Ανέκαθεν η φυσική ως επιστήμη μου κέντριζε το ενδιαφέρον. Το πώς λειτουργούν τα πράγματα γύρω μου. Μαζί με τη βιολογία που μου μάθαινε το πώς λειτουργούν σε μικροσκοπικό επίπεδο. Οπότε όταν εκείνον τον Γενάρη του 2009 το έδαφος ανά τακτά διαστήματα ξεκίνησε να σείεται κάτω από τα πόδια μου, άρχισα να το μελετώ λίγο παραπάνω.
Λίγο τα ρήγματα της πόλης όπου σπούδαζα στην Ιταλία, λίγο την ιστορική τους δραστηριότητα που έφτανε στην καρδιά του μεσαίωνα. Το Ιταλικό γεωδυναμικό ινστιτούτο είχε κάνει καλή δουλειά και διέθετε πολλά δεδομένα online για την εποχή. Μια εποχή των blog, των απαρχών του twitter και της αρχής των κοινωνικών δικτύων όπως Facebook και Plurk, για τους πιο σκληροπυρηνικούς.
Σπουδάζοντας στη L’Aquila, βρισκόμουν επάνω από έναν ορυμαγδό ρηγμάτων που στο παρελθόν είχαν δώσει πολλούς, μεγάλους και καταστροφικούς σεισμούς. Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα που διάβαζα online αλλά και νοιώθοντας καθημερινά μικρούς σεισμούς να λαμβάνουν χώρα, ολοένα και πιο συχνούς σε έναν ορίζοντα τριών μηνών, το συμπέρασμα ήταν πως κάτι μεγάλο, ισχυρό και επικίνδυνο έρχεται.
Ως μέσο προσωπικής εκτόνωσης χρησιμοποιούσα το blog μου και το twitter. Μιλούσα, έβγαζα τις ανησυχίες μου και, με φίλους, είτε πραγματικούς είτε διαδικτυακούς τότε, συζητούσαμε. Και όσο συζητούσαμε, τόσο οργάνωνα τη διαφυγή μου σε περίπτωση που γίνει κάτι τρομερό. Αρχικά είχα μαζέψει τα βασικά όπως πορτοφόλι, διαβατήριο, χρήματα, κλειδιά αυτοκινήτου, παπούτσια, μπουφάν. Τα απολύτως απαραίτητα δηλαδή για να κινηθώ εφόσον ο σεισμός χτυπήσει. Όσο όμως πλήθαιναν οι μικροσεισμοί άρχισα και να κοιμάμαι με αυτά πάνω μου. Ντυμένος. Φορώντας τα παπούτσια μου και το μπουφάν μου. Όχι στο κρεβάτι μου. Δίπλα στην εξώπορτα.
Γιατί δεν έφευγα; Είναι απλό. Όπως σε όλες τις καταστροφές, οι “ειδικοί” ήταν καθησυχαστικοί. Αποφεύγοντας τον πανικό, διατεθειμένοι να θυσιάσουν ανθρώπινες ζωές. Ψιλιασμένος αλλά και αβέβαιος για την ερασιτεχνική γνώση μου για τα ρήγματα, περίμενα.
Ώσπου το ξημέρωμα της 6ης Απριλίου 2009, έγινε το μεγάλο μπαμ.
Και ήταν μπαμ. Πολλά μαζεμένα και κατά ριπάς. Έτσι τουλάχιστον ακούστηκε στα αυτιά μου ο ήχος των βράχων και του εδάφους που σειόταν και ισοπέδωσε την πόλη.
Δώδεκα χρόνια μετά, μια πανδημία χτυπάει την υφήλιο. Πανδημία σαν αυτές που μελετούσα στη σχολή. Σαν αυτές που σε ταινίες, σωρηδόν, ο καθένας μας έχει δει. Άγνωστος ιός. Άγνωστες οι επιπτώσεις. Τίποτα και καμία επιστημονική μελέτη δεν είχε εκπονηθεί για τον συγκεκριμένο ιό. Η ανθρωπότητα βάδιζε στα σκοτεινά. Γνώριμη η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αν και πολύ διαφορετική στο είδος.
