Η μη κυβερνητική οργάνωση Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (RSF) επέκρινε έντονα το «διαστρεβλωμένο όραμα» της ελευθερίας της έκφρασης που πρόβαλε ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος χρησιμοποίησε το επιχείρημα της ελευθερίας αυτής για να δικαιολογήσει την επιβολή τελωνειακών δασμών 50% σε πληθώρα εισαγόμενων βραζιλιάνικων προϊόντων στις ΗΠΑ.
Στην ανακοίνωσή της, η RSF τόνισε ότι η εκμετάλλευση της ελευθερίας της έκφρασης ως πρόσχημα για εμπορικές κυρώσεις είναι «τόσο κυνική όσο και παραπλανητική». Η οργάνωση ζητεί από τη Βραζιλία να μην υπαναχωρήσει από τις νόμιμες προσπάθειές της να θεσπίσει ρυθμιστικό πλαίσιο για τους ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης με στόχο την προστασία της αξιόπιστης πληροφόρησης και τη διασφάλιση του δημοκρατικού διαλόγου στον ψηφιακό χώρο.
Οι τελωνειακοί δασμοί, που τέθηκαν σε ισχύ από την Τετάρτη και αφορούν περίπου το 36% των εξαγόμενων προϊόντων της Βραζιλίας προς τις ΗΠΑ, θεωρούνται από τον Τραμπ μέτρο αντίδρασης απέναντι σε ενέργειες της βραζιλιάνικης δικαιοσύνης και την καταδίωξη του πρώην ακροδεξιού προέδρου Ζαΐχ Μπολσονάρου, συμμάχου των ΗΠΑ.
Εκτός από την οικονομική πίεση, οι ΗΠΑ επέβαλαν κυρώσεις στον δικαστή Αλεσάντρ τζι Μοράις, που προεδρεύει της δίκης Μπολσονάρου στο ομοσπονδιακό ανώτατο δικαστήριο της Βραζιλίας. Ο δικαστής είχε αποφασίσει την αποκλεισμό του ιστότοπου X (πρώην Twitter) για 40 ημέρες στη Βραζιλία, μετά από καταγγελίες για παραπληροφόρηση, προκαλώντας αντιδράσεις από τον ιδιοκτήτη της πλατφόρμας, Ίλον Μασκ, ο οποίος τον είχε χαρακτηρίσει «δικτάτορα».
Στο πλαίσιο αυτό, η RSF επισημαίνει ότι η πραγματική ελευθερία της έκφρασης δεν νοείται ως άδεια για την παραπληροφόρηση και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται «σαν ασπίδα της επιρροής εταιρειών ψηφιακής τεχνολογίας». Η οργάνωση καλεί τη βραζιλιάνικη κυβέρνηση να συνεχίσει τις προσπάθειές της για ρύθμιση των ψηφιακών μέσων, ενισχύοντας την προστασία της αξιόπιστης πληροφόρησης και του δημοκρατικού διαλόγου.
Η επιβολή των δασμών και οι πολιτικές αντιπαραθέσεις εντείνουν τις εντάσεις στις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ-Βραζιλίας, με τον πρόεδρο της Βραζιλίας, Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, να καταδικάζει τις ενέργειες ως επίθεση κατά της εθνικής κυριαρχίας της χώρας και να προειδοποιεί για ανταποδοτικά μέτρα.
Η υπόθεση καταδεικνύει τις πολύπλοκες διαστάσεις που έχει λάβει η παγκόσμια συζήτηση για την ελευθερία της έκφρασης, την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης και τις εμπορικές πολιτικές κυρώσεις σε μια εποχή ψηφιακής επικοινωνίας και γεωπολιτικής αντιπαράθεσης.








