Οι πλατφόρμες και το ποιος εντέλει «καθορίζει ποιος μπορεί να μιλήσει σε ποιον και υπό ποιους όρους» είναι ένα πεδίο μάχης για τη διακίνηση της πληροφορίας και τον πολιτικό ανταγωνισμό. Ολες οι πτυχές του θέματος αποκαλύπτονται σε ρεπορτάζ της Εφημερίδας των Συντακτών.
Στην Ελλάδα πρόσφατα είδαμε τα άγρια δόντια του. Μέχρι χτες το Facebook φαινόταν ένας χώρος απεριόριστης ελευθερίας, όπου ο καθένας μπορούσε να εκφράσει την άποψή του. Και πραγματικά, μια σειρά από ειδήσεις που η μονοφωνική χορωδία των φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ αγνοεί ή διαστρεβλώνει έγιναν ταχύτατα γνωστές μέσα από τα social media. Μέχρι που το μακρύ χέρι των αόρατων λογοκριτών αποφάσισε πως κάποιοι «δεν δικαιούνται… διά να ομιλούν».
Στην αρχή ήταν ορισμένες επικριτικές για την κυβέρνηση ιστοσελίδες. Στη συνέχεια η πρωτοβουλία εναντίον της εισόδου αστυνομίας στα πανεπιστήμια. Κι όταν το κίνημα αλληλεγγύης στον απεργό πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα άρχισε να γιγαντώνεται, το ψαλίδι έπεσε σε ενημερωτικές ιστοσελίδες, σε πανεπιστημιακούς και δικηγόρους, σε δημοσιογράφους και απλούς χρήστες που διακινούσαν υλικό από τις πορείες. Ολοι αυτοί οι άνθρωποι κόβονταν γιατί «παραβίασαν τους όρους της κοινότητας». Ποια είναι αυτή η «κοινότητα» και ποιος αποφασίζει ποιος θα λέει τι και σε ποιους;
Μια σειρά δημοσιευμάτων έδειχναν πως οι λογοκριτές δεν ήταν άλλοι από τους υπαλλήλους της Teleperformance, της εταιρείας που, όπως είχε αποκαλύψει η «Εφ.Συν.» σε συνεργασία με το Investigate Europe και το Reporters United (30/4/2020), ανέλαβε εν κρυπτώ τη διαχείριση της γραμμής του ΕΟΔΥ για τον κορονοϊό («Η μυστική συνεργασία ΕΟΔΥ – Teleperformance και τα 6 σκοτεινά σημεία της»). Η εταιρεία απάντησε ότι δεν εμπλέκεται στην επισκόπηση περιεχομένου ιδιωτών χρηστών και ότι «συνεργάζεται με το Facebook για να διασφαλίζει ότι γίνονται σεβαστές οι πολιτικές του που διέπουν τις διαφημίσεις».
Τι ακριβώς συμβαίνει σε αυτή τη μεγαλύτερη «χώρα» του πλανήτη με τα δισεκατομμύρια «κατοίκους»; Τι ακριβώς γίνεται στο μεγαλύτερο φόρουμ ανταλλαγής απόψεων στον κόσμο; Η συζήτηση για το τι συμβαίνει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στις ΗΠΑ πυροδοτήθηκε μετά τον αποκλεισμό του Ντόναλντ Τραμπ. Αυτή ήταν η πρώτη τόσο εμβληματική περίπτωση «αντίστροφης» λογοκρισίας.
Να έρχεται δηλαδή το ίδιο το μέσο και να λογοκρίνει τον πολιτικό -και μάλιστα τόσο μεγάλου βεληνεκούς- κατηγορώντας τον για συνεχή και κατάφωρη παραβίαση των κανονισμών του. Μέχρι τότε είχαμε συνηθίσει το αντίθετο: τις κυβερνήσεις, περισσότερο ή λιγότερο αυταρχικές, να επιχειρούν να ελέγξουν ή να φιμώσουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Συνηθισμένη τακτική στην Κίνα, στην Αίγυπτο, στην Τουρκία και σε πολλές άλλες χώρες.
