Μπορεί οι διακρίσεις να απαγορεύονται, ωστόσο στην ειδική έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη για την Ιση Μεταχείριση για το 2019, οι σχετικές αναφορές των πολιτών σε βάρος φορέων τόσο του Δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα εμφανίζουν αύξηση-ρεκόρ κατά 31% σε σχέση με πέρσι – η μεγαλύτερη αύξηση από το 2016, οπότε η Ανεξάρτητη Αρχή ανέλαβε και αυτήν την αρμοδιότητα.
Την απογοητευτική έλλειψη σεβασμού στην αρχή της ίσης μεταχείρισης στη χώρα μας αντανακλούν τα λόγια του Συνηγόρου Ανδρέα Ποττάκη για «επίμονες εστίες αθέμιτων διακρίσεων στην εργασία, στην εκπαίδευση, στην οικογένεια, σε κάθε χώρο κοινωνικής δράσης».
Από τη χαρτογράφηση των 1.176 νέων αναφορών που χειρίστηκε πέρσι ο Συνήγορος, το 81% των περιπτώσεων συνοψίζονται σε δύο συνισταμένες, τις διακρίσεις λόγω φύλου (44%) και τις διακρίσεις λόγω αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης (37%), ωστόσο, ένας παραμένει ο κοινός παρoνομαστής που αφορά τον χώρο στον οποίο εκδηλώθηκαν οι διακρίσεις, και δεν είναι άλλος από την εργασία.
Οι υπόλοιπες αναφορές κατατάσσονται στις διακρίσεις λόγω οικογενειακής κατάστασης (7%), ηλικίας (5%) και το 3% στις διακρίσεις λόγω φυλής ή χρώματος.
Αναζητώντας τα αίτια γι’ αυτήν την ελλιπή προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων, η 122 σελίδων έκθεση δεν παραγνωρίζει τη μνημονιακή εμπειρία, αλλά προχωρά φτάνοντας στον πυρήνα των διακρίσεων, που δεν είναι άλλος από τις «βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις και στερεοτυπικές αντιλήψεις, τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό επίπεδο», το δίπολο ανάμεσα σε «εμάς» και τους «άλλους», την απουσία ενσυναίσθησης που επιτρέπει τη στοχοποίηση της διαφορετικότητας.
Υπό αυτές τις «κανονικές» συνθήκες το φύλο, η καταγωγή, η ηλικία, η κοινωνική ή οικογενειακή κατάσταση, η κατάσταση υγείας, οι πεποιθήσεις, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η ταυτότητα φύλου είναι απλά προσχήματα και οχήματα τροφοδότησης της ανισότητας και των διακρίσεων σε κάθε έκφανση της προσωπικής ή κοινωνικής μας ζωής και δράσης.
Και η διαπίστωση είναι απλώς θλιβερή: «Ακόμη κι αν συνεκτιμηθούν οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης και οι επιπτώσεις τους στην ευχέρεια λήψης μέτρων για την άρση ή τον περιορισμό των ανισοτήτων, εκείνο που διαπιστώνεται είναι μικρή πρόοδος ακόμη και σε μέτρα που δεν συνεπάγονται υπολογίσιμο οικονομικό κόστος».
Οι θλιβερές διαπιστώσεις δεν σταματούν στο γενικό. Ο ζόφος μεγεθύνεται όσο εστιάζουμε στις υποθέσεις, καθώς στα ζητήματα διακρίσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών, που υπερτερούν όλων, το σημαντικό έλλειμμα που εξακολουθεί να παρατηρείται είναι στην παρεχόμενη προστασία εγκύων και νέων γονέων, με τον ιδιωτικό τομέα να αναδεικνύεται πρωταγωνιστής στην αντιμετώπιση της εγκύου εργαζομένης ως «βάρους» και στην αναζήτηση νομότυπων τρόπων «απαλλαγής» του από το «βάρος» αυτό.
