Βρισκόμαστε μπροστά στο πολύ πιθανό ενδεχόμενο μετεξέλιξης του πληθωριστικού φαινομένου σε στασιμοπληθωρισμό και ύφεση, αναφέρει σε συνέντευξή του, στην ΑΥΓΗ της Κυριακής ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Σάββας Ρομπόλης.
Όπως σημειώνει, ο πληθωρισμός που έχουμε είναι πληθωρισμός της προσφοράς και όχι της ζήτησης και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με νομισματικές «συνταγές». Ο κ. Ρομπόλης υπογραμμίζει ότι στην Ελλάδα ο πληθωρισμός αυξήθηκε κατά 142% μέσα σε έξι μήνες, προκαλώντας διεύρυνση του φαινομένου της φτωχοποίησης των νοικοκυριών προς όφελος της υπερ-κερδοφορίας των επιχειρήσεων
Ο πληθωρισμός στη χώρα μας αυξήθηκε από 4,2% τον Νοέμβριο του 2021 σε 10,2% τον Απρίλιο του 2022, ενώ ο μέσος όρος πληθωρισμού στην Ευρωζώνη αυξήθηκε από 4,9% σε 7,5%. Γιατί αυτή η υπερδιπλάσια αύξηση του πληθωρισμού στη χώρα μας;
Νομίζω πως απαιτείται να υπογραμμιστεί ότι κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ο πληθωρισμός στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 142%, ενώ στην Ευρωζώνη αυξήθηκε κατά 53%. Το πληθωριστικό φαινόμενο, κατά τους επόμενους μήνες, δεν πρόκειται να αναστραφεί και, όπως εκτιμάται (ΔΝΤ,19/5/22), «θα πρέπει να νιώθουμε πιο συμφιλιωμένοι με το ενδεχόμενο το τρέχον να μην είναι το τελευταίο πληθωριστικό σοκ». Η εξέλιξη αυτή θα έχει ως αποτέλεσμα την καθίζηση της αγοραστικής δύναμης του εισοδήματος των πολιτών και των νοικοκυριών καθώς και την αύξηση της φτωχοποίησής τους προς όφελος της υπερ-κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Κι αυτό γιατί ο πληθωρισμός λειτουργεί, μεταξύ των άλλων, ως «εργαλείο» βίαιης ανισοκατανομής του εισοδήματος και περαιτέρω διεύρυνσης των εισοδηματικών και κοινωνικών ανισοτήτων.
Από αυτά τα στοιχεία προκύπτει ότι οι κυβερνητικές παρεμβάσεις όχι μόνο δεν απέτρεψαν την υπέρμετρη μείωση του πληθωρισμού, αλλά ενίσχυσαν αυτή την εξέλιξη.
Προφανώς και την ενίσχυσαν. Κι αυτό γιατί ενώ η χώρα μας από τον Νοέμβριο του 2021 είχε χαμηλότερο πληθωρισμό από τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, στην πορεία προς τον Απρίλιο του 2022 ο ρυθμός μεταβολής του πληθωρισμού ήταν υψηλότερος από αυτόν των άλλων χωρών της Ευρωζώνης.
Η δυσμενής αυτή εξέλιξη στην Ελλάδα αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι ασκούμενες πολιτικές, με ανεπαρκείς πόρους, ελλιπές περιεχόμενο και μεγάλες καθυστερήσεις στον χρόνο, δεν περιόρισαν την ανεξέλεγκτη αύξηση (142%) του πληθωρισμού, επειδή υπολείπονταν και υπολείπονται της ουσιαστικής αντιμετώπισης του πληθωριστικού προβλήματος. Αντίθετα, στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης οι ασκούμενες δημόσιες πολιτικές κατά το ίδιο χρονικό διάστημα έλεγξαν σε κάποιο βαθμό την αύξηση (53%) του πληθωρισμού, προστατεύοντας την αγοραστική δύναμη των πολιτών τους και περιορίζοντας, ως ένα βαθμό, τη βίαιη ανισοκατανομή του εισοδήματος.
Ποια συγκεκριμένα μέτρα έπρεπε να ληφθούν, ποια μέτρα έλαβαν άλλες χώρες και συγκράτησαν την πληθωριστική άνοδο;
Στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης οικονομικής πολιτικής, τα αντίστοιχα άμεσα μέτρα (Αude Martin, Alternatives Economiques, 18/5/22) διακρίνονται, κατά βάση, στις παρακάτω κατηγορίες: α) εισοδηματικές ενισχύσεις των καταναλωτών (νοικοκυριά και επιχειρήσεις) για τη διατήρηση της αγοραστικής δύναμης, β) έλεγχος και ρύθμιση των τιμών ενέργειας, γ) απόσπαση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας από τους μηχανισμούς της αγοράς οι οποίοι συνέβαλαν καθοριστικά στην εκτόξευση των τιμών ενέργειας, δ) μειώσεις φόρων ή εκπτώσεις στις τιμές των καυσίμων, ε) αποχώρηση (Ισπανία, Πορτογαλία) μετά από άδεια των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό δασμών, στ) φορολογία υπερβάλλοντος κέρδους, ζ) νέα μέτρα σε προοπτική ( π.χ. ευρωπαϊκή αγορά καυσίμων και στρατηγικών αποθεμάτων, αναθεώρηση της αγοράς άνθρακα, ευρωπαϊκοί κανόνες και καθορισμός της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας).
