H τοξικότητα των διαχωριστικών γραμμών που στήνονται στην εγχώρια πολιτική αντιπαράθεση και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν επιτρέπει ούτε καν μια στοιχειώδη κριτική για την εξοργιστική αμφισημία (επιεικώς) των εταίρων και των συμμάχων απέναντι στην κλιμακούμενη τουρκική απειλή κατά της Ελλάδας. Κάθε κουβέντα που εντοπίζει και αναδεικνύει αυτή την συμπεριφορά των Βρυξελλών και της Ουάσιγκτον εκλαμβάνεται ως κριτική στην κυβέρνηση και είτε εξοβελίζεται, είτε τροφοδοτεί την συμψηφιστική καταβύθιση στο παρελθόν και στον πρότερο κυβερνητικό βίο του αντιπάλου. Έτσι, όμως, χάνουμε, για ακόμα μία φορά, την μεγάλη εικόνα.
Μία εκπρόσωπος Τύπου της Κομισιόν (Ντάνα Σπίναντ), χθες, όταν ρωτήθηκε για τις ερντογανικές ύβρεις κατά του Έλληνα πρωθυπουργού, είπε αρχικά “ουδέν σχόλιο”, και στη συνέχεια εξέπεμψε το εξής ανεπίτρεπτο: «σε γενικές γραμμές προωθούμε και ενθαρρύνουμε την καλή συνεργασία μεταξύ ηγετών, ειδικότερα μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας και ελπίζουμε ότι το θετικό κλίμα θα επανέλθει και θα αντικατοπτριστεί σε δηλώσεις και δράσεις στην περιοχή». Η κυρία ήταν προκλητική. Τι είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να “προωθεί την καλή συνεργασία” μεταξύ του υβριστή και του υβριζόμενου, μεταξύ εκείνου που προσβάλει την κυριαρχία μιας χώρας μέλους και εκείνου που βλέπει τα τουρκικά μαχητικά να πετούν πάνω από τα νησιά και την Αλεξανδρούπολη;
Το παρασκήνιο είναι οργιώδες. Χρειάστηκε να εκφραστεί η δυσφορία της Αθήνας γι’ αυτή την εξωφρενική και ίσων αποστάσεων (πρώτη) δήλωση της εκπροσώπου της Κομισιόν, για να υπάρξει, αργά το βράδυ, μια ισχνή προσπάθεια επανόρθωσης μετά από σχετικό ερώτημα που διατύπωσε η “Καθημερινή”. Και αφορούσε, προφανώς, την εσωτερική πολιτική και μιντιακή κατανάλωση, αφού όλα τα ξένα μέσα ενημέρωσης είχαν ήδη μεταδώσει την πρώτη τοποθέτηση της Κομισιόν.
Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα με το Στέϊτ Ντιπάρτμεντ. Την ώρα που η Τουρκία απειλεί, εκδίδει παράνομες Navtex, πραγματοποιεί υπερπτήσεις πάνω από ελληνικά εδάφη, βγάζει το “Γιουνούς” στο Αιγαίο και προδιαθέτει για ένα “θερμό” καλοκαίρι, η αμερικανική πλευρά αποφεύγει να κατονομάσει την τουρκική επιθετικότητα.
Πως μπορεί να εκληφθεί, άραγε, το σχόλιο ( εδώ) του εκπροσώπου της αμερικανικής διπλωματίας; «Συνεχίζουμε να ενθαρρύνουμε όλα τα μέλη του ΝΑΤΟ περιλαμβανομένων Ελλάδας και Τουρκίας να εργάζονται από κοινού για την διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή, να επιλύουν τις διάφορες τους με διπλωματικό τρόπο και να αποφεύγουν την ρητορική που αυξάνει περαιτέρω την ένταση».
Αναφερόμενος μάλιστα στο πρόσφατο ταξίδι του Έλληνα πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον είπε πως «η Ελλάδα είναι ένας αναντικατάστατος εταίρος και ένας βασικός νατοϊκός σύμμαχος, και η Τουρκία είναι ένας σημαντικός εταίρος».
Ποιός απειλεί την ειρήνη και την σταθερότητα στην περιοχή; Αμφοτέρως, Ελλάδα και Τουρκία;
Δυστυχώς, η κυβέρνηση κάνει ότι μπορεί για να υποτιμήσει και να αποκρύψει την κατάσταση, παραπέμποντας στους παιάνες της -ομολογουμένως εξαιρετικής, ας το ξαναπούμε- εμφάνισης του πρωθυπουργού στο Κογκρέσο. Είναι τόσο φοβική, δε, η στάση της Αθήνας που επιχείρησε να κρύψει ακόμα και την αποστολή νέου βαρέως οπλισμού στην Ουκρανία, μαζί με άλλες χώρες, και έπρεπε να το αποκαλύψει δημοσίως (εδώ ) ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Λόϊντ Όστιν για να το επιβεβαιώσει αμήχανα ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, ξεχνώντας τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του μόλις πριν μερικές εβδομάδες.
Η εγχώρια ανάλυση σχετικά με τα παραπάνω είναι επιδερμική και αποπροσανατολιστική. Στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων ακούγονται απόψεις περί του ότι η κλιμάκωση της τουρκικής απειλής αφορά την…δύσκολη θέση στην οποία έχει περιέλθει ο Ταγίπ Ερντογάν λόγω των εκλογών (σε ένα χρόνο…) και της κατάστασης της τουρκικής οικονομίας! Όταν το Oruce Reis έφτανε στα 6 μίλια από την Ρόδο και το Καστελόριζο, το καλοκαίρι του ’20, ήταν κάποιες εκλογές που τον οδηγούσαν σε αυτή την επιθετική συμπεριφορά;
Επιμόνως, η ελληνική πλευρά αρνείται να αποδεχθεί πως η τουρκική επιθετικότητα δεν είναι τακτικής φύσεως αλλά πρόκειται για μια στρατηγική αναθεωρητισμού των συνθηκών που κατά καιρούς αποκτά ένταση και “γωνίες” επειδή η Τουρκία αξιολογεί πως είναι συμφέρουσα γι αυτήν η γεωπολιτική συγκυρία. Κι αυτό συμβαίνει τώρα.