Αντί για μπουφάν και διαβατήριο, γέμισα την κατάψυξη με κατεψυγμένο σπανάκι και κοτόπουλο. Μην και μπω σε καραντίνα και δεν έχω ψυχή να με βοηθήσει. Αντί για να κοιμάμαι δίπλα στην εξώπορτα, έκλεισα την εξώπορτα ερμητικά και άνθρωπο δεν έβλεπα εκτός από τους συναδέλφους στη δουλειά. Αντί για να διαβάζω περί ρηγμάτων και ιστορικής δραστηριότητάς τους, πνίγηκα στη μικροβιολογία της σχολής και τις επιστημονικές δημοσιεύσεις από ξένα μέσα ενημέρωσης. Όπως και στην Ιταλία, που λόγω απόστασης αποζητούσα επικοινωνία μέσω social δικτύων, έτσι και τώρα, λόγω αποστασιοποίησης, τα social έβριθαν συζητήσεων, συνήθως άσκοπων, περί μέτρων, σταθμών, κρουσμάτων, ψευδών αληθειών και αληθινών ψεμάτων.
Στο σεισμό, αφότου έγινε το μεγάλο μπαμ και ενημέρωσα την οικογένειά μου πως είμαι καλά, έσβηνα το κινητό μου για να διατηρήσω την μπαταρία, καθώς δεν υπήρχε ρεύμα και φυσικά ήμουν εκτός σπιτιού. Όταν κατάφερα να φορτίσω το κινητό μου έγραψα στο twitter και ανέβασα και κάποια ανάρτηση στο blog μου ώστε να ενημερώσω πως είμαι καλά. Ζωντανός τουλάχιστον. Τότε, είδα πως πολλοί από αυτούς που γνώριζα, ή όχι, είχαν ανησυχήσει για μένα, είχαν ποστάρει μηνύματα συμπαράστασης αλλά ακόμα και ενημερωτικά blog της εποχής είχαν αναφερθεί. Λίγα megabyte δημοσιότητας; Θα έλεγα λίγη ανθρωπιά κοινωνικότητας σε έναν κόσμο που άλλαζε. Που γινόταν βοηθητικά ηλεκτρονικός.
Στην πανδημία, η ανθρωπιά κοινωνικότητας έγινε κι αυτή πάνδημη. Όλοι μας αναγκαστήκαμε να γίνουμε “μετανάστες” στην αποστασιοποίηση μιας καραντίνας μέσα στα ίδια μας τα σπίτια. Τα κοινωνικά δίκτυα πλέον δεν ήταν μόνο μέσο εκτόνωσης, αλλά εμπεριστατωμένης ενημέρωσης, ανεξέλεγκτης έστω, αλλά τουλάχιστον πηγαίας. Ήταν ένα μέσο επικοινωνίας σε μια κατ’ ανάγκη, αποξενωμένη υφήλιο.
Ίσως τα κοινωνικά δίκτυα κατάντησαν να μην είναι τόσο αγνά. Ίσως η πληροφορία που διακινείται μέσα σε αυτά να μην είναι έγκυρη πάντα. Εντάξει, συνήθως. Σε αντιπαραβολή με το 2009 που ήμασταν πιο “γνωστοί” μεταξύ μας ηλεκτρονικά, που τα γραπτά μας και οι αναρτήσεις μας ήταν λίγο πιο πηγαία και αθώα, να ήταν πιο εύκολα εμπιστεύσιμα. Το 2021, σίγουρα η σαπίλα που κυριαρχεί στα κοινωνικά δίκτυα μαζί με ένα καλειδοσκόπιο πληροφορίας δίχως μέτρο και σταθμά, έχει σπιλώσει εκείνη την εποχή της διαδικτυακής “αθωότητας”. Η σαπίλα όμως της πληρωμένης, εκτός social, πληροφορίας επαναφέρει την αδήριτη ανάγκη για μια φόρμουλα πληροφόρησης που να μπορεί να δημιουργήσει ένα κλίμα παλιάς, έγκυρης και αληθινής διακίνησης πληροφορίας.