Ενα τελευταίο παράδειγμα τέτοιας εξόφθαλμης λογοκρισίας είδαμε πριν από λίγες μέρες και στη χειμαζόμενη από τον κορονοϊό Ινδία, όπου το Τουίτερ κατόπιν απαίτησης της κυβέρνησης κατέβασε 52 αναρτήσεις χρηστών που επέκριναν τον τρόπο διαχείρισης της πανδημίας. Το επιχείρημα της ινδικής κυβέρνησης ήταν ότι το περιεχόμενό τους ήταν παραπλανητικό ή έσπερνε τον πανικό.
Ποιοι είναι, όμως, αυτοί που, κυριαρχώντας στην ψηφιακή ενημέρωση, αποφασίζουν πότε θα κατεβάσουν τον διακόπτη; Το 2016 για πρώτη φορά στην Ιστορία πέντε από τις έξι μεγαλύτερες εταιρείες του πλανήτη, με βάση τη χρηματιστηριακή αποτίμησή τους, έχουν ως βασικό πεδίο δραστηριότητας τις ψηφιακές υπηρεσίες και προϊόντα. Οι «GAFAM» (Google, Apple, Facebook, Amazon, Microsoft) ξεπέρασαν ακόμα και εταιρείες-σύμβολα του βιομηχανικού και χρηματιστικού καπιταλισμού, όπως είναι οι πετρελαϊκές και οι τράπεζες, δημιουργώντας ένα καινούργιο μοντέλο και παράδειγμα, τον «ψηφιακό καπιταλισμό».
Η ανατροπή στα δεδομένα αιώνων ως προς την πληροφορία και τη διακίνησή της μας αναγκάζει να αντιμετωπίσουμε σε νέα βάση τον διαμοιρασμό, την ιδιοκτησία, τη νομοθεσία σε σχέση με τη διακίνηση της πληροφορίας. Η επιστημονική έρευνα έχει δείξει πώς μέσα από αλγόριθμους περιορίζεται η αλληλεπίδραση μεταξύ των χρηστών, πώς κυριαρχούν τα μονοπώλια στον ψηφιακό κόσμο, αλλά και πώς οι εταιρείες συνεργάζονται με κυβερνήσεις που θέλουν να ασκήσουν πολιτικό έλεγχο στο διαδίκτυο.
Η «τεχνολογική δημοκρατία» την οποία θέτουν στο κέντρο της αφήγησής τους, από τους επιστήμονες μέχρι τους μάνατζερ των εταιρειών, η τεχνολογία που έγινε το «ιερό δισκοπότηρο του 20ού αιώνα», μάλλον διαψεύδει τους πιστούς της, αφού η χρήση του διαδικτύου και όλων των τεχνολογιών επικοινωνίας διαμορφώνεται από διαφορετικά πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Οι πλατφόρμες και το ποιος εντέλει «καθορίζει ποιος μπορεί να μιλήσει σε ποιον και υπό ποιους όρους» είναι ένα πεδίο μάχης για τη διακίνηση της πληροφορίας και τον πολιτικό ανταγωνισμό και στον ψηφιακό όπως και στον αναλογικό κόσμο.
Οι δύο όψεις της λογοκρισίας του Ντόναλντ Τραμπ και η υπερδύναμη των «GAFAM»
Και ξανά προς τη δόξα τραβά; Ο λόγος για τον Ντόναλντ Τραμπ, τον ανεκδιήγητο και ασυγκράτητο μεγιστάνα και πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, ο οποίος ανακοίνωσε πρόσφατα, μέσω στενού συνεργάτη του, ότι σύντομα θα επιστρέψει δυναμικά στα σόσιαλ μίντια. Οχι όμως μέσα από τις γνωστές μας πλατφόρμες, οι οποίες τον απέκλεισαν οριστικά μετά τα αιματηρά γεγονότα στο Καπιτώλιο, αλλά με μια δική του, που θα λανσάρει μέχρι τον Μάιο-Ιούνιο θεωρητικά και, όπως υπόσχεται, «θα αλλάξει τα δεδομένα του παιχνιδιού».
