επιλογές με το θυμικό και με επικεφαλίδες. Θυμάμαι όταν άνοιξα αυτή την συζήτηση πριν περίπου δύο χρόνια αντιμετωπίστηκα με επιθετικότητα ιδιαίτερα από τον χώρο της Νέας Δημοκρατίας μια και έθετα σε αμφισβήτηση την θεμελιώδη οικονομική επιλογή της παράταξης και της χώρας. Όταν βέβαια ρωτούσα ποια είναι αυτή η επιλογή έπαιρνα την απλοϊκή απάντηση το ευρώ. Και τότε και τώρα εξηγώ ότι ‘ευρώ’ είναι η κοινή συνισταμένη ενός συνόλου πολιτικών. Η πολιτική αυτή εξειδικεύεται αποκλειστικά από την νομισματική και την δημοσιονομική πειθαρχία της ευρωζώνης. Ευρώ όμως μπορεί να υπάρξει και με μια πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική, ευρώ μπορεί να υπάρξει και με την δημιουργία της τραπεζικής ένωσης, ευρώ μπορεί να υπάρξει και με την μεταφορά πόρων από τον βορρά στο νότο, ευρώ μπορεί να υπάρξει και με την νομισματική χαλάρωση σε μια χώρα που αντιμετωπίζει κρίση και τέλος ευρώ μπορεί να υπάρξει ακόμα και αν μια χώρα αποφασίσει για μια χρονική περίοδο να υιοθετήσει και δεύτερο νόμισμα για τις εσωτερικές συναλλαγές. Δεν μπορώ να κατανοήσω πώς το ευρώ μπορεί να αποτελεί μια αδήριτη και αδιαπραγμάτευτη επιλογή για μια οικονομία που πλήττεται από τέτοια κρίση.
Και τότε και τώρα εξηγώ ότι η συζήτηση για τα οικονομικά προβλήματα υπεραπλουστεύεται όταν αντιμετωπίζει το διχαστικό δίλημμα ευρώ ή νέα δραχμή. Για παράδειγμα η ελληνική οικονομία χρειάζεται επειγόντως ρευστότητα και ελεγχόμενο πληθωρισμό. Δεν καταλαβαίνω ποιο είναι το εμπόδιο που τίθεται από το ευρώ στην κυκλοφορία από την ελληνική κυβέρνηση IOU. Υποσχετικών δηλαδή της ελληνικής κυβέρνησης με τα οποία το δημόσιο θα πλήρωνε τους πιστωτές του. Σε δεύτερο χρόνο αυτές οι υποσχετικές θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως εγγυητικές στις τράπεζες ή για την εξόφληση οφειλών στα ασφαλιστικά ταμεία. Με αυτό τον τρόπο θα ενισχυόταν σημαντικά η ρευστότητα και η ανάπτυξη.
Υπάρχει και ένας άλλος λόγος που η συζήτηση για το ευρώ δεν μπορεί να γίνεται με θεολογικούς όρους. Στο σημείο που έχει φτάσει η ΟΝΕ δεν αποκλείεται η διάσπασή της. Η συζήτηση για το μέλλον της ΟΝΕ έχει ανοίξει σε όλη την ευρωζώνη και είναι απόλυτα λογικό μια και σε περιόδους κρίσης συζητούνται τα πάντα και ιδιαίτερα η πολιτική των σκληρών νομισμάτων.
Αυτή η εμμονή ορισμένων μου θυμίζει την επιμονή να αποκλείουν την όποια συζήτηση για την αναδιάρθρωση του χρέους μέχρι και λίγες μέρες πριν ανακοινωθεί επίσημα. Μάλιστα τότε ο Υπ. Οικονομίας Γ. Παπακωνσταντίνου είχε απειλήσει με προσφυγή στην δικαιοσύνη. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους έγινε δύο φορές. Και τις δύο φορές αποτυχημένη διότι ήμασταν τελείως απροετοίμαστοι.