Οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις επιβεβαιώνουν τους σκεπτικιστές αναφορικά με την κατάσταση στην Τουρκία, καθώς παραμένουν τόσο ρευστές και ευμετάβλητες ώστε να μην επιτρέπουν ασφαλείς ακόμη προβλέψεις, σε σχέση με τις επικείμενες εκλογές και τη διαφαινόμενη -για μεγάλο μέρος της τουρκικής κοινωνίας και των ευρωπαίων αναλυτών- ήττα του κυβερνητικού συνασπισμού και του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν που τον προσωποποιεί.
Της Έλενας Μπουλετή*
Λόγω της δεδομένης φθοράς του κυβερνητικού συνασπισμού και των μεγάλων προβλημάτων της τουρκικής οικονομίας, συνεπεία των πολιτικών αυτού του συνασπισμού, ο Τούρκος Πρόεδρος φαίνεται διατεθειμένος να ελιχθεί υπαναχωρώντας από προηγούμενες επιλογές που του είχαν κοστίσει, προκειμένου να κάνει στην παρούσα συγκυρία διαχείριση ζημιών, να δώσει ανάσες στην τουρκική οικονομία και παράταση στη παραμονή του στην εξουσία.
Χωρίς να ασκήσει φυσικά καμία αυτοκριτική στη μεταστροφή από τις οριακά αντιφατικές πολιτικές επιλογές που είχε κάνει στο παρελθόν, ο Ερντογάν φαίνεται να επιλέγει πολιτικές επαναπροσέγγισης με τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Σαουδική Αραβία, ενώ επιλέγει να συντηρεί την ένταση με την Ελλάδα.
Για διαφορετικούς λόγους σε κάθε περίπτωση, ο πραγματιστής πολιτικός αποπειράται μια μάλλον ευκαιριακή αναθεώρηση «ακανθωδών» ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής και διεθνών σχέσεων της Τουρκίας με τη γνώση ότι η ανοχή του τουρκικού λαού απέναντί του εξαντλείται παράλληλα με την τουρκική οικονομία. Έτσι παρά το γεγονός ότι στο παρελθόν ήταν ιδιαίτερα οξύς στις απόψεις και τις επιλογές του και στις τρεις προαναφερθείσες περιπτώσεις, τώρα ανακρούει πρύμνα, έστω και συγκυριακά.
Οι προσφορές για διαμεσολάβηση της Τουρκίας στις προσπάθειες διαπραγματεύσεων μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και η επιδίωξη να εμφανιστεί η χώρα ως περιφερειακή δύναμη τάσσονται στο ίδιο πλαίσιο και έχουν ως στόχο να καταστεί η Τουρκία αν όχι ισότιμος, πάντως συνομιλητής των μεγάλων δυνάμεων που δραστηριοποιούνται στην ευρύτερη περιοχή.
Η επαμφοτερίζουσα στάση που τήρησε μετά την εισβολή και η μη συμμετοχή στις κυρώσεις εις βάρος της Ρωσίας, αν και η Τουρκία είναι χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, επελέγη για τον ίδιο λόγο αλλά και επειδή μια άλλη στάση θα είχε και σημαντικές οικονομικές συνέπειες για την ίδια, συνέπειες που ενδεχομένως να μην ήταν σε θέση να διαχειριστεί χωρίς σοβαρό αντίκτυπο για την ήδη φθίνουσα δημοφιλία του ο πρόεδρος Ερντογάν, αφού όπως είχε δηλώσει και ο Τούρκος ΥΠΕΞ τις κυρώσεις «πρέπει κανείς να μπορεί να τις αντέξει και οικονομικά».
Έτσι π.χ. για φέτος οι τουριστικοί πράκτορες της Τουρκίας περιμένουν ότι θα λειτουργήσουν ως «προνομιακός» προορισμός για τους Ρώσους τουρίστες για λόγους προφανείς, αναμένοντας ότι θα έχουν περί τα 7 εκατομμύρια επισκέπτες από τη Ρωσία ενώ πέρσι είχαν περί τα 4.7.
Και ενώ ο Τούρκος πρόεδρος δηλώνει ότι «μια από τις μεγαλύτερες ευλογίες για λογαριασμό της ανθρωπότητας θα ήταν πρώτα η κατάπαυση του πυρός και μετά μια διαρκής ειρήνη μεταξύ των δύο γειτόνων μας» προβάλλοντας ένα συναινετικό – φιλειρηνικό προφίλ στο εξωτερικό, στο εσωτερικό της χώρας εξακολουθεί να λειτουργεί ως απηνής διώκτης κάθε διαφορετικής άποψης.
Ο Οσμάν Καβαλά, αφού έμεινε στη φυλακή χωρίς δίκη για 4,5 χρόνια, την περασμένη Δευτέρα καταδικάστηκε σε ισόβια χωρίς αναστολή, μια απόφαση που σημαίνει ισόβια φυλάκιση για τον ακτιβιστή και φιλάνθρωπο Καβαλά, αν η απόφαση δεν ανατραπεί εφετειακά.
Για τη συγκεκριμένη υπόθεση υπήρξαν διεθνείς αντιδράσεις και παλαιότερα, με διαδοχικές αποφάσεις μετά τον Δεκέμβριο του 2019 του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) που αποτελεί το δικαστικό βραχίονα του Συμβουλίου της Ευρώπης) και ένα ενδιάμεσο ψήφισμα της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, που ζητούσαν την άμεση απελευθέρωσή του Καβαλά που βρισκόταν στη φυλακή επί χρόνια χωρίς να δικάζεται.
