Διαφορά 14 μονάδων μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ, εν μέσω της πανδημίας και της διαχείρισης της κρίσης από την κυβέρνηση, καταγράφει μεγάλη δημοσκόπηση που διενήργησε η εταιρεία Κάπα Research. Συγκεκριμένα, το κυβερνών κόμμα λαμβάνει ποσοστό 37.4% ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ 23,4%. Ακολουθεί το Κίνημα Αλλαγής με 6%, το ΚΚΕ με 5,1%, η Ελληνική Λύση, με 2,4%, το Μέρα25 με 2,8.
Παρατηρείται, πάντως, μια πτώση της ΝΔ κατά 1,7 μονάδες σε σύγκριση με τον Ιούνιο ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίζει 1.1 μονάδες. Να σημειωθεί δε ότι τον Απρίλιο του 2020 η Νέα Δημοκρατία είχε φτάσει στο υψηλότερο ποσοστό με 41,2%, όταν όλοι πίστευαν ότι η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης ήταν η καλύτερη δυνατή.
Στην παράσταση νίκης η ΝΔ λαμβάνει ποσοστό 65% ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ μόλις 20%. Καταλληλότερος για πρωθυπουργός κρίνεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης με 43% και ακολουθεί ο Αλέξης Τσίπρας με 25% και «κανένας από τους δυο» με 29%.
Εξι στους 10 πολίτες δεν θέλουν σε καμιά περίπτωση σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ ενώ μάλλον όχι λέει και το 15%.
Τα κριτήρια για το πώς θα ψήφιζαν οι πολίτες αν είχαμε σήμερα εκλογές είναι (δύο επιλογές): Οικονομία με ποσοστό 40%, πανδημία και άλλα θέματα υγείας με 30%, εθνικά θέματα με 26%, ασφαλιστικό, εργασιακά, συντάξεις με 25% και Παιδεία με 16%.
Αναφορικά με την αξιολόγηση της διαχείρισης της κρίσης από την κυβέρνηση, οι απόψεις πλέον διίστανται και έχει χαθεί η ευρεία αποδοχή. Από το 91% τον Μάρτιο η θετική ή μάλλον θετική άποψη έχει πέσει στο 48% και η αρνητική από το μόλις 8% έχει πάει στο 48%.
Αρνητικά κρίνει τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ στην κρίση ο κόσμος, σε ποσοστό 64% ενώ σε μια υποθετική ερώτηση πώς θα διαχειριζόταν την κρίση η αξιωματική αντιπολίτευση το 44% λέει χειρότερα ή μάλλον χειρότερα και το 30% σίγουρα ή μάλλον καλύτερα.
Τα καμπανάκια για την κυβέρνηση χτυπούν και ως προς το πού πρέπει να δώσει βάρος αλλά και τι ευθύνεται για την έκρηξη της πανδημίας. Το 57% (έως 3 απαντήσεις) ζητά προσλήψεις υγειονομικού προσωπικού, το 44% οικονομική στήριξη εργαζόμενων και άνεργων, το 37% τη δημιουργία επιπλέον ΜΕΘ και το 36% στήριξη ων αδύναμων.
Ο συνωστισμός στα ΜΜΜ είναι για το 77% η βασική αιτία για το δεύτερο κύμα ενώ το 72% λέει οι ανεπάρκειες και οι ελλείψεις του συστήματος υγείας και το 70% το άνοιγμα του τουρισμού.
Τσιόδρας και Χαρδαλιάς
Το 60% εμπιστεύεται πολύ ή αρκετά τον καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα ενώ υπάρχει κι ένα ισχυρό 38% που λέει ότι τον εμπιστεύεται λίγο ή καθόλου. Στο 46% είναι ο βαθμός εμπιστοσύνης στον Νίκο Χαρδαλιά ενώ το 53% τον εμπιστεύεται λίγο ή καθόλου.
Φόβοι για την οικονομία
Οι μισοί Ελληνες (51%) υποστηρίζουν ότι έχουν επηρεαστεί πολύ ή αρκετά αρνητικά τα εισοδήματα του νοικοκυριού τους από την κρίση του κοροναϊού. Το 40% τονίζει ότι θα έχει υποστεί ζημιά η οποία μάλλον θα αποκατασταθεί όταν αρθούν τα περιοριστικά μέτρα, ενώ 22% λέει ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά.
Απαισιόδοξοι οι πολίτες και για τα μακροοικονομικά καθώς το 63% διαφωνεί ή μάλλον διαφωνεί ότι η ύφεση θα είναι μεγάλη αλλά θα υπάρξει σημαντική ανάκαμψη από το 2021.
