Στον Παγασητικό για το ψάρεμα της καραβίδας χρησιμοποιούνται ιχθυοπαγίδες. Στο Θρακικό Πέλαγος τα χταπόδια αλιεύονται με τα «κιούπια» και στον Θερμαϊκό τα καβούρια πιάνονται σε «βολκούς».
Ανάλογα εργαλεία χρησιμοποιούνται σε όλο τον κόσμο, από την Πορτογαλία -για το ψάρεμα των κεφαλόποδων- μέχρι τη μακρινή Νέα Γη του Καναδά για τα καβούρια. Αν και τα συγκεκριμένα αλιευτικά εργαλεία συγκαταλέγονται στα πλέον αειφορικά, σε περίπτωση που χαθούν ή εγκαταλειφθούν στο βυθό μετατρέπονται σε υποβρύχια «φαντάσματα», καθώς εξακολουθούν να παγιδεύουν θαλάσσιους οργανισμούς μέσω της λεγόμενης άδηλης αλιείας ή «ghost fishing».
Ποντισμένα σε διάφορες περιοχές της Μεσογείου, αλλά και όλου του πλανήτη, ξεχασμένα από τους ψαράδες, αλλά όχι ανενεργά, έχει γίνει ευρέως γνωστό από διάφορες οργανώσεις και οργανισμούς ότι προκαλούν μεγάλη ζημία στο οικοσύστημα: σύμφωνα με παλαιότερη ανακοίνωση της Medasset (Μεσογειακού Συνδέσμου για τη Σωτηρία των Θαλάσσιων Χελωνών), υπολογίζεται πως κάθε χρόνο 640.000 τόνοι αλιευτικών εργαλείων παγκοσμίως, εγκαταλείπονται σε θάλασσες και ωκεανούς…
Ένας από τους λόγους, που τα εργαλεία αυτά «παροπλίζονται» και κάποιες φορές εγκαταλείπονται στη θάλασσα, είναι η συσσώρευση βιομάζας πάνω τους, γεγονός που τα καθιστά δύσχρηστα και πολύ βαριά για να ανασυρθούν. Η αναζήτηση λύσεων για την καθυστέρηση της συσσώρευσης βιομάζας -η οποία έχει και οικονομικό κόστος για τους ψαράδες, γιατί κάνει τα αλιευτικά εργαλεία λιγότερο αποδοτικά- βρέθηκε στο επίκεντρο συνέργειας με τίτλο COATFISH, που ανέπτυξαν η εταιρεία ΔΙΟΠΑΣ ΑΕ και το Εργαστήριο Ιχθυολογίας του Τμήματος Βιολογίας του ΑΠΘ, στο πλαίσιο της πιλοτικής δράσης του έργου BLUE_BOOST του ευρωπαϊκού προγράμματος ADRION, που διαχειρίζεται το Εμποροβιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης.
Η δυσκολία ανάσυρσης λόγω βάρους και οι ψαράδες-καθαριστές στην Πορτογαλία
Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο αναπληρωτής καθηγητής στο Εργαστήριο Ιχθυολογίας του Τμήματος Βιολογίας ΑΠΘ, Κωνσταντίνος Γκάνιας, επιστημονικός υπεύθυνος του COATFISH, το βάρος καθεμιάς από τις πιλοτικές ιχθυοπαγίδες που δοκιμάστηκαν ήταν γύρω στα 5 κιλά. Όταν μπήκαν στο νερό, λόγω του ότι βράχηκαν, το βάρος τους αυξήθηκε κατά 10%-15%, ενώ όταν συσσωρευτεί η βιομάζα πάνω τους -κάτι που σε εύτροφες θάλασσες όπως ο Θερμαϊκός μπορεί να συμβεί σε μόλις λίγες ημέρες- ενδέχεται να ξεπεράσει τα 10 κιλά.
«Φανταστείτε λοιπόν πολλά τέτοια εργαλεία, όπως ιχθυοπαγίδες, μαζί… Ένας ψαράς θα δυσκολευτεί πολύ να τις ανασύρει κι ενδεχομένως θα τις εγκαταλείψει. Ο δε καθαρισμός τους απαιτεί πάρα πολύ χρόνο. Στην Πορτογαλία, όπου αυτού του τύπου οι παγίδες χρησιμοποιούνται για χταπόδια και σουπιές, υπάρχει ειδικό προσωπικό μεταξύ των ψαράδων που ασχολείται με τον καθαρισμό τους από τη βιομάζα κάθε λίγες μέρες…» λέει, εξηγώντας ότι στα ποντισμένα για καιρό αλιευτικά εργαλεία υπάρχει μεγάλη βιοαπόθεση με πληθώρα μικροοργανισμών, ένα βιοφίλμ από βακτήρια και μικροσκοπικά φύκη μέχρι ζωϊκούς οργανισμούς όπως σφουγγάρια και θυσανόποδα, που σχηματίζουν ένα είδος τραγάνας. Επειδή δε, η διαδικασία του πλυσίματος των αλιευτικών εργαλείων είναι πολύ χρονοβόρα κι αρκετά επίπονη, η εναπόθεση βιομάζας θα μπορούσε να προληφθεί μέσω του εμποτισμού των αλιευτικών εργαλείων με αντιεπιβιωτικές ουσίες (anti-fauling), κάτι που αποτέλεσε και την κεντρική ιδέα του COATFISH.
