Την ώρα που η διεθνής κοινότητα διαπραγματεύεται στο Παρίσι μια νέα συμφωνία κατά της κλιματικής αλλαγής, ο ρόλος της πυρηνικής ενέργειας στην μείωση των εκπομπών άνθρακα διχάζει περισσότερο από ποτέ.
Η Διακυβερνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για το Κλίμα (IPCC) δείχνει να υιοθετεί την πυρηνική ενέργεια ως εναλλακτική λύση στα ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα -η χρήση αντιδραστήρων περιλαμβάνεται σε όλα τα σενάρια της Επιτροπής για τη συγκράτηση της παγκόσμιας θέρμανσης.
Ο λόγος είναι ότι οι πυρηνικοί αντιδραστήρες δεν εκπέμπουν διοξείδιο του άνθρακα ή άλλα αέρια του θερμοκηπίου -παράγουν αυτούς τους ρύπους μόνο έμμεσα, λόγω των ορυκτών καυσίμων που απαιτούνται για την εξόρυξη ουρανίου και την κατασκευή πυρηνικών σταθμών.
Κυρίως λόγω της πυρηνικής τραγωδίας του Τσερνόμπιλ το 1986 και του πυρηνικού ατυχήματος στην Φουκουσίμα το 2011, το μερίδιο της πυρηνικής ενέργειας στην ηλεκτροπαραγωγή έπεσε σε παγκόσμιο επίπεδο από το 17% το 1993 στο 11% το 2012, λέει η IPCC.
Το μερίδιο πρέπει να αυξηθεί, λέει στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Τζέιμς Χάνσεν, πρώην στέλεχος της NASA και ένας από τους σημαντικότερους επιστήμονες του κλίματος. Το 1988, η ομιλία του ενώπιον του Κογκρέσου για τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής έγινε πρωτοσέλιδο σε όλο τον κόσμο.
«Αρκεί κανείς να κοιτάξει τις εκπομπές της Κίνας, της Ινδίας και άλλων αναπτυσσόμενων χωρών. Προέρχονται σχεδόν εξ΄ολοκλήρου από την καύση κάρβουνου» επισημαίνει ο Χάνσεν. «Η λύση στο πρόβλημα του κλίματος είναι η ηλεκτρική ενέργεια χωρίς άνθρακα. Και δεν υπάρχει περίπτωση να φτάσουν σε αυτό το σημείο η Κίνα και η Ινδία χωρίς την πυρηνική ενέργεια» προειδοποιεί.
Ο Χάνσεν αμφισβητεί έτσι την άποψη ότι οι ανανεώσιμες πηγές επαρκούν. Η ηλιακή και αιολική ενέργεια επεκτείνονται συνεχώς και προσελκύουν μεγάλες επενδύσεις, παρουσιάζουν όμως μειονεκτήματα όπως το υψηλό κόστος, η αδυναμία αποθήκευσης της παραγόμενης ενέργειας και η ασυμβατότητα με τα υφιστάμενα δίκτυα ηλεκτροδότησης.
Σύμφωνα με την IPCC, οι εκπομπές από τα πυρηνικά εργοστάσια αντιστοιχούν σε μόλις 16 γραμμάρια ισοδυνάμου του διοξειδίου του άνθρακα ανά κιλοβατώρα, περίπου όσο εκτιμάται για τις ανεμογεννήτριες.
Για να επιτευχθεί ο στόχος των 2 βαθμών Κελσίου για την άνοδο της θερμοκρασίας του πλανήτη έως το τέλος του αιώνα, το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών και της πυρηνικής ενέργειας στην ηλεκτροπαραγωγή πρέπει να αυξηθεί από το 30% σήμερα στο 80% το 2050, εκτιμά η διακυβερνητική επιτροπή.
Για την Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας, η πυρηνική ενέργεια αυξάνει την ενεργειακή ασφάλεια και αποτελεί «μια από τις μεγαλύτερες πηγές ενέργειας χαμηλού άνθρακα», με κάθε πυρηνικό σταθμό να ανταγωνίζεται σε ισχύ ένα αιολικό πάρκο με 4.000 γεννήτριες.
Στήριξη στην πυρηνική ενέργεια δείχνει και ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), σύμφωνα με τον οποίο η επίτευξη του στόχου των 2 βαθμών απαιτεί αύξηση της συνολικής ισχύος των πυρηνικών σταθμών από τα 396 gigawatt σήμερα στα 930 gigawatt το 2030, μια επένδυση ύψους 4 τρισεκατομμυρίων ευρώ.
Υπάρχουν βέβαια και οι επικριτές της πυρηνικής ενέργειας, οι οποίοι επικαλούνται τον κίνδυνο ατυχήματος αλλά και την αδυναμία σωστής διαχείρισης των πυρηνικών αποβλήτων.
Έκθεση που διενεργήθηκε από τη γαλλική ερευνητική υπηρεσία WISE για λογαριασμό της Greenpeace και άλλων MKO καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι κίνδυνοι δεν δικαιολογούν τη χρήση αντιδραστήρων ως βιώσιμη πηγή ενέργειας.
«Από τα ορυχεία ουρανίου μέχρι τα πυρηνικά απόβλητα, συμπεριλαμβανομένης της ραδιενεργού και χημικής ρύπανσης από τους πυρηνικούς αντιδραστήρες, κάθε φάση του πυρηνικού κύκλου φέρνει ρύπανση» γράφουν οι συντάκτες της έκθεσης.
Από την άλλη πλευρά, όμως, θα πρέπει κανείς να λάβει υπόψη τη ρύπανση από την καύση ορυκτών καυσίμων, καθώς και τους περίπου 7 εκατομμύρια ανθρώπους που πεθαίνουν λόγω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης κάθε χρόνο, σύμφωνα με εκτίμηση του ΟΗΕ.
Συγκριτικά, η επίσημη εκτίμηση του ΟΗΕ είναι ότι το πυρηνικό δυστύχημα του Τσερνόμπιλ προκάλεσε περίπου 4.000 επιπλέον θανάτους από καρκίνο.