Η πανδημία
Γενικά στους πολίτες επικρατεί φόβος, απαισιοδοξία, άγχος, ανασφάλεια και αβεβαιότητα για το μέλλον, αλλά και πλήξη και βαρεμάρα για το lockdown. Αυτά είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα των πολιτών οι οποίοι σε ποσοστό 43% λένε ότι μπορούν να συνεχίσουν να ζουν σε καραντίνα αλλά όχι για μεγάλο διάστημα ενώ ένας στους τέσσερις (25%) δεν αντέχει άλλο.
Ανάλυση Αλέξη Ρουτζούνη (Υπεύθυνος Πολιτικών Ερευνών Κάπα Research)
Μετά τους θερινούς μήνες της χαλαρότητας, το δεύτερο κύμα της πανδημίας του κοροναϊού έρχεται να υπενθυμίσει τον μεγάλο κίνδυνο. Η ελληνική κοινωνία φοβάται, η σκέψη όλων γυρίζει γύρω από την υγεία των οικείων προσώπων. Η αβεβαιότητα για τη συνολική πορεία της χώρας, η ανησυχία για την κατάσταση της οικονομίας και τις εξελίξεις στα εθνικά θέματα – που άλλοτε στοιχειοθετούσαν τη δημόσια ατζέντα – αν και εξακολουθούν να θεωρούνται σημαντικά, έρχονται, αυτόματα σχεδόν, σε δεύτερη-τρίτη μοίρα.
«Επιβεβλημένη κίνηση» το δεύτερο lockdown
Η ελληνική κοινωνία αποδέχεται το δεύτερο lockdown – 7 στους 10 το θεωρούν επιβεβλημένη κίνηση – με την ίδια ανησυχία (76% – με άνοδο 18 μονάδων από τον Σεπτέμβριο) που βίωσε και εκείνο του Μαρτίου-Απριλίου, αλλά με λιγότερες αντοχές, πιο έντονο εκνευρισμό και περισσότερο στρες.
Το δεύτερο κύμα της πανδημίας – σαφώς πιο «απτό» και θανατηφόρο από το πρώτο – ορίζει εκ νέου τον τρόπο που οι Έλληνες αντιλαμβάνονται την κρίση συνολικά: είναι, πλέον, μια κρίση πρωτίστως υγειονομική (52% από 13% τον Απρίλιο) και λιγότερο μια κρίση οικονομική (45% από 84%), ενώ, ταυτόχρονα, η υγειονομική της πλευρά (61% – με αύξηση 8 μονάδων) ξεπερνά κατά πολύ την οικονομική (46% – με πτώση 8 μονάδων) στην ιεράρχηση που κάνουν οι πολίτες στα θέματα που τους ανησυχούν.
9 στους 10 τηρούν σχολαστικά τα μέτρα
Η αυξημένη ανησυχία, ωστόσο, έχει και θετικές παρενέργειες: 9 στους 10 δηλώνουν σήμερα ότι τηρούν τα μέτρα πολύ και αρκετά σχολαστικά (88% – με αύξηση 16 μονάδων από τον Σεπτέμβριο), ενώ αυξάνεται και η εμπιστοσύνη μεταξύ των πολιτών στην τήρηση των μέτρων αυτών (στο 51% με άνοδο 12 μονάδων από τον Σεπτέμβριο).
Σε αποδρομή οι αρνητές του εμβολιασμού
Με αντίστοιχο τρόπο επιδρούν οι θετικές εξελίξεις και στο μέτωπο του εμβολίου κατά του κορωνοϊού: σε σύγκριση με την τελευταία μέτρηση του Σεπτεμβρίου, μειώνονται σημαντικά κατά 10 μονάδες – στο 25% – οι λεγόμενοι «αρνητές» του εμβολιασμού, με το 75% των πολιτών να δηλώνει σήμερα πως προτίθεται – έστω και υπό προϋποθέσεις – να κάνει το εμβόλιο όταν αυτό είναι διαθέσιμο.
