Με αμετάκλητες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, δύο δημόσιοι υπάλληλοι τέθηκαν οριστικά, εκτός της υπηρεσίας τους.
Ο πρώτος είναι ανθυπαστυνόμος της ΕΛΑΣ, ο οποίος αφού αφήρεσε τραπεζικές κάρτες αναλήψεων από ιδιώτη, πραγματοποίησε από ΑΤΜ αναλήψεις 6.368 ευρώ και ο δεύτερος είναι υπάλληλος υπουργείου ο οποίος, μέσα σε ένα χρόνο δεν πήγε στην υπηρεσία του 110 μέρες, καθώς δήλωσε αλκοολικός…
Ειδικότερα,ο ανθυπαστυνόμος της υποδιεύθυνσης Αττικής τον Νοέμβριο του 2001, ενώ εκτελούσε διατεταγμένη υπηρεσία μέσα από το γραφείο του, αφήρεσε -όπως ομολόγησε και ο ίδιος στην απολογία του- κατά την ώρα της έρευνας που έκανε σε τσάντα ιδιώτη, τις κάρτες αναλήψεως τριών Τραπεζών. Ο επίμαχος ιδιώτης είχε προσαχθεί για υπόθεση διακίνησης λαθρομεταναστών. Από σημειωματάριο που βρισκόταν μέσα στην τσάντα – όπως κατέθεσε ο ανθυπαστυνόμος- έμαθε τους αριθμούς των PIN των καρτών αναλήψεων και ενώ ο ιδιώτης βρισκόταν ακόμη στην Υποδιεύθυνση Αλλοδαπών, ο ανθυπαστυνόμος πραγματοποίησε αναλήψεις συνολικού ποσού 6.368 ευρώ από μηχανήματα αυτομάτων συναλλαγών (ΑΤΜ), τα οποία βρίσκονταν ,μέσα στην ΓΑΔΑ, στην οδό Αχαρνών ,και στην Πλατεία Κολωνακίου.
Επίσης, βρέθηκαν στην κατοχή του πέντε δελτία αστυνομικών ταυτοτήτων, τα οποία ανακαλύφθηκαν σε έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στο σπίτι και στο αυτοκίνητό του. Από τις πέντε αυτές ταυτότητες, οι τρεις είχαν απωλεσθεί από τους κατόχους τους και τις βρήκε, όπως ισχυρίστηκε, και οι υπόλοιπες είχαν παραδοθεί στις υπηρεσίες, που υπηρετούσε πριν.Κατόπιν αυτών, το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθυπαστυνόμων του επέβαλε την ποινή της απόταξης από το σώμα της ΕΛΑΣ, καθώς κρίθηκε ότι οι πράξεις που διέπραξε θίγουν την τιμή, την υπόληψη και το κύρος του Αστυνομικού σώματος, ενώ «μαρτυρούν διαφθορά χαρακτήρα».Ο ανθυπαστυνόμος στη συνέχεια άσκησε έφεση, κατά της αποφάσεως του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου η οποία απορρίφθηκε και κατόπιν αυτού προσέφυγε στο ΣτΕ.
Όμως οι σύμβουλοι Επικρατείας του Γ’ Τμήματος απέρριψαν, ως αβάσιμους ,όλους τους ισχυρισμούς του ανθυπαστυνόμου και επικύρωσαν την απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου.Η δεύτερη υπόθεση που απασχόλησε το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο ήταν η οριστική απόλυση δημοσίου υπαλλήλου που εργαζόταν σε υπουργείο, καθώς, το 2003, απουσίασε αδικαιολόγητα από την υπηρεσία του για 110 εργάσιμες μέρες, με αποτέλεσμα το υπηρεσιακό πειθαρχικό συμβούλιο να του επιβάλει την ποινή της οριστικής παύσης (απόλυση).Ο υπάλληλος στη συνέχεια προσέφυγε στο ΣτΕ, επικαλούμενος ότι το επίδικο χρονικό διάστημα (2003),αντιμετώπιζε πρόβλημα υγείας, λόγω της χρόνιας εξάρτησης από το αλκοόλ, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα τον σημαντικό περιορισμό της ικανότητάς του να αντιληφθεί τις συνέπειες των πράξεών του.
Μάλιστα, προσκόμισε στο δικαστήριο γνωμάτευση του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής του έτους 2008, στο οποίο νοσηλεύθηκε πάσχων, από χρόνιο αλκοολισμό, όπως και έγγραφο από το ίδιο νοσοκομείο, του έτους 2009, όπου βεβαιώνεται ότι ήταν εξαρτημένος από το αλκοόλ και εντάχθηκε με τη θέλησή του στο πρόγραμμα απεξάρτησης αλκοολικών και ολοκλήρωσε το σχετικό πρόγραμμα δίμηνης νοσηλείας.
Ακόμη, προσκόμισε βεβαίωση άλλου κρατικού νοσοκομείου του έτους 2003 στο οποίο βεβαιώνεται ότι νοσηλεύθηκε για τρεις μέρες πάσχων από φαρμακευτική δηλητηρίαση και του συνεστήθη νοσηλεία σε ψυχιατρικό νοσοκομείο. Για τη δεύτερη αυτή βεβαίωση, ο υπάλληλος υποστήριξε στο δικαστήριο ότι η «φαρμακευτική δηλητηρίαση» ήταν απόπειρα αυτοκτονίας, καθώς το διάστημα εκείνο υπήρχε πλήρης κατάρρευση της ψυχικής του υγείας, με συνέπεια τον χρόνιο αλκοολισμό του.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας του Γ’ Τμήματος υπογραμμίζουν ότι τα στοιχεία που προσκόμισε ο υπάλληλος «δεν είναι ικανά να οδηγήσουν σε κρίση περί ικανότητας του προς καταλογισμό της αποχής του» από την υπηρεσία του. Και αυτό γιατί, οι βεβαιώσεις που προσκόμισε δεν αφορούν το κρίσιμο διάστημα του 2003, αλλά σε μεταγενέστερα έτη, ενώ στη βεβαίωση του νοσοκομείου του 2003, γίνεται αναφορά για ολιγοήμερη νοσηλεία τριών ημερών.
Παράλληλα, αναφέρουν οι δικαστές, ότι ο επίμαχος υπάλληλος ποτέ δεν έκανε κάποια ενέργεια για να εξετασθεί από τις αρμόδιες υγειονομικές αρχές, προκειμένου να διαπιστωθεί η τυχόν ανικανότητά του για εργασία.Κατόπιν αυτών, κρίθηκε από το ΣτΕ ,κατά πλειοψηφία, ότι ο δημόσιος υπάλληλος υπέπεσε στο πειθαρχικό παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από τα καθήκοντά του και η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης που του επιβλήθηκε είναι η προσήκουσα.Ένα μέλος του δικαστηρίου εξέφρασε αμφιβολία για το αν ο επίμαχος υπάλληλος είχε την ικανότητα καταλογισμού των πράξεών του, λόγω του αλκοολισμού, που είναι μια εξάρτηση η οποία οδηγεί σε διατάραξη των ψυχοπνευματικών λειτουργιών, όπως υπογραμμίζει.