Ηταν 19 Ιουνίου του 2019, τρεις εβδομάδες πριν από τις εκλογές, όταν ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και νυν πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης υποσχόταν αύξηση του κατώτατου μισθού σε ποσοστό διπλάσιο από τον ρυθμό ανάπτυξης.
«Είμαι υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού σε ποσοστό διπλάσιο από την αύξηση του ΑΕΠ», δήλωνε τότε ο Κυριάκος Μητσοτάκης: «Άρα, θα επιστρέψουμε αναλογικά περισσότερο πλούτο στους χαμηλόμισθους. Αυτό σημαίνει ότι μέσα σε ένα χρόνο, αν η οικονομία αυξηθεί με 4%, ο κατώτατος μισθός μπορεί να αυξηθεί κατά 8% και να πάει ήδη στα 700 ευρώ αυτό είναι σημαντική πρόοδος και αν ακολουθήσουμε την πορεία αυτή θα μπορέσουμε να γεφυρώσουμε το χάσμα εντός μιας διετίας».
Εάν είχε τηρηθεί αυτή η πρωθυπουργική δέσμευση σήμερα η κυβέρνηση θα έπρεπε να επιστρέψει στους εργαζόμενους πλούτο τουλάχιστον 110 ευρώ: Σύμφωνα με την αρχική εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2021 ήταν 8,3% και σύμφωνα με την τελευταία πρόβλεψη της Κομισιόν από τα οριστικά, αναθεωρημένα στοιχεία μπορεί να προκύψει αύξηση του ΑΕΠ ακόμη και κατά 8,5%. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμη και στο πιο συντηρητικό σενάριο, η αύξηση του κατώτατου μισθού έπρεπε να είναι 16,6%. Ητοι, ο μικτός κατώτατος μισθός έπρεπε να ανέβει κατά 110 ευρώ και να φθάσει στα 773.
Δεν έγιναν όμως τα πράγματα έτσι. Η πρωθυπουργική υπόσχεση το ξεχάστηκε το 2020, θάφτηκε μέσα στην ύφεση της πανδημίας το 2021, και ό,τι διασώθηκε ήταν η χθεσινή ανακοίνωση της αύξησης του κατώτατου μισθού κατά 50 ευρώ μικτά από 1ης Μαίου εν μέσω ιστορικής κρίσης ακρίβειας και με τον πληθωρισμό να τρέχει ήδη με 9%.
Κατά το κυβερνητικό αφήγημα η αύξηση του 7,5% είναι «γενναία», καλύπτει πλήρως τον πληθωρισμό (εάν προστεθεί και η πρώτη μισθολογική αύξηση του Ιανουαρίου κατά 2%), και ισοδυναμεί με έναν επιπλέον μισθό για κάθε εργαζόμενο τον χρόνο – ήτοι, η κυβέρνηση λέει ότι δίνει στους εργαζόμενους 15ο μισθό.
Αυτή όμως είναι η μισή αλήθεια – η άλλη μισή λέει ότι οι αριθμοί μπορεί να βγαίνουν αλλά η πραγματική ζωή δεν βγαίνει. Και δεν βγαίνει διότι ακόμη και με τα επιπλέον 50 ευρώ μικτά, ο κατώτατος μισθός παραμένει κάτω από το όριο της απόλυτης φτώχειας.
Διότι ακόμη και με το επιπλέον 7,5% ο καθαρός μισθός θα φθάσει μόλις στα 613 ευρώ από 569 που είναι σήμερα. Και η Ελλάδα θα παραμείνει η μοναδική χώρα της Ευρώπης στην οποία οι μισθοί δεν έχουν επανέλθει στα επίπεδα στα οποία βρίσκονταν πριν από την κρίση χρέους – θα παραμείνουν δηλαδή χαμηλότεροι απ’ ό,τι ήταν το 2012.
Δεν βγαίνει, διότι εάν δεν αλλάξει το αφορολόγητο όριο η καθαρή αύξηση θα είναι ακόμη πιο μικρή από τα 44 ευρώ. Με τον κατώτατο στα 663 ευρώ και με αφορολόγητο όριο στα 8.636 ευρώ, ο εργαζόμενος έπρεπε να πληρώσει φόρο 58,38 ευρώ. Με τον μισθό στα 713 ευρώ πια και ίδιο αφορολογητο, ο φόρος θα είναι αυξημένος κατά 52% – δηλαδή ο ίδιος εργαζόμενος αντί για 58,3 ευρώ θα πρέπει να πληρώσει 121,38 ευρώ.
Διότι επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat η Ελλάδα θα παραμείνει στην τρίτη μισθολογική ταχύτητα της Ευρώπης. Και οι μόνες χώρες με χαμηλότερο κατώτατο μισθό από την Ελλάδα θα είναι και πάλι τα κράτη του πρώην ανατολικού μπλοκ – Βουλγαρία, Λεττονία, Ρουμανία, Ουγγαρία, Κροατία, Σλοβακία, Τσεχία, Εσθονία και Πολωνία.
Διότι ακόμη, και πάλι σύμφωνα με την Eurostat, σε όρους αμοιβών-αγοραστικής δύναμης, η Ελλάδα διατηρείται στην προτελευταία θέση σε όλη την Ε.Ε, πάνω μόνον από την Βουλγαρία.
Και διότι επίσης, το μοντέλο του ΟΟΣΑ δείχνει πως ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα βρίσκεται μετά βίας στο 50% του διάμεσου μισθού – ήτοι βρίσκεται στο όριο της φτώχειας. Με βάση το ίδιο μοντέλο, για να θεωρηθεί πως ο κατώτατος μισθός διασφαλίζει στοιχειωδώς αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης θα πρέπει να βρίσκεται στο 60% του διάμεσου μισθού – δηλαδή, στην Ελλάδα θα έπρεπε να βρίσκεται στα 809 ευρώ μικτά.
Η πραγματική ζωή, τέλος, δεν βγαίνει διότι η ΓΣΕΕ υπολογίζει πως η ενεργειακή κρίση και η έκρηξη των ανατιμήσεων έχουν ήδη μειώσει το πραγματικό εισόδημα κατά 12% – πολύ πάνω από την αντισταθμιστική μισθολογική αύξηση του 7,5% -, διότι 4 στα 10 νοικοκυριά δεν αντέχουν πια ούτε να βγάλουν τον μήνα, και διότι οι λογαριασμοί ρεύματος έχουν φθάσει να ξεπερνούν τον ίδιο τον μισθό. Εν ολίγοις, η αύξηση των 50 ευρώ μικτά μπορεί να είναι «γενναία», αλλά πάει απ’ ευθείας… εις υγείαν την ρήτρας αναπροσαρμογής…