Το ερώτημα που θα έπρεπε να μας απασχολεί είναι διττό: πρώτον, γιατί η τουρκική απειλή εντείνεται στη σκιά της διεθνούς καταδίκης του ρωσικού αναθεωρητισμού με την εισβολή στην Ουκρανία, και, δεύτερον, γιατί οι σύμμαχοι και οι εταίροι αρνούνται επίμονα να καταδικάσουν τον τουρκικό αναθεωρητισμό με τις προκλητικές εκφάνσεις του κατά της Ελλάδας. Αυτή η μεγάλη αντίφαση μένει εκτός της δημόσιας συζήτησης. Διότι, εάν πήραμε θέση στη “σωστή πλευρά της ιστορίας”, τι συμβαίνει; Μετακινήθηκε η …Ιστορία σε άλλη πλευρά;
Είναι η ζηλευτή γεωπολιτική θέση της Τουρκίας που αναγκάζει τη Δύση όχι μόνο να την ανέχεται αλλά και να την σιγοντάρει; Και αυτό σημαίνει πως εμείς στεκόμαστε ηττοπαθώς απέναντι σε αυτό που κάποιοι ονομάζουν γεωπολιτική υπεροπλία της Τουρκίας;
Η μέχρι τώρα ελληνική απάντηση οριοθετείται μόνο στο πλαίσιο του ανταγωνισμού εξοπλισμών. Προσπαθεί, δηλαδή, να αξιοποιήσει το κενό του αποκλεισμού της Τουρκίας από αμερικανικά εξοπλιστικά προγράμματα και προσπαθούμε να την προσπεράσουμε με την αγορά των F35. Ακόμα κι αν αυτό είναι σωστό, προκειμένου να ενισχύσουμε την αποτρεπτική ισχύ της χώρας, θέλει πολλή σκέψη για να αντιληφθούμε πως αυτός ο αποκλεισμός είναι πάρα πολύ πιθανό να τερματιστεί σύντομα; Εάν, δηλαδή, οι ΗΠΑ αναβαθμίσουν τα τουρκικά F16 και της πουλήσουν νέα, τι θα έχει απομείνει από αυτή την κοντόθωρη τακτική;
Ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας προσέγγισε όλα τα παραπάνω με μία “πολιτισμική ανωτερότητα”, υπονοώντας πως η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν πρέπει να ακολουθήσει την τακτική ανατολίτικου παζαριού του Ερντογάν. Ενδιαφέρουσα συζήτηση μεν, άσκοπη και ατελέσφορη δε. Διότι, με την απειλή βέτο για την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, για παράδειγμα, η Τουρκία δεν καταγγέλεται από τον Γενς Στόλτενμπεργκ για τον εκβιασμό που ασκεί, αλλά δέχεται φιλοφρονήσεις και σεβασμό για τις δίκαιες ανησυχίες της!
Επ΄ αυτού και λαμβάνοντας υπόψιν της κατηγορηματικής θέσης που έλαβε η Αθήνα ως προς τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, προκύπτει το ερώτημα: ο “γκουρού” της αμερικανικής διπλωματίας Χένρι Κίσιντζερ που προτείνει ακόμα και εδαφικές υποχωρήσεις του Ζελένσκι (όπως και ο Εμανουέλ Μακρόν, άλλωστε) για να βρεθεί ειρηνευτική λύση, με ποιά πλευρά της ιστορίας είναι;
Είναι κρίμα που δεν το βλέπουν, ή δεν θέλουν να το δουν κάποιοι, αλλά είναι ώρα για έναν νέο “διεκδικητικό πατριωτισμό“, για να δανειστώ τον τίτλο του εξαιρετικού βιβλίου του καθηγητή Κωνσταντίνου Φίλη.
Η απειλή βέτο, για παράδειγμα, δεν μπορεί να είναι όπλο για την τουρκική διπλωματία και να απεμπολείται από την ελληνική, ως μη “πολιτισμικά προσήκον” στην ελληνική-ευρωπαϊκή κουλτούρα. Δεν μπορεί το θέμα των κυρώσεων κατά της Τουρκίας για τις παραβιάσεις στην κυπριακή ΑΟΖ να παραμένουν στα συρτάρια του Μπορέλ και κανείς στην Αθήνα, ή την Λευκωσία, να μην επαναφέρει το θέμα. Δεν μπορεί να προσβάλλεται εθνική κυριαρχία και το ΝΑΤΟ να αντιμετωπίζει την Ελλάδα ως μέρος του προβλήματος. Δεν μπορεί οι ΗΠΑ να μας αναγνωρίζουν ως “αναντικατάστατο εταίρο” αλλά να αντιμετωπίζουν την Τουρκία ως αιχμή του δόρατος τους, παρότι δεν έχουν διαλέξει την “σωστή πλευρά της ιστορίας”, αλλά την πλευρά της δικής τους εύπλαστης και προσαρμόσιμης αναθεωρητικής ιστορίας.
Η ανάγκη για αναπροσαρμογή της εθνικής στρατηγικής είναι ρητή. Και για να υπάρξει κάτι τέτοιο πρέπει πρώτα να πάψουμε να κρύβουμε τα “σκουπίδια” κάτω από το χαλί…