Πέραν της διάχυτης προκατάληψης πολλών εργοδοτών ότι η εγκυμοσύνη και η μητρότητα μιας εργαζόμενης αποτελούν ένα επιπρόσθετο βάρος για την επιχείρηση, που γεννά την απορία αν και κατά πόσον οι ίδιοι οι εργοδότες έχουν οικογένεια ή προέρχονται από μία, αναφέρονται επίσης η καταχρηστική αντιμετώπιση εγκύου με καταχρηστική συμφωνία οικειοθελούς αποχώρησης και η παραβίαση του αναγκαστικού χαρακτήρα των διατάξεων περί προστασίας της μητρότητας μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, «οι οποίοι με αμοιβαίες υποχωρήσεις υπογράφουν συμβιβασμούς που είναι όμως ακυρώσιμοι».
Δεδομένης και της έμφυλης κατανομής κοινωνικών ρόλων, οι συζητήσεις περί εναρμόνισης οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής ηχούν σαν ευχολόγια όταν δεν διασφαλίζεται η ισότιμη συμμετοχή των φύλων στην επαγγελματική ζωή, σημείο στο οποίο ο Συνήγορος επισημαίνει την υποχρέωση ενσωμάτωσης στο εθνικό μας Δίκαιο της σχετικής Οδηγίας 2019/54/ΕΚ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από τα 16 παραδείγματα που παρατίθενται στην έκθεση και αφορούν τις διακρίσεις λόγω φύλου, όλα σχεδόν έχουν να κάνουν με την εργασία, στις 12 περιπτώσεις αφορούν τη γονεϊκότητα, τη μητρότητα, την εγκυμοσύνη, σε τρεις περιπτώσεις αφορούν σεξουαλική παρενόχληση και σε μία άρνηση χορήγησης άδειας πατρότητας στο Δημόσιο.
Ενθαρρυντική χαρακτηρίζεται η αύξηση των αναφορών που αφορούν διακρίσεις λόγω αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης και κυρίως σχετίζονται με τη διασφάλιση συνθηκών μέσω εύλογων προσαρμογών που θα επιτρέψουν την παροχή εργασίας, οι οποίες και πάλι προσκρούουν σε στερεοτυπικές αντιλήψεις που δυσχεραίνουν την ισότιμη πρόσβαση και επαγγελματική μεταχείριση των συγκεκριμένων ατόμων. Στερεοτυπικές αντιλήψεις εδράζονται πίσω από τις διακρίσεις λόγω ηλικίας.
Κεντρικό ζήτημα στο θέμα των διακρίσεων λόγω φυλετικής καταγωγής επιμένει να είναι η κοινωνική ένταση που δημιουργείται μεταξύ Ρομά και μη Ρομά περιοίκων, ενώ καταδεικνύονται οι τοπικές αρχές ως απρόθυμες στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των Ρομά με στόχο τη σταδιακή κοινωνική τους ένταξη αλλά στον αντίποδα ξεχωρίζουν τα καλά παραδείγματα που αναδεικνύουν ότι «το πρακτικό αποτέλεσμα δεν είναι ανέφικτο» και τονίζεται η αναγκαιότητα της χορήγησης βεβαίωσης κατοικίας ως προϋπόθεσης για την άσκηση δικαιωμάτων που συνδέονται με αυτήν.
Διακρίσεις σε πρόσφυγες
Οι αθέμιτες διακρίσεις σε βάρος προσφύγων και μεταναστών που διαμένουν νόμιμα στη χώρα και αντιμετωπίζουν προσκόμματα στην πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες κυριαρχούν στα ζητήματα διακρίσεων λόγω εθνικής καταγωγής, ενώ ανησυχητική εμφανίζεται η ανοχή ρατσιστικών συμπεριφορών ή βίας.
Οσον αφορά τις διακρίσεις σε βάρος ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων απασχόλησαν κυρίως οι διοικητικές διαδικασίες αφενός στην καταχώριση συμφώνων συμβίωσης μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών αλλά και οι πράξεις όπου στις διορθώσεις καταχωρισμένου φύλου δεν τηρήθηκαν οι αναγκαίες εγγυήσεις μυστικότητας και εχεμύθειας.