Ποιοι ευθύνονται για το δεύτερο κύμα
Οι ευθύνες για το ξέσπασμα του δεύτερου κύματος βαρύνουν περισσότερο τους χειρισμούς και την προετοιμασία των αρχών (55%) και λιγότερο την ανυπακοή των πολιτών (37%), με επίκεντρο του καταμερισμού της ευθύνης να αποτελούν κατά σειρά: ο συνωστισμός των ΜΜΜ (93%), οι ελλείψεις του συστήματος υγείας (77%) και το άνοιγμα του τουρισμού το καλοκαίρι (72%). Υπό αυτό το πρίσμα, δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί το γεγονός ότι η πολυσυζητημένη «ατομική ευθύνη» του Μαρτίου-Απριλίου είναι, σήμερα, περισσότερο προϊόν ατομικής, φοβικής συμπεριφοράς παρά κοινωνική, ώριμη πράξη πρόληψης.
Στο ίδιο το μέτωπο της διαχείρισης της πανδημίας, παρά την ένταση του δεύτερου κύματος και τις ευθύνες που η κοινωνία τής επιρρίπτει, η κυβέρνηση διατηρεί τη θετική αξιολόγηση στα επίπεδα του 48%, σημειώνοντας στατιστικά μη σημαντική κάμψη 2 ποσοστιαίων μονάδων από τον Σεπτέμβριο. Παράλληλα, οι βασικοί διαχειριστές της κρίσης, Σωτήρης Τσιόδρας και Νίκος Χαρδαλιάς, συγκεντρώνουν υψηλά – δεδομένης της μεγάλης χρονικής διάρκειας της κρίσης – επίπεδα εμπιστοσύνης (60% και 46% αντίστοιχα).
Αναμφίβολα, η κοινωνία συμμορφώνεται με τις υποδείξεις στη διαχείριση της κρίσης, μένει να αποδειχθεί εάν δεσμεύεται κιόλας έναντι της ηγεσίας της χώρας. Επιπρόσθετα, θετικής αποδοχής (44%) χαίρει και η πρόταση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τον ορισμό υπουργού υγείας κοινής αποδοχής, ενώ καθίσταται σαφές ότι η Ε.Ε., με θετικές αξιολογήσεις μόνο από το 36%, πρέπει να επισπεύσει τις όποιες ενέργειες αφορούν στην αντιμετώπιση της πανδημίας.
«Θα τα καταφέρουμε»
Όπως και κατά τη διάρκεια της δύσκολης δεκαετίας του 2010, οι Έλληνες διατηρούν την αισιοδοξία τους, την πίστη σε μια συλλογική επιτυχία, «θα τα καταφέρουμε παρά τις δυσκολίες».
Σε πολιτικό επίπεδο, τα παραπάνω φαίνεται να μην αλλάζουν ουσιαστικά το σκηνικό: παρά το μερικό ξεφούσκωμα από τα υψηλά του Απριλίου, η Νέα Δημοκρατία αντέχει στην πίεση του δεύτερου κύματος διατηρώντας ευρύ προβάδισμα της τάξεως των 14 μονάδων στην πρόθεση ψήφου (ΝΔ: 37,4% – ΣΥΡΙΖΑ: 23,4%), ευρύτερο προβάδισμα στην παράσταση νίκης (ΝΔ:65% – ΣΥΡΙΖΑ:20%), ενώ η υπεροχή του πρωθυπουργού επιβεβαιώνεται και στον δείκτη καταλληλότερου πρωθυπουργού (Κυριάκος Μητσοτάκης: 43% – Αλέξης Τσίπρας: 25%).
Το πολιτικό μαξιλάρι
Παραμένει αδιευκρίνιστο εάν το δεύτερο και υψηλότερης πίεσης κύμα της πανδημίας προκαλεί τη μερική φθορά της κυβέρνησης ή το γεγονός ότι η ατζέντα απομακρύνεται από τα θέματα της οικονομίας την ευνοεί και της χορηγεί ένα προβάδισμα πρωτοφανούς διάρκειας και εύρους (χωρίς προηγούμενο στα 30 χρόνια που η Κάπα Research διενεργεί έρευνες εκλογικής συμπεριφοράς). Πιθανότατα επενεργούν και τα δύο.
Το βέβαιο είναι ότι η επιτυχής διαχείριση του πρώτου κύματος δημιούργησε αξιοσημείωτο πολιτικό κεφάλαιο για την κυβέρνηση. Σήμερα, είναι αυτό το επιπλέον πολιτικό κεφάλαιο που ξοδεύεται στη διαχείριση του δεύτερου κύματος/lockdown, χωρίς συνέπειες στην κυβερνητική σταθερότητα.
Αυτό το πολιτικό «μαξιλάρι» κουμπώνει με το οικονομικό «μαξιλάρι» των 32 δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης και προσφέρει στον πρωθυπουργό πολιτική νηνεμία και ευχέρεια κινήσεων στις δύσκολες μέρες που έρχονται.