Τρεις ομάδες παγίδων στον Θερμαϊκό και τα ευρήματα
Οι πειραματικές διατάξεις που χρησιμοποιήθηκαν για την έρευνα ποντίστηκαν στον Θερμαϊκό από τα μέσα φθινοπώρου έως τα τέλη χειμώνα, μια εποχή που η συσσώρευση βιομάζας γίνεται βραδύτερα, αφού και στις θάλασσες η άνθιση της ζωής είναι εντονότερη την άνοιξη. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τρεις ομάδες παγίδων. Μια ομάδα στην οποία οι παγίδες ήταν εμποτισμένες με οξείδιο του χαλκού, μία με πυριθειόνη ψευδαργύρου και μία με μη εμποτισμένα δίχτυα (ομάδα ελέγχου). Στην ομάδα ελέγχου η βιοπαθόθεση άρχισε στις τρεις εβδομάδες, στις παγίδες με οξείδιο του χαλκού σε τρεις μήνες και σε εκείνες με την πυριθειόνη σε δύο μήνες.
Κατά τον ερευνητή, η διαδικασία του εμποτισμού επηρεάζει ξεκάθαρα τη βιοαπόθεση, ενώ δεν ανεβάζει πάρα πολύ το κόστος για τους ψαράδες, αφού η επιβάρυνσή τους είναι μεν της τάξης του 10%-15%, αλλά αποσβένεται γρήγορα, αφού δεν απαιτείται εξίσου συχνός καθαρισμός των αλιευτικών εργαλείων, ούτε φθείρονται τα νήματά τους από το βάρος.
Τα μη επιθυμητά αποτελέσματα
Κατά το πείραμά τους, όμως, οι ερευνητές παρατήρησαν -όπως υποστηρίζει ο κ.Γκάνιας- και κάποια μη επιθυμητά αποτελέσματα, τα οποία χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης: τα εμποτισμένα καλάθια αλίευσαν έως και κατά 80% λιγότερα αλιεύματα, ενδεχομένως γιατί οι βιοκτόνες ουσίες τα απωθούν. «Διαπιστώσαμε επίσης ότι π.χ., αβγά καλαμαριού υπήρχαν μόνο στις μη εμποτισμένες παγίδες, ενώ στα εργαστηριακά μας ενυδρεία οι αποθέσεις των αβγών σε εμποτισμένα δίχτυα νεκρώνονταν. Άρα χρειάζεται περαιτέρω έρευνα πάνω σε υλικά και ουσίες» υπογράμμισε.
Η συνεργασία με το ΑΠΘ και τα δίχτυα που γίνονται …μαγιό
«Για εμάς είναι δύσκολο να ερευνήσουμε και εύκολο να κατασκευάσουμε, ενώ για το ΑΠΘ είναι δύσκολο να κατασκευάσει και εύκολο να ερευνήσει» σημειώνει από την πλευρά του, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Ιωακείμ Διαμαντίδης, διευθυντής παραγωγής της εταιρείας κατασκευής διχτυών ΔΙΟΠΑΣ ΑΕ, εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους η επιχείρηση είναι πολύ θετική απέναντι σε συνεργασίες με πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα και έχει ήδη αναπτύξει τέτοιες συνέργειες.
«Είναι πολύ σημαντικό για εμάς να έχουμε τέτοιες συνεργασίες και έχουμε ήδη αναπτύξει πολλές, γιατί δεν μπορούμε να έχουμε ένα τεράστιο τμήμα Έρευνας και Ανάπτυξης μέσα στην εταιρεία» λέει και και προσθέτει πως τέτοιες συνεργασίες, που δεν έχουν ως στόχο απαραίτητα και μόνο το κέρδος, αλλά στοχεύουν και στην προστασία του περιβάλλοντος, είναι πάρα πολύ σημαντικές και αυτό είναι κάτι, που πρέπει να το αντιληφθούν όλοι.
Ήδη, στο πλαίσιο των δράσεών της για την προστασία του περιβάλλοντος, η εταιρεία συνεργάζεται με αλιείς και οργανώσεις, ώστε να συγκεντρώνει τα δίχτυα που δεν χρησιμοποιούνται ή έχουν εγκαταλειφθεί και να τα στέλνει για ανακύκλωση στο πλαίσιο των αρχών της κυκλικής οικονομίας, ώστε να αποκτήσουν μια δεύτερη ζωή ως …μαγιό, κάλτσες ή και χαλιά!