Ο αποκλεισμός του Τραμπ από το Twitter –για πάντα, όπως τόνισε και πρόσφατα ο οικονομικός διευθυντής του μέσου, Νεντ Σίγκαλ– καθώς και από το Facebook, το θυγατρικό του Instagram, το Snaptchat και μέχρι νεωτέρας από το Youtube, πυροδότησε ολόκληρη αλυσίδα συζητήσεων. Οσο κι αν χάρηκαν πολλοί γιατί επιτέλους τιμωρήθηκε ο ρατσιστικός λόγος, άλλοι τόσοι προβληματίστηκαν για το προηγούμενο που δημιουργεί αυτή η απόφαση. Πόσο μάλλον, όταν αυτή εναπόκειται στη βούληση μιας ιδιωτικής εταιρείας και δεν απορρέει από κάποιο δημόσιο ρυθμιστικό πλαίσιο.
Ο αποκλεισμός του Τραμπ ήταν η πιο καραμπινάτη ώς τώρα περίπτωση λογοκρισίας, έστω και για «καλό σκοπό». Αυτό, αφού τους προηγούμενους μήνες ο λογαριασμός του είχε τεθεί αρκετές φορές σε προσωρινό περιορισμό, ενώ σε πολλές αναρτήσεις του έμπαινε σχεδόν καθημερινά η ειδική επισήμανση «παραπλανητική» ή «ψευδές περιεχόμενο».
Ως τότε, πέρα από το σβήσιμο ορισμένων αναρτήσεων, όπως των προέδρων της Βραζιλίας Ζαΐρ Μπολσονάρο ή της Βενεζουέλας Νικολάς Μαδούρο για διασπορά fake news, καθώς και την προσωρινή αναστολή ορισμένων προφίλ στο Facebook και στο Instagram, δεν είχαμε δει κάποια άλλη τόσο ριζική κίνηση εναντίον πολιτικού προσώπου και μάλιστα τέτοιου βεληνεκούς.
Κάτι, πάντως, που επικρίθηκε και από πολιτικούς, όχι φίλα προσκείμενους στον Τραμπ, όπως η Μέρκελ, ο πρόεδρος του Μεξικού Α. Ομπραδόρ, ο Ευρωπαίος επίτροπος Αγοράς Τιερί Μπρετόν, ακόμα και ο ριζοσπάστης Δημοκρατικός γερουσιαστής Μπέρνι Σάντερς, ο οποίος είπε «δεν μου αρέσει να δίνω τόση εξουσία σε μια χούφτα ανθρώπους των μεγάλων εταιρειών τεχνολογίας».
«Πράξαμε το σωστό», έγραψε τότε σε μια μακροσκελή απάντησή του στο Twitter ο Τζακ Ντόρσεϊ, το αφεντικό του μέσου, «εξαιτίας του κινδύνου για μεγαλύτερη υποκίνηση σε βία». «Μια εταιρεία», ανέφερε μεταξύ πολλών άλλων, «η οποία λαμβάνει μια επιχειρηματική απόφαση για αυτορρύθμιση διαφέρει από μια κυβέρνηση που απαγορεύει την πρόσβαση στο διαδίκτυο, όσο κι αν η αίσθηση μπορεί να είναι η ίδια».
Η υπόθεση Τραμπ με όλα της τα παρελκόμενα έχει αυξήσει την πίεση προς την κυβέρνηση Μπάιντεν να πάρει στα σοβαρά το πρόβλημα με το μονοπώλιο των γιγάντων της τεχνολογίας, των Big Tech, όπως τις αποκαλούν στις ΗΠΑ, ενώ παραμένουν σε ισχύ οι αγωγές κατά των Google, Apple, Amazon και Facebook για μονοπωλιακές πρακτικές. Ο Τζο Μπάιντεν έχει πει πως περιμένει περισσότερες δράσεις από εταιρείες όπως το Facebook και το Twitter για τον περιορισμό του λόγου μίσους και των fake news, όπως κι ότι θέλει να καταργήσει τον νόμο που προστατεύει τις εταιρείες από μηνύσεις για το περιεχόμενο που αναρτούν οι χρήστες τους.
