Η επίσημη δικαιολογία που προβάλλει η κυβέρνηση, όποτε εγκαλείται για τη σπουδή που επέδειξε, εδώ και αρκετούς μήνες, να προεξοφλήσει πως το χρέος είναι βιώσιμο, είναι πως σε αντίθετη περίπτωση η ελληνική οικονομία θα δεχόταν μία εξαιρετικά βίαιη επίθεση από τις αγορές αφού θα την απειλούσε και πάλι το φάσμα μιας πιθανής χρεωκοπίας.
Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα;
Πρώτον, αυτό που δεν ομολογεί η κυβέρνηση είναι πως η προεξόφληση της βιωσιμότητας του χρέους αποτελούσε και αποτελεί επιθυμία των ίδιων των δανειστών που δι’ αυτού του τρόπου επικαλούνται την «επιτυχία του ελληνικού προγράμματος».
Η εξίσωση, όμως, επιτυχία προγράμματος= βιωσιμότητα χρέους είναι εντελώς παραπλανητική και προκαλεί αντιφάσεις.
Πως, για παράδειγμα, είναι βιώσιμο το χρέος εάν, όπως ομολόγησαν σχεδόν συντεταγμένα οι κ.κ Ευάγγελος Βενιζέλος και Γκίκας Χαρδούβελης, η απειλή Grexit παραμένει ενεργή και υφίσταται ακόμα το δίλημμα περί διασφάλισης της παρουσίας της χώρας στη ζώνη του ευρώ (δηλώσεις μετά τη συνάντησή τους με τον πρωθυπουργό, την περασμένη Δευτέρα);
Και, πως, αφού το πρόγραμμα διάσωσης και σταθερότητας που εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια, δια των Μνημονίων, είναι επιτυχημένο τίθεται εν αμφιβόλω η παραμονή της χώρας στο ευρώ; Είναι προφανές, ακόμα και σε πρωτοετείς οικονομικών σχολών ότι επιτυχές πρόγραμμα, βιωσιμότητα χρέους και πιθανή χρεωκοπία και έξοδος από το ευρώ δεν συμβαδίζουν.
Για τους γνωρίζοντες, ωστόσο, η προεξόφληση της βιωσιμότητας του χρέους ήταν αναγκαία για άλλους λόγους. Καμία προληπτική γραμμή πίστωσης με συνδυασμένη παραμονή του ΔΝΤ στα όρια της ευρωζώνης δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί εάν δεν αναγνωριζόταν η βιωσιμότητα του χρέους. Το καταστατικό του Ταμείου και οι κανονισμοί του ESM το θέτουν ως όρο.
Εάν προσθέσει κανείς και τον «γερμανικό εγωϊσμό» αντιλαμβάνεται περισσότερα. Η Άνγκελα Μέρκελ και ο Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε δεν πρόκειται να παραδεχθούν ποτέ πόσο ατυχείς και καταστροφικοί ήταν οι χειρισμοί τους περί τα προγράμματα διάσωσης, ακόμα και τώρα που το σπιράλ της ύφεσης χτυπά τον «σκληρό πυρήνα» της ευρωζώνης και απειλεί και την ίδια τη Γερμανία.
Οι χειρισμοί της Αθήνας είναι, όμως, ακόμα ατυχέστεροι: επιχειρούν, μεν, να εξευμενίσουν τις αγορές, αποφεύγουν, όμως, να καταστήσουν σαφές πως το 83% του ελληνικού χρέους βρίσκεται στα κράτη (κάτι που δεν αφορά τα χρηματιστήρια και τα funds) και μόνο το 17% σε ιδιώτες και πως ακόμα και μία συζήτηση για αναδιάρθρωση του δεν θα αφορούσε εκείνους (επενδυτικά κεφάλαια) που διακρατούν ελληνικά ομόλογα. Επίσης, η κυβέρνηση επιμένει σκοπίμως σε μία «τεχνική ανακρίβεια»: βάσει του κανονισμού του ESM, βασικό και καθοριστικό λόγο σε μια γραμμή πίστωσης και σε πιθανή αναδιάρθρωση έχουν οι οικονομίες με triple A. Ήτοι, η Γερμανία και το Λουξεμβούργο, άρα μόνο η Γερμανία.
Η επισήμανση αυτή επιβεβαιώνει αυτούς που λένε πως η υπόθεση του χρέους είναι, πρωτίστως, πολιτικό ζήτημα διαπραγμάτευσης.
Εν κατακλείδει, το μείζον ερώτημα δεν είναι εάν το χρέος είναι τεχνικά βιώσιμο. Προφανώς και είναι εάν τεχνικά προσδιοριστούν οι όροι βιωσιμότητας. Το ζητούμενο είναι εάν είναι «κοινωνικά βιώσιμο».
Μπορεί, δηλαδή, να παραμένει κοινωνικά βιώσιμο εάν εφαρμόζεται το παρόν πρόγραμμα που περιλαμβάνει αποπληρωμή ύψους 9 δισεκατομμυρίων ετησίως –σε κάποιες περιόδους ίσως και ακόμα περισσότερα; Μπορούν, δηλαδή, οι Έλληνες να υπερφορολογούνται εσαεί για να αποπληρώνεται το χρέος και να υπονομεύονται οι επόμενες γενιές και είναι δυνατόν υπό αυτούς τους όρους να υπάρξει ανάκαμψη στην ιδιωτική κατανάλωση που αποτελεί και όρο ανάκαμψης;
Οι απαντήσεις είναι απλές και τις γνωρίζουν τόσο στο Μέγαρο Μαξίμου, όσο και στον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό και μόνο θα μπορούσε να είναι αντικείμενο μιας ενδιαφέρουσας συζήτησης μεταξύ των κ.κ Σαμαρά και Τσίπρα, ή, ακόμα καλύτερα, μιας γενικευμένης συζήτησης στη Βουλή δίχως πυροτεχνήματα και θεατρινισμούς. Δυστυχώς, μάλλον δεν θα γίνει τίποτε από τα δυο. Και οι αποφάσεις που θα ληφθούν θα δεσμεύσουν έναν λαό και μια χώρα για δεκαετίες χωρίς, αυτός ο λαός να γνωρίζει το παραμικρό…