Οι εμβολιασμοί κατά του κορωνοϊού στο Ισραήλ έχουν ήδη εμφανή θετικό αντίκτυπο στον αριθμό των νοσηλευόμενων άνω των 60 ετών, αλλά την ίδια στιγμή η έλευση της βρετανικής μετάλλαξης έχει επαναφέρει σε ανοδική τροχιά τα συνολικά ημερήσια κρούσματα.
Το εξαιρετικά μεταδοτικό στέλεχος B117 του νέου κορωνοϊού έχει αρχίσει να γεμίζει τα νοσοκομεία στο Ισραήλ με ασθενείς, όπως έκανε στη Βρετανία, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία. Παρά το εκτεταμένο lockdown, εξακολουθεί να το κάνει.
Όπως αναφέρει σε άρθρο του το Economist, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Sars-Cov-2 έχει αναπτύξει νέα βιολογικά κόλπα μετά την πάροδο ενός χρόνου στον οποίο μόλυνε περισσότερα από 100 εκατομμύρια άτομα. Όμως, η σχεδόν ταυτόχρονη άφιξη όχι μόνο του B117 αλλά και του B1351, το οποίο είναι τώρα το κυρίαρχο στέλεχος στη Νότια Αφρική, και της P1, μιας παραλλαγής που πρωτοεμφανίστηκε στη Βραζιλία, καθιστά την έναρξη των μαζικών εμβολιασμών ένα πιο περίπλοκο και συγκεχυμένο εγχείρημα από ό, τι θα περίμενε κανείς όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα ενθαρρυντικά στοιχεία για ασφαλή και αποτελεσματικά εμβόλια.
Σύμφωνα με το Economist, το πόσο γρήγορα μπορούν να εξαπλωθούν οι διάφορες νέες παραλλαγές, το πόσο καλά λειτουργούν τα σημερινά εμβόλια και το πόσο σύντομα τα νέα εμβόλια προσαρμόζονται καλύτερα σε αυτά – και στις άλλες παραλλαγές που θα εμφανίζονται θα καθορίσει την πορεία της πανδημίας.
Όπως υπενθυμίζει το Economist, από τις 10 Φεβρουαρίου, τουλάχιστον εννέα εμβόλια είχαν εγκριθεί για χρήση σε μία ή περισσότερες χώρες. Το εμβόλιο των Pfizer/BioNTech, το πρώτο που κυκλοφόρησε, έχει πλέον εγκριθεί για χρήση σε 61 χώρες, καθώς και για επείγουσα χρήση από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.
Ο αριθμός των δόσεων που έχουν χορηγηθεί, 148 εκατομμύρια, υπερβαίνει τον αριθμό των επιβεβαιωμένων περιπτώσεων covid-19 που καταγράφηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας. Όλα τα εμβόλια φαίνονται πολύ αποτελεσματικά στην πρόληψη σοβαρών περιστατικών covid-19 που μπορούν να οδηγήσουν σε νοσηλεία ή / και θάνατο. Σε δοκιμές που συνέκριναν τους εμβολιασμένους με ομάδες ελέγχου, η αποτελεσματικότητα με την οποία τα διάφορα εμβόλια απέτρεψαν αυτά τα συμπτώματα ήταν 85-100%.
Η αποτελεσματικότητά τους έναντι όλων των συμπτωματικών περιπτώσεων της νόσου ήταν χαμηλότερη, κυμαινόμενη μεταξύ 66% και 95%. Οι διαφορές στην αποτελεσματικότητα οφείλονται εν μέρει σε εγγενείς διαφορές μεταξύ των εμβολίων. Κάποιες δοκιμές γίνονται σύμφωνα με διαφορετικά πρωτόκολλα και σε διαφορετικούς πληθυσμούς, μερικές φορές εναντίον διαφορετικών παραλλαγών του ιού. Το γενικό μήνυμα, ωστόσο, είναι αρκετά σαφές. Τα εμβόλια καθιστούν τις σοβαρές περιπτώσεις πολύ σπάνιες και οι ήπιες έως μέτριες περιπτώσεις που προκαλούνται από το αρχικό στέλεχος του ιού είναι πολύ πιο σπάνιες από ότι θα ήταν σε διαφορετική περίπτωση.
