Η εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία έχει εκφυλιστεί σε έναν άγριο πόλεμο φθοράς, που κάθε πλευρά πιστεύει ότι θα κερδίσει, αλλά στην πραγματικότητα και οι δύο πλευρές θα χάσουν.
Οι πολεμικές περιπέτειες συχνά οφείλονται σε εσφαλμένους υπολογισμούς των εμπλεκομένων σχετικά με τη θεωρούμενη ισχύ τους. Στην περίπτωση της Ουκρανίας, η Ρωσία υπέπεσε σε γκάφα υποτιμώντας την αποφασιστικότητα των Ουκρανών να πολεμήσουν και την αποτελεσματικότητα των όπλων που τους προμήθευσε το ΝΑΤΟ.
Αλλά και η Ουκρανία και το ΝΑΤΟ υπερεκτιμούν την ικανότητά τους να νικήσουν τη Ρωσία στο πεδίο της μάχης, γράφει στο Project Syndicate o Jeffrey D. Sachs, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια και πρόεδρος του Δικτύου του ΟΗΕ για την Αειφόρο Ανάπτυξη.
Ως αποτέλεσμα, εξελίσσεται ένας πόλεμος φθοράς που κάθε πλευρά πιστεύει ότι θα κερδίσει, αλλά στην πραγματικότητα και οι δύο θα χάσουν. Η Ουκρανία θα πρέπει να εντείνει την αναζήτηση ειρήνης μέσω διαπραγματεύσεων, όπως αυτές που διεξάγονταν τον Μάρτιο, αλλά εγκαταλείφθηκαν μετά τις ρωσικές θηριωδίες στην Μπούκα – ίσως και επειδή άλλαξαν οι προσδοκίες της για το πεδίο της μάχης.
Οι όροι ειρήνης που συζητήθηκαν στο τέλος Μαρτίου απαιτούσαν την ουδετερότητα της Ουκρανίας, την παροχή εγγυήσεων ασφαλείας στη χώρα και την εκπόνηση χρονοδιαγράμματος για την αντιμετώπιση επίμαχων ζητημάτων όπως το καθεστώς της Κριμαίας και του Ντονμπάς. Ρώσοι και ουκρανοί διαπραγματευτές, καθώς και τούρκοι μεσολαβητές είχαν δηλώσει ότι υπήρξε πρόοδος στις διαπραγματεύσεις. Μετά τα γεγονότα στην Μπούκα όμως, ο ουκρανός εκπρόσωπος δήλωσε ότι «η ουκρανική κοινωνία είναι πλέον πολύ πιο αρνητική σε οποιαδήποτε έννοια διαπραγμάτευσης με τη Ρωσική Ομοσπονδία».
Αλλά η ανάγκη για διαπραγματεύσεις παραμένει επείγουσα, σημειώνει ο Sachs. Η εναλλακτική επιλογή δεν είναι η νίκη της Ουκρανίας, αλλά ένας καταστροφικός πόλεμος φθοράς. Για να επιτευχθεί συμφωνία, πρέπει και οι δύο πλευρές να επαναξιολογήσουν τις προσδοκίες τους.
Η Ρωσία επιτέθηκε στην Ουκρανία, περιμένοντας μια γρήγορη και εύκολη νίκη. Υποτίμησε την αναβάθμιση του στρατού της Ουκρανίας μετά από χρόνια υποστήριξης και εκπαίδευσης των ΗΠΑ, της Βρετανίας και άλλων. Επιπλέον, υποτίμησε τον βαθμό στον οποίο η στρατιωτική τεχνολογία του ΝΑΤΟ θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τον μεγαλύτερο αριθμό στρατευμάτων της Ρωσίας. Χωρίς αμφιβολία, το κυριότερο λάθος της Ρωσίας ήταν να υποθέσει ότι οι Ουκρανοί δεν θα πολεμούσαν – ίσως και ότι θα άλλαζαν πλευρά.
Τώρα, ωστόσο, η Ουκρανία και οι δυτικοί υπερεκτιμούν τις πιθανότητες να νικήσουν τη Ρωσία στο πεδίο της μάχης. Η ιδέα ότι ο ρωσικός στρατός πρόκειται να καταρρεύσει είναι ευσεβής πόθος. Η Ρωσία έχει τη στρατιωτική ικανότητα να καταστρέψει την ουκρανική υποδομή και να κρατήσει εδάφη στην περιοχή του Ντονμπάς και στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας. Οι Ουκρανοί πολεμούν αποφασιστικά, αλλά είναι πολύ απίθανο να νικήσουν τους Ρώσους.
Επίσης, οι «σαρωτικές» δυτικές οικονομικές κυρώσεις δεν είναι και τόσο αποτελεσματικές. Ας λάβουμε υπόψη ότι οι κυρώσεις κατά της Βενεζουέλας, του Ιράν, της Βόρειας Κορέας δεν έχουν αλλάξει την πολιτική αυτών των καθεστώτων. Ο αποκλεισμός των ρωσικών τραπεζών από το σύστημα διεθνών πληρωμών SWIFT δεν ήταν η «πυρηνική επιλογή» που ισχυρίστηκαν πολλοί. Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η οικονομία της Ρωσίας θα συρρικνωθεί κατά περίπου 8,5% το 2022 – κακό, αλλά όχι καταστροφικό.