Τα αμερικανικά ΜΜΕ πάντως θεωρούν δείγμα γραφής το γεγονός ότι διορίζει σε θέσεις-κλειδιά δύο καθηγητές του Κολούμπια που έχουν διακριθεί για τις αντιμονοπωλιακές θέσεις τους. Τη Λίνα Χαν ως επικεφαλής στην Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου και τον Τιμ Γου, εμπνευστή του όρου «ουδετερότητα του διαδικτύου», στο Εθνικό Οικονομικό Συμβούλιο ως αρμόδιο για θέματα τεχνολογίας και ανταγωνισμού.
Δεν είναι καθόλου βέβαιο το κατά πόσο ο Μπάιντεν θα προχωρήσει στη θέσπιση ενός ρυθμιστικού πλαισίου για τις Βig Tech. Στο μεταξύ, δεν αποκλείεται να πάρουμε άλλη μια γεύση για τη δύναμή τους, πάλι με αφορμή τον Ντόναλντ Τραμπ, όπως σημείωνε ο έγκυρος βρετανικός ιστότοπος The Conversation: «Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τον Τραμπ αφορά το αν όλοι αυτοί οι πάροχοι, που στην πραγματικότητα αποτελούν τους φύλακες του διαδικτύου, θα δεχτούν να υποστηρίξουν την πλατφόρμα του. Ακόμα όμως κι αν το κάνουν, θα μπορούν ανά πάσα στιγμή να του διακόψουν την παροχή αν δεν ελεγχθεί η ακραία ρητορική των οπαδών του».
Προβληματική η δύναμη των εταιρειών να φιμώνουν φωνές, βασιζόμενες σε σχετικά αυθαίρετους αλγόριθμους και κανονισμούς
Αναστασία Βενετή, αναπλ. καθηγήτρια Πολιτικής Επικοινωνίας, Πανεπιστήμιο Μπόρνμουθ, Μεγάλη Βρετανία
Το κλείσιμο των λογαριασμών του Τραμπ πυροδότησε μια συζήτηση γύρω από τη λογοκρισία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τον τρόπο και τα περιθώρια ρύθμισης και αυτορρύθμισης αυτών των πλατφορμών. Τα πρόσφατα γεγονότα και στην Ελλάδα έφεραν το θέμα στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Θεωρώ σωστή την παύση των λογαριασμών του Τραμπ διότι έτσι έχασε ένα βασικό κανάλι επικοινωνίας με τις πολιτικές ελίτ, τα ΜΜΕ και τα εκατομμύρια των ακολούθων του για να διασπείρει ψευδείς ειδήσεις και ρητορική μίσους – αμερικανική έρευνα κατέγραψε πως το 65% των tweets του Τραμπ γινόταν είδηση. Ωστόσο, είναι ιδιαιτέρως προβληματική η δύναμη αυτών των εταιρειών να φιμώνουν φωνές, βασιζόμενες κυρίως σε σχετικά αυθαίρετους αλγόριθμους και κανονισμούς για τον έλεγχο και την επιλογή περιεχομένου.
Οι πλατφόρμες επιλέγουν βάσει των δικών τους κριτηρίων ποιο περιεχόμενο θεωρείται μη νόμιμο ή και βλαβερό ώστε να μπλοκαριστεί. Μη έχοντας έναν στηριγμένο σε επιστημονικά κριτήρια, ξεκάθαρο κανονισμό, στηρίζονται ολοένα και περισσότερο σε υποκειμενικές ερμηνείες, οι οποίες δεν μπορούν να διασφαλίσουν το δημόσιο συμφέρον. Ετσι, υπάρχει επιτακτική ανάγκη για ένα ξεκάθαρο πλαίσιο ως προς την αξιολόγηση του περιεχομένου, που να διασφαλίζει την ελευθερία του λόγου.
Βέβαια, ακόμα και μια (έστω και ικανοποιητική) ρύθμιση των μέσων δεν θα μας απαλλάξει από τα λεγόμενα deepfakes, τις θεωρίες συνωμοσίας, την ψηφιακή προπαγάνδα ή την επιρροή των αλγορίθμων. Η όποια ρύθμιση θα πρέπει να συνοδεύεται και από μια πιο ορθή λειτουργία των ΜΜΕ και την εκπαίδευση του κοινού σχετικά με την ψηφιακή του συμπεριφορά.