Η παγκόσμια Οικονομική Ιστορία διδάσκει ότι οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας προσδιορίζονται άμεσα και καθοριστικά από το επίπεδο “ανταγωνιστικότητας” του οικονομικού της συστήματος.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (European Commission) ορίζει την ανταγωνιστικότητα ως «την επίτευξη υψηλού και αυξανόμενου βιοτικού επιπέδου των κατοίκων μιας χώρας και τη διατήρηση της ανεργίας σε όσο το δυνατόν χαμηλότερα ποσοστά». Σύμφωνα με το Συμβούλιο Ανταγωνιστικότητας των ΗΠΑ «η ανταγωνιστικότητα ορίζεται ως η ικανότητα αύξησης του πραγματικού εισοδήματος των Αμερικανών πολιτών και η δυνατότητα παραγωγής προϊόντων υψηλής ποιότητας, τα οποία να ανταποκρίνονται στη ζήτηση των παγκόσμιων αγορών». Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (World Economic Forum) ορίζει την ανταγωνιστικότητα ως «την ικανότητα μιας χώρας να επιτυγχάνει υψηλούς αναπτυξιακούς ρυθμούς και να διατηρεί το κατά κεφαλήν ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) σε υψηλά επίπεδα».
Η Ελλάδα από πλευράς ανταγωνιστικότητας κατατάσσεται στην τελευταία θέση μεταξύ των 19 χωρών-μελών της Ευρωζώνης. Μετά το 2007 η χώρα μας αντιμετωπίζει σοβαρά αναπτυξιακά προβλήματα. Την περίοδο 2007-2020, το πραγματικό ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) από 250,5 συρρικνώθηκε στα 168,3 δις ευρώ (€), που αντιστοιχεί σε ποσοστό μείωσης -32,8%. Σε συνθήκες αποτελμάτωσης της εγχώριας οικονομίας, κατά την περίοδο αυτή το μέσο ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε γύρω στο 21%.
Η καθίζηση της εθνικής μας οικονομίας συνοδεύτηκε από την ακάθεκτη άνοδο του δημοσίου χρέους, καταδεικνύοντας την παταγώδη αποτυχία της ασκούμενης μακροοικονομικής πολιτικής. Την περίοδο 2007-2020, το δημόσιο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης από 239,7 δις € ή 103% του ΑΕΠ εξακοντίστηκε στα 374 δις € ή 225,2% του ΑΕΠ. Τον Φεβρουάριο του 2021, το δημόσιο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης έφθασε τα 380,1 δις €, αντιπροσωπεύοντας έτσι το 232% του ΑΕΠ. Ως γνωστόν, το 2012, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας είχε κουρευτεί 138 δις €. Άρα, αν δεν υπήρχε το ψαλίδισμα των 138 δις, το δημόσιο χρέος της χώρας θα ξεπέρναγε σήμερα τα 500 δις ευρώ.
Η έξοδος της εγχώριας οικονομίας από το τέλμα και η ώθησή της σε αναπτυξιακή τροχιά, προϋποθέτει την αναβάθμιση της ανταγωνιστικότητας του οικονομικού μας συστήματος. Πρωταρχική επιδίωξη της ασκούμενης μακροοικονομικής πολιτικής πρέπει να είναι η ενεργοποίηση του παραγωγικού δυναμικού σε οικονομικούς κλάδους με ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Στους κλάδους δραστηριοποιούνται επιχειρήσεις, με συνέπεια ο βαθμός ανταγωνιστικότητας των κλάδων να προσδιορίζεται άμεσα από το επίπεδο ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Για να καταστεί μια χώρα ανταγωνιστική πρέπει να διαθέτει επιχειρήσεις με αισθητή την παρουσία τους στην εγχώρια και κυρίως στη διεθνή αγορά.
Οι επιχειρήσεις παράγουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες. Η διεύρυνση της παραγωγικής βάσης εξαρτάται από τη δυνατότητα των ελληνικών επιχειρήσεων να παράγουν ανταγωνιστικά προϊόντα, με σημαντική διείσδυση στις διεθνείς αγορές. Οι κυβερνήσεις με τις υιοθετούμενες κοινωνικοοικονομικές πολιτικές οφείλουν να διαμορφώσουν το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, που θα συντελέσει στη βελτίωση του επιπέδου ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την άνοδο του εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών.
Οι επιχειρήσεις πραγματοποιούν το εξαγωγικό εμπόριο μιας χώρας και γι’ αυτό η συμβολή τους στην αναπτυξιακή διαδικασία είναι καθοριστική. Χώρες που διαθέτουν επιχειρήσεις με αισθητή παρουσία στο διεθνές εξαγωγικό εμπόριο, θεωρούνται ανταγωνιστικές και ικανές να επιτυγχάνουν υψηλούς αναπτυξιακούς ρυθμούς. Οι εξαγωγές της Ελλάδας σε αγαθά και υπηρεσίες κυμαίνονται γύρω στα 60 δις ευρώ. Απεναντίας, χώρες με παρόμοιο πληθυσμιακό δυναμικό σαν της Ελλάδας, όπως Αυστρία, Ολλανδία, Σουηδία, Δανία, Σιγκαπούρη, Βέλγιο, Ιρλανδία, Ισραήλ, κ.ά., πραγματοποιούν ετησίως εξαγωγές της τάξης των 200, 300, 400 και 500 δις ευρώ.
Το δίδαγμα που αποκομίζεται από τα δρώμενα της διεθνούς οικονομίας, είναι ότι το βάρος της αναπτυξιακής πολιτικής με μακρόπνοο ορίζοντα θα πρέπει να εστιάζεται στην ισχυροποίηση του εξαγωγικού τομέα της οικονομίας. Με απλά λόγια, ο εξαγωγικός τομέας πρέπει να καταστεί η κινητήρια δύναμη της αναπτυξιακής διαδικασίας, ώστε η χώρα να μεταβεί σε υψηλότερα στάδια οικονομικής προόδου.
Ανεξάρτητα του περιεχομένου του οποιουδήποτε προγράμματος οικονομικής πολιτικής, οι αναπτυξιακές επιδόσεις της Ελλάδας και η διατηρησιμότητα της αναπτυξιακής διαδικασίας, εξαρτώνται από την πρόοδο του εξαγωγικού μας εμπορίου. Η αναβάθμιση της ανταγωνιστικότητας του οικονομικού μας συστήματος προσδιορίζεται από την ανοδική πορεία του εξαγωγικού εμπορίου. Αν υποτεθεί ότι την περίοδο 2021-2031, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών από τα 60 αυξάνονταν στα 110 δις ευρώ, τότε με μαθηματική ακρίβεια την περίοδο αυτή ο μέσος ετήσιος αναπτυξιακός ρυθμός της ελληνικής οικονομίας θα προσέγγιζε το 3%. Ανταγωνιστικότητα, Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα!
Γιώργος Α. Βάμβουκας, Καθηγητής Οικονομικών και Οικονομετρίας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών