Ο Τάσος (ΤΑΖ) Θεοδωρόπουλος, περιπλανιέται σε ένα από τα μεγαλύτερα νοσοκομεία της χώρας που θα λάτρευε κάθε σκηνοθέτης που ψάχνει σκηνικό για ταινία με στοιχειωμένες βίλες.
Δωμάτια με χαλασμένα παράθυρα που οι συγγενείς των ασθενών τα καλύπταμε αυτοσχέδια με μονωτικές ταινίες για να μην ξυλιάζουν οι δικοί μας από το κρύο που έμπαινε, εφ’ όσον οι αιτήσεις των εργαζομένων προς τους υπεύθυνους για επιδιόρθωση, χρειάζονταν έγκριση κονδυλίων που δεν ερχόταν. Δωμάτια με βρώμικους τοίχους και πατώματα με μια έρμη καθαρίστρια που δεν φταίει σε τίποτα προσπαθώντας να προλάβει, να πηγαινοέρχεται από θάλαμο σε θάλαμο για να μαζέψει τα ασυμμάζευτα με μια προπολεμική κατάμαυρη σφουγγαρίστρα. Χωρίς ένα κάδο σκουπιδιών για τρεις ασθενείς. Οι πιο κομψοί πετάνε τα σκουπίδια τους σε σακούλες σούπερ μάρκετ στο πάτωμα. Κι όσοι μπορούνε να σηκωθούν στον κάδο της τουαλέτας. Αυτή ήταν τουλάχιστον η συμβουλή της εκνευρισμένης νοσοκόμας όταν τη ρώτησα τι να κάνω το δίσκο με τα απομεινάρια φαγητού της μητέρας μου που είχε μείνει μέσα στο δωμάτιο τρεις ώρες και μύριζε. Κίντερ έκπληξη, ο όχι και τόσο καθαρός κάδος ήταν χαλασμένος κι έπρεπε να τον ανοίξω με τα χέρια μου. Όπως και όλοι οι ασθενείς που τον επισκέπτονται μολονότι είναι επιρρεπείς στις λοιμώξεις. Γάντια, μάσκες κλπ, αν έχεις απ’ το σπίτι σου.
Σκουριασμένα κρεβάτια του 50 που για να τα ανασηκώσεις με την μανιβέλα χρειάζεται να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια όταν έβλεπες τον Μασίστα. Χωρίς κουβέρτες. Για κάτι πιο ζεστό από ένα σεντόνι κι ένα υφασματένιο κάλυμμα, πρέπει επίσης να φέρεις από το σπίτι. Ντουλαπάκια και συρτάρια με βρωμιά που μέσα τους θα βρεις μέχρι και μάσκες ή άλλο χρησιμοποιημένο υλικό από την περίθαλψη του προηγούμενου ασθενή. Σουρεαλιστική πινακίδα πάνω στο μπουκάλι με το απολυμαντικό υγρό του θαλάμου, πως η χρήση του προορίζεται ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ. Λογικό. Οι υπόλοιποι τι να το κάνουν ούτως ή άλλως αφού έχουν ήδη μικρόβια;
Έλλειψη στοιχειωδών φαρμάκων, προσωπικά αγόρασα για τη μάνα μου από εξωτερικό φαρμακείο Augmentin αντιβίωση γιατί δεν είχε το νοσοκομείο.
Και ένα αποδεκατισμένο μετά τις μειώσεις, προσωπικό ευγενικών (όχι όλων) για τις συνθήκες νοσηλευτών και γιατρών σε διπλοβάρδιες, μέσα στις οποίες πρέπει να καλύψουν τις ανάγκες δεκάδες ασθενών, πραγματοποιώντας άθλο για να τους εξυπηρετήσουν, παρά τον τσεκουρεμένο τους μισθό. Με όσο κουράγιο και χαμόγελο τους έχει απομείνει. Με αποτέλεσμα, μέσα στον πανικό, και το χάος να καλυφθούν όλοι οι ασθενείς, να γράφονται διπλές εξετάσεις για πράγματα που έχουν ήδη γίνει και να δίνονται λάθος δοσολογίες φαρμάκων. Να γίνεται ελλιπής ενημέρωση. Να ξεχνιούνται πάνω από τα κρεβάτια, συσκευές με οξυγόνο, ιδιαίτερα επικίνδυνες ως εύφλεκτες, να βγαίνουν διαγνώσεις του πεντάλεπτου από ειδικευόμενους που δεν έχουν την πείρα. Μέχρι και αν το λάθος πέσει στην αντίληψη κάποιου πιο έμπειρου και σχολαστικού γιατρού. Και φυσικά, κάποιοι που ευτυχώς δεν είναι η πλειοψηφία, να ξετυλίγουν όλη τους την κομψότητα σαν τη νοσηλεύτρια που έδωσε ένα κουτάκι συλλογής ούρων στην μητέρα μου, ενημερώνοντάς την ότι πρόκειται για κουτί συλλογής πτυέλων, και λέγοντας της καθώς της το πετούσε με ζήλο βολεϊμπολίστριας: “όλο δικό σου”.
Ασανσέρ που δεν λειτουργούν καθ’ όλου ή δεν ανοίγει η πόρτα τους στον ένα όροφο. Λογικό, ο ασθενής ακόμα και κατάκοιτος θα πρέπει να κατέβει στον προηγούμενο ή τον επόμενο και να χρησιμοποιήσει τις σκάλες. Γέροντες μόνοι τους που περιφέρονται στους διαδρόμους αναζητώντας το μηχάνημα με τα παγωμένα (ψυγείου) μπουκάλια νερού. Κι αν το βρουν το κοιτάζουν σαστισμένοι μη γνωρίζοντας πως να το χρησιμοποιήσουν. Τραυματιοφορείς που πιάνουν μεταξύ τους μερακλίδικη κουβέντα για μπάλα και για γκόμενες με ένταση καφενείου πάνω από κατάκοιτους και διασωληνωμένους καθώς τους μεταφέρουν.
Επαναλαμβάνω, η πλειοψηφία του προσωπικού και των γιατρών λειτουργεί όσο καλύτερα μπορεί με προσωπική θυσία. Επωμιζόμενοι την κρατική ευθύνη φονικών ελλείψεων που θέτουν σε κίνδυνο και τους ίδιους εκτός από τους ασθενείς. Εργαζόμενοι μέσα σε συνθήκες που μπορούν να κάνουν και το Βούδα να χάσει την ψυχραιμία του. Όχι τυχαία, τόσο στο Σισμανόγλειο όσο και στα περισσότερα δημόσια νοσοκομεία δεν τηρείται το επισκεπτήριο. Πολύ απλά επειδή το νοσηλευτικό προσωπικό δεν επαρκεί και ο ασθενής χρειάζεται κάποιον, αν τον έχει. Έναν αδερφό, γιο, ξαδέρφη, οποιονδήποτε που χωρίς να έχει τις απαραίτητες γνώσεις, θα αναγκαστεί να κάνει ταχύρρυθμα νοσοκόμας. Ενίοτε και μεταφραστή προκειμένου να ενημερώσει σωστά τον ασθενή του για την κατάσταση του, λειτουργώντας σαν μεσάζοντας ανάμεσα στους γιατρούς, τις νοσοκόμες, τους τραυματιοφορείς, την κουζίνα, μεταφέροντας, συνδυάζοντας και αναλύοντας ταυτόχρονα τις πληροφορίες που λαμβάνει. Γι αυτό και όλοι κάνουν τα στραβά μάτια απέναντι στο επισκεπτήριο. Και σε κάποιους που μπαινοβγαίνουν μέσα στα δωμάτια, χωρίς έλεγχο, αφήνοντας διαφημιστικές καρτελίτσες “αποκλειστική πεπειραμένη, μόνο 50 ευρώ, τηλέφωνο τάδε, κυρία Κούλα”. Ενώ έξω από τις πτέρυγες των κλινικών υπάρχει ανακοίνωση που προειδοποιεί τους ασθενείς για τον κίνδυνο των μη εχόντων άδεια εργασίας, προσόντα, και απαραίτητο υγειονομικό έλεγχο συνήθως αλλοδαπών γυναικών που αναλαμβάνουν τα χρέη της αποκλειστικής σε μειωμένη τιμή. Σαν να λένε “με δική σας ευθύνη”.
Σ’ ευχαριστώ ελληνικό κράτος που θυμίζεις σε ηλικιωμένους ειδικά και ανίκανους να επιβιώσουν μόνοι τους σε τέτοιο περιβάλλον ανθρώπους (εφ’ όσον 70 κι 90 ευρώ η νόμιμη αποκλειστική για κάθε βράδυ, προκειμένου να μη σε βρούνε πεσμένο μέσα στα σκατά σου στην τουαλέτα, είναι προφανές πως πρόκειται για μια επιλογή που οι συνταξιούχοι των 400 ευρώ δεν την έχουνε) σε ευχαριστώ που τους θυμίζεις ότι τους βλέπεις σαν σκατά. Σαν περιττό βάρος που όχι μόνο πρέπει να ψοφήσει όσο πιο γρήγορα γίνεται, αλλά να ψοφήσει και χωρίς αξιοπρέπεια.
ΥΓ: Πάντως το κιτς στολισμένο θλιβερό χριστουγεννιάτικο δεντράκι δεν έλειπε από κανέναν όροφο, σαν ταφόπλακα με μπαλίτσες, να τις βλέπει ο παππούλης που τριγυρνούσε με τριμμένες παντόφλες και χαμένο βλέμμα πάνω κάτω στον διάδρομο σέρνοντας το σακουλάκι με τα ούρα του, και να αισθάνεται μέρος του τοπίου.