Κατά συνέπεια, η εκτόξευση του πληθωρισμού στην Ελλάδα σημαίνει ότι οι ασκούμενες πολιτικές στη χώρα μας απέχουν παρασάγγας, σε πόρους, περιεχόμενο και χρόνο, από την προαναφερόμενη δέσμη άμεσων μέτρων οικονομικής πολιτικής. Παράλληλα, η συγκράτηση της έξαρσης του πληθωρισμού στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης σημαίνει, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, ότι εφήρμοσαν, με διαφοροποιήσεις από χώρα σε χώρα, κάποια από τα προαναφερόμενα μέτρα, προστατεύοντας, ως ένα βαθμό, την αγοραστική δύναμη των πολιτών τους και την αύξηση των εισοδηματικών και κοινωνικών ανισοτήτων.
Θεωρείτε ότι, με τις επικρατούσες πληθωριστικές συνθήκες σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, οι κεντρικές τράπεζες και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα αυξήσουν τα επιτόκια παρέμβασης;
Καταρχάς, στις διεθνείς αγορές τα επιτόκια από την αρχή του τρέχοντος έτους αυξάνονται. Παράλληλα, η ΕΚΤ με μικρή καθυστέρηση θα αυξήσει τα επιτόκιά της στα τέλη Ιουλίου 2022, με αύξηση 0,25 του σημερινού επιτοκίου (0,5%). Όμως, «ο σημερινός πληθωρισμός δεν είναι νομισματικής προέλευσης και επομένως η αντιμετώπισή του δεν θα έλθει από νομισματική λύση» (Olivier Passet, Xerfi 2022).
Επομένως, ως πληθωρισμός της προσφοράς και όχι της ζήτησης, η αποτελεσματική αντιμετώπιση του θα έλθει με τα προαναφερόμενα άμεσα μέτρα και βραχυ-μεσοπρόθεσμα με πολιτικές στη δομή της προσφοράς, δηλαδή προώθηση των θερμομονώσεων, της ηλεκτρικής μετατροπής των μεταφορών και της βιομηχανίας, της παραγωγής ενέργειας με χαμηλές εκπομπές άνθρακα, της δημιουργίας υποδομών αποθήκευσης στρατηγικών υλικών, εξερεύνηση ορυχείων για την αντικατάσταση του άνθρακα, του χάλυβα και του αλουμινίου από σπάνιες γαίες, λίθιο, παλλάδιο ή τιτάνιο, γεωργία κ.λπ. (A. Martin, 18/5/22).
Έτσι, στην προοπτική αυτή της αποτροπής των πληθωριστικών πιέσεων να αποκτήσουν διάρκεια, οι κεντρικές τράπεζες θα αποφάσιζαν τη διατήρηση των επιτοκίων τους σε χαμηλά επίπεδα, προκειμένου οι δημόσιοι φορείς να δαπανήσουν περισσότερους πόρους μετασχηματισμού της προσφοράς ενέργειας και μείωσης των τιμών των ενεργειακών προϊόντων.
Αυτό είναι το καλό σενάριο, υποθέτω.
Σωστά, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα επαληθευτεί το παράδοξο των Jonathan Marie και Virginie Monvoisin, σύμφωνα με το οποίο «εάν ο σύγχρονος πληθωρισμός αποκαλύψει μεγάλες οικονομικές δυσλειτουργίες, τότε η προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής δεν θα πρέπει να είναι η καταπολέμηση του πληθωρισμού» (Α. Martin, 18/5/2022), αλλά η βαθύτερη κατανόηση των στόχων (κλιματική αλλαγή, τέταρτη ψηφιακή επανάσταση), των όρων ( γεωπολιτικό, γεωοικονομικό, κοινωνικο-οικονομικό, θεσμικό, δημοκρατικό επίπεδο) μετάβασης της Δύσης στην πορεία απεξάρτησης από την «παγίδα» των δίδυμων εξαρτήσεων (παραγωγική από την Κίνα και ενεργειακή από τη Ρωσία) και των ριζικών μετασχηματισμών απο-παγκοσμιοποίησης που θα συντελεσθούν σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Αυτό σημαίνει ότι στο μέλλον οι παγκόσμιες οικονομικές, εμπορικές και τεχνολογικές σχέσεις των κρατών δεν θα καθοδηγούνται από τις πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού (περιορισμός του ρόλου του κράτους προς όφελος της άνισης ανταλλαγής, των αγορών και του χαμηλού κόστους εργασίας) αλλά θα καθοδηγούνται από άλλα κριτήρια, κυρίως πολιτικά, γεωπολιτικά, κλιματολογικά, κοινωνικο-υγειονομικά, κ.λπ. (Isabelle Bensidoun, Alternatives Econo – mi ques, 21/5/22). Βέβαια, στην πορεία αυτή του απονεοφιλελευθερισμού και της απο-παγκοσμιοποίησης, κεντρική θέση κατέχουν οι όροι που θα συντελεσθεί αυτή η μετάβαση. Δηλαδή η εγκαθίδρυση του νέου κοινωνικο-οικονομικού παραδείγματος σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο θα συντελεσθεί με ειρηνικό και κοινωνικο-δημοκρατικό ή με πολεμικό και αυταρχικό τρόπο.