Οι κυρώσεις δημιουργούν σοβαρές οικονομικές συνέπειες και για τις ίδιες τις ΗΠΑ και ιδίως την Ευρώπη. Ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ βρίσκεται σε υψηλό 40 ετών, ενώ οι δυτικές οικονομίες επιβραδύνουν, ίσως και συρρικνώνονται, όσο πολλαπλασιάζονται οι διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας.
Η εσωτερική πολιτική θέση του προέδρου, Τζο Μπάιντεν, είναι αδύναμη και πιθανώς θα αποδυναμωθεί περαιτέρω όσο εντείνονται οι οικονομικές δυσκολίες. Η δημόσια υποστήριξη για τον πόλεμο πιθανότατα θα μειωθεί, καθώς θα επιδεινώνεται η κατάσταση στην οικονομία. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είναι διχασμένο για τον πόλεμο: η φατρία Τραμπ δεν πολυενδιαφέρεται να αντιμετωπίσει τη Ρωσία για χάρη της Ουκρανίας. Οι δε Δημοκρατικοί θα αγανακτούν όλο και περισσότερο για τον στασιμοπληθωρισμό, που δεν αποκλείεται να κοστίσει στο κόμμα την πλειοψηφία σε ένα ή και στα δύο σώματα του Κογκρέσου στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου.
Οι οικονομικές επιπτώσεις από τον πόλεμο και τις κυρώσεις θα πλήξουν δεκάδες αναπτυσσόμενες χώρες, που εξαρτώνται από τις εισαγωγές τροφίμων και ενέργειας. Οι φωνές για τερματισμό του πολέμου και των κυρώσεων αναμένεται να δυναμώσουν.
Πυρηνική απειλή και «πυρηνικές» διαπραγματεύσεις
Εν τω μεταξύ, η Ουκρανία βιώνει θανάτους και καταστροφές. Το ΔΝΤ προβλέπει συρρίκνωση 35% στην ουκρανική οικονομία το 2022, ενώ -το πιο επικίνδυνο απ’ όλα- όσο συνεχίζεται ο πόλεμος είναι υπαρκτός και ο κίνδυνος πυρηνικής κλιμάκωσης. Εάν οι δυνάμεις της Ρωσίας ωθηθούν πραγματικά προς την ήττα, όπως επιδιώκουν οι ΗΠΑ, η Ρωσία θα μπορούσε κάλλιστα να αντιδράσει με πυρηνικά όπλα μικρής ισχύος.
Επιπλέον, θα μπορούσε να καταρριφθεί κάποιο αμερικανικό ή ρωσικό αεροσκάφος στη Μαύρη Θάλασσα, οδηγώντας σε άμεση στρατιωτική σύγκρουση. Τον κίνδυνο υπογραμμίζουν αναφορές ότι οι ΗΠΑ έχουν μυστικές δυνάμεις στο έδαφος ή ότι βοήθησαν την Ουκρανία να σκοτώσει ρώσους στρατηγούς και να βυθίσει τη ρωσική ναυαρχίδα Moskva.
Η πυρηνική απειλή αυτομάτως σημαίνει ότι και οι δύο πλευρές δεν πρέπει ποτέ να παραιτηθούν από τη δυνατότητα διαπραγματεύσεων. Αυτό είναι το κεντρικό μάθημα από την κουβανική κρίση πυραύλων πριν από 60 χρόνια. Ο Τζον Κένεντι τότε έσωσε τον κόσμο με διαπραγματεύσεις – συμφωνώντας ότι οι ΗΠΑ δεν θα εισέβαλαν ποτέ ξανά στην Κούβα και ότι οι ΗΠΑ θα αφαιρούσαν τους πυραύλους τους από την Τουρκία, με αντάλλαγμα την απόσυρση των σοβιετικών πυραύλων από την Κούβα. Δεν σημαίνει ότι ενέδωσε στον σοβιετικό πυρηνικό εκβιασμό, αλλά ότι απέφυγε σοφά τον Αρμαγεδδώνα.
Είναι ακόμα εφικτό να εδραιωθεί η ειρήνη στην Ουκρανία με βάση τις παραμέτρους που ήταν στο τραπέζι στο τέλος Μαρτίου: ουδετερότητα, εγγυήσεις ασφαλείας, πλαίσιο για την Κριμαία, το Ντονμπάς και τη ρωσική απόσυρση. Είναι η μόνη ρεαλιστική και ασφαλής πορεία για την Ουκρανία, τη Ρωσία και τον κόσμο.
Ο πλανήτης επιθυμεί και θα συμμετάσχει σε μια τέτοια συμφωνία, για τη δική του επιβίωση και ευημερία, και το ίδιο θα έπρεπε να κάνει και η Ουκρανία.