Εμβόλια και μεταδοτικότητα
Αυτά είναι αναμφίβολα καλά νέα, επισημαίνει το Economist. Τα εμβόλια μειώνουν τον αριθμό των θανάτων και την πίεση στα νοσοκομεία. Αλλά η κατάσταση δεν είναι τέλεια, τονίζει το Economist. Κατ’ αρχάς, οι ήπιες και μέτριες περιπτώσεις μπορεί να είναι χειρότερες από ότι ακούγονται. Πολλές περιπτώσεις «μακράς covid», μιας εξουθενωτικής μορφής της νόσου στην οποία κάποια συμπτώματα διαρκούν για μήνες, προκλήθηκαν από λοιμώξεις που δεν ήταν αρκετά σοβαρές ώστε να απαιτούν εισαγωγή στο νοσοκομείο. Δεν είναι ακόμη σαφές αν η «μακρά covid» είναι λιγότερο πιθανό να πλήξει άτομα που έχουν εμβολιαστεί.
Επιπλέον, οι δοκιμές δεν αποκαλύπτουν τι αποτέλεσμα έχουν τα εμβόλια όσον αφορά τη μετάδοση. Όπως επισημαίνει η Νάταλι Ντιν, βιοστατιστικολόγος στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντα, υπάρχουν δύο τρόποι με τους οποίους μπορεί κανείς να φανταστεί ότι ένα εμβόλιο οδηγεί στο είδος προστασίας που φαίνεται να παρέχουν τα εμβόλια κατά του κορωνοϊού.
Στον έναν από αυτούς, εμφανίζεται ο ίδιος αριθμός λοιμώξεων με αυτόν που θα εμφανιζόταν και χωρίς εμβολιασμούς, αλλά οι συνέπειες αυτών των λοιμώξεων υποβαθμίζονται σημαντικά. Έτσι, σχεδόν όλες οι λοιμώξεις που θα οδηγούσαν σε σοβαρές περιπτώσεις οδηγούν σε μέτριες ή ήπιες περιπτώσεις, και πολλές από τις λοιμώξεις που θα είχαν οδηγήσει σε μέτριες ή ήπιες περιπτώσεις δεν παράγουν καθόλου συμπτώματα. O άλλος τρόπος είναι να μειωθεί ο συνολικός αριθμός των λοιμώξεων, αλλά η αναλογία των σοβαρών προς ήπιων έως ασυμπτωματικών περιπτώσεων να παραμείνει περίπου η ίδια. Ο ήδη χαμηλός αριθμός θανάτων και νοσηλείας συρρικνώνεται σε βαθμό που σχεδόν εξαφανίζεται. Ο αριθμός των ήπιων περιπτώσεων υποχωρεί, όπως και ο αριθμός των ασυμπτωματικών περιπτώσεων.
Η κύρια διαφορά μεταξύ των δύο σεναρίων, είναι ότι στο ένα αυξάνονται οι ασυμπτωματικές περιπτώσεις και στο άλλο πέφτουν. Στον πραγματικό κόσμο, σημειώνει το Εconomist, συμβαίνει κάτι και από τα δύο σενάρια: μείωση των συνολικών λοιμώξεων συνολικά και μείωση των συμπτωμάτων, με διαφορετικά εμβόλια να προσφέρουν διαφορετικά προφίλ.
Ωστόσο, υπογραμμίζει το βρετανικό περιοδικό, εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά διδακτικό να έχουμε κατά νου τα δύο διαφορετικά σενάρια. Τα εμβόλια που δεν κάνουν κάτι περισσότερο από το να υποβαθμίζουν τη νοσηρότητα των συμπτωμάτων θα κάνουν σχετικά λίγα για να σταματήσουν την εξάπλωση του ιού. Από την άλλη, τα εμβόλια που περιορίζουν τον αριθμό των λοιμώξεων, θα έχουν μεγάλο αντίκτυπο στον διαβόητο πλέον συντελεστή R της επιδημίας. Αν χαλαρώσουν οι γνωστές ως «μη φαρμακευτικές παρεμβάσεις» – μάσκες, κοινωνικές αποστάσεις, παραγγελίες στο σπίτι και τα παρόμοια – αυτή η διαφορά θα αρχίσει να έχει μεγάλη σημασία.
Μερικά άτομα δεν θα εμβολιαστούν, είτε λόγω υποκείμενου νοσήματος που το καθιστά τον εμβολιασμό επικίνδυνο για αυτούς, είτε επειδή δεν υπάρχουν αρκετά εμβόλια για όλους ή επειδή θα επιλέξουν να μην το κάνουν. Αν τα εμβόλια απλώς κάνουν πιο ήπια τα συμπτώματα, τότε αυτοί οι μη εμβολιασμένοι θα διατρέχουν κίνδυνο. Αν καθιστούν τον ιό λιγότερο μεταδοτικό, ο κίνδυνος θα μειωθεί.
Συνεπώς, ένα εμβόλιο που είναι πολύ αποτελεσματικό στην πρόληψη της μετάδοσης θα είναι ιδιαίτερα χρήσιμο, υποστηρίζει το Economist. Σύμφωνα με μοντέλο του Imperial College London, αν όλες οι άλλες παράμετροι είναι σταθερές, ένα εμβόλιο που μπλοκάρει το 40% των κρουσμάτων και έτσι αποτρέπει κατά 40% τα περιστατικά νόσησης θα είχε παρόμοιο αντίκτυπο στον αριθμό των θανάτων με ένα εμβόλιο που αποτρέπει κατά 80% τα περιστατικά νόσησης, αλλά αφήνει τον αριθμό των κρουσμάτων ανέγγιχτο.
Οι επιδημιολόγοι περιμένουν με ανυπομονησία αποτελέσματα που θα τους δείξουν πόσο αποτελεσματικά είναι τα υπάρχοντα εμβόλια στη μείωση των ασυμπτωματικών λοιμώξεων και της μεταδοτικότητας. Τα στοιχεία από το Ισραήλ δείχνουν ότι το ιικό φορτίο σε επιχρίσματα από μολυσμένα άτομα είναι χαμηλότερο αν έχουν εμβολιαστεί. Κλινικές δοκιμές του εμβολίου Oxford / AstraZeneca υποδηλώνουν ότι το εμβόλιο μπορεί να μειώσει κατά το ήμισυ τις λοιμώξεις, όπως ανιχνεύθηκαν με τεστ PCR. Τέτοια αποτελέσματα δείχνουν ότι τα εμβόλια κατά του κορωνοϊού είναι πιθανό να μειώσουν τη συνολική μετάδοση του ιού. Ωστόσο, θα χρειαστούν μήνες για να γίνει κατανοητό σε ποιο ακριβώς βαθμό περιορίζεται η μετάδοση και πόσο ποιο αποτελεσματικά είναι ορισμένα εμβόλια στον περιορισμό της μετάδοσης σε σχέση με άλλα.
Ο παράγοντας των νέων παραλλαγών
Αλλά όπως επισημαίνει το Economist, υπάρχει η περαιτέρω επιπλοκή των νέων παραλλαγών. Τα εμβόλια φαίνεται να μην έχουν ιδιαίτερο πρόβλημα με το στέλεχος B117. Απλώς περιπλέκει τα πράγματα περνώντας από τα μη ανοσοποιημένα μέρη του πληθυσμού κάπως πιο γρήγορα. Το B1351, το οποίο έχει πλέον βρεθεί σε περισσότερες από 30 χώρες, προκαλεί μεγαλύτερη ανησυχία. Τουλάχιστον τρία εμβόλια – αυτά των Οξφόρδης/ AstraZeneca, J&J και Novavax – έχουν βρεθεί ότι είναι λιγότερο αποτελεσματικά απέναντι σε αυτό το στέλεχος. Υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις ότι το στέλεχος P.1, το οποίο τώρα εντοπίζεται και σε ορισμένες χώρες πέρα από τη Βραζιλία, φαίνεται επίσης να είναι καλύτερο στο να αποφεύγει την ανοσία που δημιουργήθηκε από προηγούμενη μόλυνση και από κάποια άλλα εμβόλια.
Χώρες που έχουν ήδη εμβολιάσει πολλούς ανθρώπους θα μπορούσαν να επιστρέψουν πάλι στο μηδέν με τη διάδοση τέτοιων παραλλαγών. Η Βρετανία, όπου 13 εκατομμύρια άνθρωποι είχαν εμβολιαστεί από τις 10 Φεβρουαρίου και αρκετά ακόμα εκατομμύρια ανθρώπων έχουν μολυνθεί και έτσι έχουν κάποια ανοσία, προσπαθεί σκληρά να αποτρέψει το Β1351 από το να διεισδύσει στον πληθυσμό. Οι υγειονομικές αρχές πραγματοποιούν μαζικά τεστ σε γειτονιές όπου εντοπίστηκαν κρούσματα Β1351. Οι έλεγχοι στα σύνορα έχουν ενισχυθεί.