Να επανέλθουμε στις πληθωριστικές πιέσεις. Ποιες είναι οι επιπτώσεις στο εισόδημα και την αγοραστική δύναμη των μισθών; Το ΙΝΕ ισχυρίζεται ότι ο κατώτατος μισθός έχει ήδη χάσει το 18% της αγοραστικής του δύναμης, παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 7,5% από 1/5/2022.
Πράγματι, το εισόδημα και η αγοραστική δύναμη των μισθών στη χώρα μας έχουν δεχτεί σημαντικό πλήγμα σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, δεδομένου ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα είναι μετά την 1/5/22 713 ευρώ (μεικτά) και στην Ευρωζώνη ο μέσος κατώτατος μισθός είναι 1.005 ευρώ (μεικτά). Έτσι, ο μέσος κατώτατος μισθός στην Ευρωζώνη είναι 40% υψηλότερος από τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα, η οποία παρουσιάζει 36% υψηλότερο πληθωρισμό από την Ευρωζώνη, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι (Kyriakos) που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό στην χώρα μας να υφίστανται καθίζηση της αγοραστικής τους δύναμης και αύξησης της φτωχοποίησής τους.
Αρκετοί εκτιμούν ότι η φτωχοποίηση δεν θα αφορά μόνο όσους αμείβονται με χαμηλούς μισθούς, αλλά και ευρύτερα στρώματα που είχαν μια σχετική εισοδηματική ασφάλεια μέχρι τώρα.
Προφανώς, δεδομένου ότι ο μέσος καθαρός μηνιαίος μισθός στην Ελλάδα το 2021 ήταν 780 ευρώ, ενώ ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη ήταν 1.712 ευρώ, δηλαδή ο μέσος καθαρός μηνιαίος μισθός στη χώρα μας αντιστοιχεί στο 45% του μέσου επιπέδου της Ευρωζώνης και ταυτόχρονα ο πληθωρισμός στη χώρα μας είναι 36% υψηλότερος από την Ευρωζώνη. ΄Ετσι, εξ αυτού του λόγου πλήττεται η αγοραστική δύναμη του εισοδήματος και διευρύνεται η φτωχοποίηση και σε αυτή την εισοδηματική κατηγορία των εργαζομένων.
Εκτιμάτε ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να επανέλθει σε ύφεση μετά από μια υπερδεκαετή κρίση; Και σε περίπτωση επιδείνωσης τι θα συμβεί στην χώρα μας;
Η διατήρηση του υψηλού επιπέδου των πληθωριστικών πιέσεων στην χώρα μας και στα άλλα κράτη – μέλη της Ε.Ε.-27, σε συνδυασμό με τις πολεμικές συγκρούσεις της Ρωσίας στην Ουκρανία, εκτιμάται ότι θα συμβάλουν, μεταξύ των άλλων, στην αύξηση του κινδύνου μετεξέλιξης του πληθωριστικού φαινομένου σε στασιμοπληθωρισμό και ύφεση. Κι’ αυτό γιατί εάν δεν ληφθούν τα μέτρα που προαναφέραμε, τότε θα αυξηθεί ο κίνδυνος επιδείνωσης του επιπέδου του πληθωρισμού, παράλληλα με τον κίνδυνο ανακοπής του ρυθμού ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και των αρνητικών παρενεργειών που συνεπάγονται στο επίπεδο της ανεργίας, των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, του εισοδήματος, της επενδυτικής δραστηριότητας, του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους κ.λπ.
Στις συνθήκες αυτές της ανεπιτυχούς και αναποτελεσματικής αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης στην Ευρώπη και την Ελλάδα, θα μετατραπεί η παρούσα κρίση σε επισιτιστική, ανθρωπιστική και κοινωνική. Κι αυτό γιατί, εκτός από το χαμηλό επίπεδο του κατώτατου και μέσου μισθού στην Ελλάδα, η μέση σύνταξη (κύρια και επικουρική) είναι 930 ευρώ (μεικτά), το 47% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα έχει μηνιαίο εισόδημα 800 ευρώ (μεικτά) και το 15% έχει μηνιαίο εισόδημα 500 ευρώ (μεικτά). Παράλληλα, σημαντικό τμήμα (30,5% (2022), έναντι 2,9% (2020) και 28,1% (2008) του πληθυσμού αντιμετωπίζει περαιτέρω κίνδυνο φτωχοποίησής του.