Όταν ο Ζαϊρ Μπολσονάρου εξελέγη πρόεδρος της Βραζιλίας, η Ελντιέν Ματίας Μαϊα πίστευε ότι ο άνθρωπος αυτός θα κατέστρεφε τον κόσμο της. Ολοι οι γνωστοί της έλεγαν ότι μισεί τους φτωχούς, απεχθάνεται τις γυναίκες και περιφρονεί τους κατοίκους της βορειοανατολικής Βραζιλίας. Σήμερα, η Ματίας Μαϊα – φτωχή, γυναίκα και κάτοικος της βορειοανατολικής Βραζιλίας – μιλάει αλλιώς για τον Μπολσονάρου.
του Terrence McCoy
«Είναι σωτήρας», λέει.
Όταν η πανδημία έπληξε τη Βραζιλία, οι επιχειρήσεις έκλεισαν και οι τοπικές αρχές είπαν στους κατοίκους να μείνουν στα σπίτια τους, η κυβέρνηση άρχισε να στέλνει στους πιο φτωχούς κατοίκους 110 δολάρια τον μήνα. «Τώρα ξέρω ποιον να ψηφίσω», λέει η Ματίας Μαϊα.
Θεωρητικά, αυτή θα έπρεπε να είναι μια μαύρη περίοδος για τον Μπολσονάρου. Η επιδημία που είχε αποκαλέσει «ελαφρύ κρύωμα» έχει σκοτώσει 114.000 Βραζιλιάνους, έχει προσβάλει 3,6 εκατομμύρια ανθρώπους και έχει οδηγήσει το σύστημα υγείας της χώρας σε κατάρρευση. Η ανεργία έχει εκτοξευθεί στο 14%. Ο πρόεδρος της χώρας έχει εγκαταλειφθεί από τους συμμάχους του και έχει εμπλακεί σε πολλά σκάνδαλα διαφθοράς.
Αλλά η δημοτικότητά του είναι η μεγαλύτερη από τότε που ανέλαβε την προεδρία. Για πρώτη φορά εδώ και ένα χρόνο, οι Βραζιλιάνοι που εγκρίνουν την πολιτική του είναι περισσότεροι από εκείνοι που την επικρίνουν. Τους δύο τελευταίους μήνες, ενώ ο κορονοϊός σάρωνε τη Βραζιλία, οι θετικές γνώμες αυξήθηκαν από 32% σε 37% και οι αρνητικές μειώθηκαν από 44% σε 34%.
Μόλις πριν από μερικές εβδομάδες, πολλοί ζητούσαν την παραπομπή του σε δίκη, οι σύμμαχοί του έλεγαν ότι οδηγεί τη χώρα σε αποστολή αυτοκτονίας και ο υπουργός Δικαιοσύνης παραιτείτο κατηγορώντας τον για διαφθορά. Ο ίδιος ο Μπολσονάρου υπονόμευε τις προσπάθειες του συστήματος υγείας, έκανε χαώδεις εμφανίσεις στην τηλεόραση και υπαινισσόταν ότι θα ηγηθεί πραξικοπήματος.
Η αυξανόμενη δημοτικότητά του δείχνει πώς η κρίση του κορονοϊού μπορεί να αξιοποιηθεί ώστε να οδηγήσει σε μια πολιτική μεταμόρφωση. Ο Μπολσονάρου μπορεί να μεγάλωσε σε μια φτωχή περιοχή του Σάο Πάολο, αλλά δεν ήταν ποτέ ένας πολιτικός των φτωχών. Οι υποστηρικτές του ανήκαν πάντα στις μεσαίες και ανώτερες τάξεις. Στη διάρκεια της πανδημίας, όμως, άρχισαν να περιλαμβάνουν και φτωχούς. Η πανδημία ήταν πιο φονική γι’αυτούς. Αλλά λαμβάνουν οικονομική βοήθεια από τον Μπολσονάρου και σε αντάλλαγμα τον στηρίζουν.
«Πολλοί βλέπουν τους τελευταίους δύο με τρεις μήνες χρήματα που δεν είχαν δει ποτέ ως τώρα», σημειώνει ο Σέζαρ Ζούκο, ένας πολιτικός επιστήμονας από το Ιδρυμα Getulio Vargas. «Και ακόμη δεν έχουν δει τον ιό».
Στη διάρκεια της πανδημίας, ο Μπολσονάρου έδωσε προτεραιότητα στην οικονομία, καλώντας τις επιχειρήσεις να παραμείνουν ανοιχτές και επιμένοντας ότι η ζωή πρέπει να συνεχιστεί με όποιο κόστος. Τα μέσα ενημέρωσης και οι ελίτ τον επέκριναν για τη στάση του αυτή. Αλλά οι φτωχοί, που δεν μπορούν να ζήσουν αν δεν δουλέψουν, την εκτίμησαν.
«Καταλαβαίνουν ότι είναι σημαντική η μάχη κατά του κορονοϊού, αλλά η Βραζιλία δεν έχει την πολυτέλεια της κοινωνικής απομόνωσης», λέει η Εστέρ Σολάνο, μια πολιτική επιστήμονας από το Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο. Ο Μπολσονάρου κέρδισε έτσι περισσότερα κάνοντας λιγότερα. Τις τελευταίες εβδομάδες μιλάει ελάχιστα. Οι μετριοπαθείς τόνοι του και η παροχή οικονομικής βοήθειας αντιστάθμισαν την πολιτική ζημιά από την πανδημία.
«Είναι ισχυρότερος απ’ ό,τι πριν από την πανδημία», τονίζει η Σολάνο. Και πουθενά δεν είναι μεγαλύτερη η αύξηση της δημοτικότητάς του απ’ ό,τι στα βορειοανατολικά. Στο Γκουαρίμπας, για παράδειγμα, όπου το 2018 το 98% των 4.500 κατοίκων ψήφισαν κατά του Μπολσονάρου, τώρα πολλοί αναθεωρούν τη στάση τους. Οι λόγοι δεν είναι ιδεολογικοί, αλλά πρακτικοί.
Kανείς δεν ξέρει πόσο θα κρατήσει η υποστήριξη αυτή των φτωχών προς τον πρόεδρο. Οι οικονομολόγοι λένε ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να συνεχίσει να δίνει αυτά τα χρήματα, καθώς η επιβάρυνση για την οικονομία είναι 10 δισεκατομμύρια δολάρια τον μήνα. Κι αν σταματήσει αυτή η βοήθεια, οι φωνές για παραπομπή του Μπολσονάρου σε δίκη θα αρχίσουν και πάλι να ακούγονται.
(*) Ο Τέρενς ΜακΚόι είναι ανταποκριτής της Washington Post στο Ρίο ντε Ζανέιρο
(Πηγή: Washington Post)