Αλλά δεν μπορούν να εντοπιστούν όλες αυτές οι νέες μεταλλάξεις στα σύνορα, προειδοποιεί το Economist. Οι μεταλλάξεις μπορούν να προκύψουν οπουδήποτε. Ωστόσο, μπορεί να υπάρχει ένα περιορισμένο φάσμα μεταλλάξεων για το οποίο οι πρέπει να ανησυχούμε. Όλες οι νέες παραλλαγές διαφέρουν από τον αρχικό ιό και μεταξύ τους με διάφορους τρόπους. Αλλά τα P.1 και B.1351 μοιράζονται και τα δύο μια συγκεκριμένη μετάλλαξη- που ονομάζεται τεχνικά Ε484Κ αλλά έχει λάβει το παρατσούκλι Eric ή Eek – που προκαλεί μια συγκεκριμένη αλλαγή στην πρωτεϊνη-ακίδα στο εξωτερικό του ιού. Η Eek έχει τώρα βρεθεί και σε μερικά δείγμα του Β117. Οι ερευνητές αρχίζουν να πιστεύουν ότι η αλλαγή που προκαλεί η Eek είναι αυτή που επιτρέπει σε αυτές τις παραλλαγές να μολύνουν ανθρώπους ακόμα κι αν έχουν εμβολιαστεί ή έχουν μολυνθεί προηγουμένως.
Θα ήταν υπέροχο αν δεν υπήρχαν στελέχη ανθεκτικά στο εμβόλιο. Αλλά δεδομένου ότι υπάρχουν, η πιθανότητα να χρησιμοποιούν όλα το ίδιο κόλπο προσφέρει κάποια ανακούφιση, υποστηρίζει το Economist. Συγκεκριμένα, υποδηλώνει ότι η Eek μπορεί να είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποφεύγουν οι νέες παραλλαγές ανοσολογικές αποκρίσεις που είναι ικανές να αντιμετωπίζουν το αρχικό στέλεχος. Αν όλες οι παραλλαγές χρησιμοποιούν το ίδιο τέχνασμα, η τροποποίηση των εμβολίων για προστασία έναντι μιας παραλλαγής μπορεί να προστατεύσει από όλες – και έναντι τυχόν μεταγενέστερων παραλλαγών. Αν ο ιός είχε βρει πληθώρα τρόπων για να αποφεύγει τις υπάρχουσες ανοσολογικές αντιδράσεις, τα πράγματα θα φαίνονταν πολύ χειρότερα, τονίζει το Economist.
Ανεξάρτητα από το αν η Eek αποδειχθεί καθοριστικής σημασίας, είναι προ των πυλών νέοι τρόποι διεύρυνσης της ανοσίας. Ορισμένοι κατασκευαστές εμβολίων αναπτύσσουν ενισχυτικές δόσεις που έχουν σχεδιαστεί για να βοηθήσουν τους ανθρώπους που εμβολιάστηκαν με παλαιότερες εκδοχές των εμβολίων να αντιμετωπίσουν νέες παραλλαγές. Άλλοι αναπτύσσουν εμβόλια που προορίζονται να λειτουργήσουν άμεσα για πολλές παραλλαγές.
Τα τροποποιημένα εμβόλια δεν θα χρειάζεται να υποβληθούν σε κλινικές δοκιμές μεγάλης κλίμακας για να αποδείξουν την αποτελεσματικότητά τους, όπως συμβαίνει και με τα εμβόλια της εποχικής γρίπης. Η Εθνική Υπηρεσία Υγείας (NHS) της Βρετανίας αρχίζει ήδη να σχεδιάζει έναν γύρο ενισχυτικών εμβολιασμών με στόχο νέες παραλλαγές για το φθινόπωρο.
Θα χρειαστεί τύχη, επιμέλεια και σκληρή δουλειά, αλλά «η μαγεία» που ξεκίνησε στις αρχές του τρέχοντος έτους με τους εμβολιασμούς μπορεί να γίνει για να διαρκέσει για πολλά ακόμη χρόνια, καταλήγει το Economist.