Με μία σειρά από δημοσιεύσεις στο Twitter, ο δικηγόρος Βασίλης Σωτηρόπουλος αναλύει το μεγάλο θέμα της καταγγελίας ενός περιστατικού σεξουαλικής κακοποίησης και της επιδίωξης απόδοσης Δικαιοσύνης.
Ο Β. Σωτηρόπουλος ο οποίος ασχολείται με ζητήματα προστασίας προσωπικών δεδομένων, διαφάνειας, πνευματικής ιδιοκτησίας και ανθρώπινων δικαιωμάτων, γράφει:
“Η καταγγελία ενός περιστατικού σεξουαλικής κακοποίησης (είτε πρόκειται για βιασμό είτε για άλλες πράξεις παρενόχλησης) και η επιδίωξη της απόδοσης Δικαιοσύνης είναι από τα πιο πολύπλοκα ζητήματα της νομικής επιστήμης και πράξης.
Προβλήματα απόδειξης (γιατί αυτά συνήθως γίνονται χωρίς μάρτυρες), κίνδυνος έκθεσης σε νομική αντεπίθεση (για συκοφαντική δυσφήμηση ή και ψευδή καταμήνυση), παραγραφή αδικημάτων όταν έχουν γίνει πριν πολλά χρόνια, μεταβολή νομικού πλαισίου που πλέον μπορεί να τιμωρεί αυστηρά μια πράξη που όταν τελέστηκε ήταν χαμηλότερης απαξίας κι άρα εφαρμόζεται ο ηπιότερος νόμος. Όλα αυτά καθιστούν εξαιρετικά σύνθετες και δυσεπίλυτες τις υποθέσεις σε δικαστικό επίπεδο.
Η εξίσωση γίνεται σχεδόν άλυτη, όταν σε αυτά εμπλέκεται και η δημοσιοποίηση ονομάτων, οπότε υπεισέρχεται η νομοθεσία για την προστασία προσωπικών δεδομένων που σταθμίζεται με την ελευθερία της έκφρασης του θύματος και το τεκμήριο αθωότητας και των δύο μερών: και του φερόμενου ως δράστη που τεκμαίρεται αθώος μέχρι την τυχόν ποινική καταδίκη του, αλλά και του φερόμενου θύματος ως προς την διάδοση των ισχυρισμών και του ονόματος.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο προστατεύει έντονα το δικαίωμα των θυμάτων να βγουν στην δημοσιότητα και να κατονομάσουν δράστες, ακόμη και με ιδιαίτερα γραφικές λεπτομέρειες.
Η ιδιότητα του θύματος επιτρέπει ένα ευρύτερο πεδίο ελευθερίας της έκφρασης, καθώς είναι η έκφραση του ατόμου που υπέστη την κακοποίηση (Απόφαση Κανελλοπούλου κατά Ελλάδας, ΕΔΔΑ, 2007).
Δεν ξέρω αν θα φτάσουμε ποτέ στο επίπεδο ωριμότητας να μιλήσουν όχι μόνο τα θύματα για το περιστατικό, αλλά και να αναλάβουν την ίδια ευθύνη δράστες, ιδίως όταν δεν μπορεί να αποδοθεί η Δικαιοσύνη πια (οπότε και δεν κινδυνεύουν τυπικά από ποινικές κυρώσεις).
Δηλαδή αναρωτιέμαι αν θα συμβούλευε ποτέ ένας επικοινωνιολόγος κάποιον καταγγελλόμενο να παραδεχτεί την πράξη, να ομολογήσει δημόσια, να ζητήσει συγγνώμη από το θύμα. Έστω ως μια στρατηγική για την διαχείριση της κρίσης.
Ως δικηγόρος, θα το συμβούλευα έντονα, αντί να αρχίσει μια δίκη που μπορεί με μεγάλες πιθανότητες να την κερδίσει, αλλά να χάσει για πάντα την τιμή και την υπόληψή του.
Η κύρωση της δημοσιοποίησης είναι πολύ βαριά, πολλοί είναι αυτοί που λυγίζουν και δεν αντέχουν ως το τέλος. Το ίδιο όμως ισχύει και για μια ενδεχόμενη ψευδή καταγγελία.
Σε μια τέτοια περίπτωση φυσικά και πρέπει κάποιος θιγόμενος να το φτάσει μέχρι τέλους δικαστικά.
Στην Γαληνοτάτη Βενετική Δημοκρατία οι πολίτες είχαν την δυνατότητα να υποβάλλουν ανώνυμες καταγγελίες απευθείας στον Δόγη, ρίχνοντας τις μέσα στο στόμα μιας μαρμάρινης κατασκευής που προοριζόταν για αυτό τον σκοπό.
Λέγονταν bocche di leone (στόμα λεόντος) και ήταν ένας αρχαίος τρόπος whistleblowing.
Χρειαζόμαστε ένα σύγχρονο στόμα λέοντος, με προστασία και για τις δύο πλευρές, με όρους κράτους δικαίου. Υπάρχει σίγουρα νομοθετικό κενό στην ελληνική νομοθεσία που δεν έχει οργανώσει έναν ασφαλή τρόπο για προστασία θυμάτων.
Υπάρχει από το 2019 η Οδηγία της Ε.Ε. που δεν έχει ακόμη ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο. Γιατί δεν αναλαμβάνουν οι βουλευτές μια πρωτοβουλία να επισημάνουν το κενό;
Είναι σοβαρή η πιθανότητα να εκτεθούν σε νέους κινδύνους τα θύματα που θα επιχειρήσουν να καταγγείλουν τους δράστες. Χρειάζεται λεπτομερέστατος νομικός σχεδιασμός εκ των προτέρων.
Γιατί αλλιώς μπορεί όλα να γίνουν μπούμερανγκ και το ελληνικό #metoo να κλείσει και να στερεύσει σε εξίσου μηδενικό χρόνο.
Η καταγγελία ενός περιστατικού σεξουαλικής κακοποίησης (είτε πρόκειται για βιασμό είτε για άλλες πράξεις παρενόχλησης) και η επιδίωξη της απόδοσης Δικαιοσύνης είναι από τα πιο πολύπλοκα ζητήματα της νομικής επιστήμης και πράξης.
— Sotiropoulos (@Sotiropoulos) January 17, 2021