Τέλη του 2021, δέκα χώρες (μεταξύ των οποίων ΗΠΑ, Γερμανία και Γαλλία) είχαν ζητήσει το ίδιο με τον πρόεδρο Ερντογάν να κηρύσσει οργισμένος τους πρέσβεις τους ανεπιθύμητους (personae non gratae) στη χώρα. Η κρίση είχε τελικά αποσοβηθεί με υπαναχώρηση κυρίως της τουρκικής πλευράς.
Τώρα, το γερμανικό ΥΠΕΞ μίλησε εκ νέου «για καταστροφικό μήνυμα για την κοινωνία των πολιτών και συνολικά για την κατάσταση του κράτος δικαίου στην Τουρκία», το ΕΔΑΔ συνεχίζει να πιέζει, ενώ την παραίνεση να αποφυλακιστεί ο Καβαλά επανέλαβε και ο πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΚΣΣΕ/PACE), Τάινι Κοξ, με δηλώσεις καταδίκης του γεγονότος να έχουν γίνει και από τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, την Ελλάδα.
Έχει σημασία ότι ο Τούρκος Πρόεδρος έψεξε αρχικά και προ της απόφασης της τουρκικής δικαιοσύνης το ΕΔΑΔ ως αναρμόδιο να εκφράζει κρίση πριν εκδοθούν οι αποφάσεις των τουρκικών δικαστηρίων, ενώ στη συνέχεια το θεώρησε αναρμόδιο επειδή εκδόθηκαν, με την «μετριοπαθή» δήλωση «Ιδού, η ετυμηγορία απαγγέλθηκε. Οφείλετε να συμμορφωθείτε. Είτε το κάνετε είτε όχι, η απόφαση θα εκτελεστεί».
Ο Καβαλά μίλησε για «δικαστική δολοφονία» του και για σαφή και εκδικητική επιρροή του Τούρκου Προέδρου στη δικαστική απόφαση, ενώ και η τουρκική αντιπολίτευση κατηγόρησε την κυβέρνηση για χειραγώγηση της δικαιοσύνης. Είναι λοιπόν εμφανές ότι στην περίπτωση του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της διαφορετικής άποψης, ο πρόεδρος Ερντογάν -και το σύστημα που ελέγχει- δεν έχουν αλλάξει στάση, αντιθέτως είναι σαν να επιδιώκουν μια ιδιότυπη «επίδειξη δύναμης», ιδιαίτερα στην περίπτωση του Καβαλά και του κινήματος του Γκεζί, καθώς μαζί του καταδικάστηκαν με βαρύτατες ποινές για «συνομωσία κατά του καθεστώτος» και άλλοι 7 ακτιβιστές που, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, έδρασαν μαζί του.
Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση Ερντογάν ενδιαφέρεται να στείλει ένα μήνυμα μέσω της συγκεκριμένης υπόθεσης, κυρίως στα εσωτερικά της ακροατήρια.
Ένα μήνυμα σταθερότητας και δύναμης στο συντηρητικό κομμάτι της κοινωνίας που την ακολουθεί και την ψηφίζει αλλά και ένα μήνυμα εκφοβισμού και προειδοποίησης σε εκείνο το προοδευτικό κομμάτι που ελπίζει σε αυτόνομη έκφραση, αλλαγή και διέξοδο. Αυτή η διέξοδος, είναι σα να ξεκαθαρίζει ο Τούρκος Πρόεδρος ότι δεν θα προέλθει σε καμία περίπτωση από τον ίδιο και την κυβέρνησή του και είναι μια ελευθερία που θα εκχωρηθεί τελευταία στην τουρκική κοινωνία, μια ελευθερία την οποία δεν είναι διατεθειμένος να διαπραγματευθεί καθώς είναι εντελώς ασύμβατη με τη δική του εξουσία.
Η κοινωνική αμφισβήτηση και διαμαρτυρία που εξέφρασε το Γκεζί, καθώς δεν ήταν πολιτικά χειραγωγούμενη αλλά πολιτική στην ουσία της και ακραιφνώς αντιπολιτευτική ως τέτοια, συγκέντρωσε τη μήνη του Προέδρου, ο οποίος διέγνωσε σε αυτή τον απόλυτο «εσωτερικό εχθρό». Η στάση του λοιπόν στο εσωτερικό και εκείνη στο εξωτερικό φαίνονται αντιφατικές αλλά δεν είναι. Πρόκειται για πολιτικές επιβίωσης και αναπαραγωγής της αυταρχικής, κρατικής του εξουσίας, με παράλληλη διαλλακτική πολιτική στο εξωτερικό για τη δημιουργία συγκυριακών ισορροπιών δυνάμεων και καταστολή/καταπίεση της κοινωνίας των πολιτών στο εσωτερικό και έλεγχο μέσω του φόβου.
Η παραδειγματική τιμωρία κάθε φωνής που μπορεί να εκφράσει ανατρεπτικό κοινωνικό λόγο και να κάνει τη διαφορά θα «αγοράσει χρόνο» ενδεχομένως για τον Τούρκο Πρόεδρο.
Το πόσο χρόνο βέβαια, μένει να φανεί, καθώς και οι εκλογές είναι κοντά αλλά και η τουρκική κοινωνία απάντησε στην απόφαση για τον Καβαλά διαδηλώνοντας με το σύνθημα που έγινε και τάση στα τουρκικά Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, #GeziyiSavunuyoruz (υποστηρίζουμε το Γκεζί).
Της Έλενας Μπουλετή, Ιστορικού, διδάκτορα Παντείου Πανεπιστημίου – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 5ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του ΕΝΑ