Η ιδέα ότι η τεχνολογία μπορεί να μας απελευθερώσει από την αγγαρεία της εργασίας είναι ισχυρή. Αποτέλεσε επίσης μια ισχυρή απογοήτευση, τουλάχιστον μέχρι στιγμής.
Πολλοί θρηνούν για το γεγονός ότι ο Τζον Μέιναρντ Κέινς πίστευε ότι έως την εποχή που ζούμε σήμερα θα μπορούσαμε όλοι μας να δουλεύουμε 15 ώρες την εβδομάδα. Δεν είναι όμως μόνο το ωράριο εργασίας. Είναι και η φύση της εργασίας που φαίνεται επίσης να έχει αλλάξει τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Παρά τη νέα τεχνολογία – ή ίσως εξαιτίας αυτής – οι άνθρωποι λένε ότι τώρα εργάζονται σκληρότερα για να πετύχουν αυστηρότερες προθεσμίες κάτω από μεγαλύτερα επίπεδα έντασης.
Τα καλύτερα στοιχεία για τη διαπίστωση αυτή προέρχονται από τη Βρετανία, όπου μεγάλες έρευνες που χρηματοδοτούνται από την κυβέρνηση και οι οποίες διεξάγονται κάθε πέντε χρόνια δείχνουν ότι από τη δεκαετία του 1990 αυξάνεται η «εντατικοποίηση της εργασίας». Το ποσοστό των εργαζομένων που «συμφωνούν απόλυτα» ότι η δουλειά τους απαιτεί να εργάζονται «πολύ σκληρά» αυξήθηκε από 30% το 1992 σε 46% το 2017. Το ποσοστό που δηλώνουν ότι εργάζονται σε «ασφυκτικές προθεσμίες» για τουλάχιστον τρία τέταρτα του έτους, έχει αυξηθεί από 53% σε 60%. Και το ποσοστό που λένε ότι εργάζονται με «πολύ υψηλή ταχύτητα» για τουλάχιστον τρία τέταρτα του χρόνου, έχει αυξηθεί από 23% σε 45%.
Αυτό που είναι εντυπωσιακό σε αυτή την τάση εντατικοποίησης της εργασίας, είναι ότι συμβαίνει σε όλους. «Δεν είναι μόνο το άτομο της γραμμής παραγωγής της Amazon που έχει εντατικοποιήσει τη δουλειά του, είναι ο νέος δικηγόρος, όλοι όσοι κυκλοφορούν στο Λονδίνο», λέει ο καθηγητής στο UCL Φράνσις Γκριν, ο οποίος μελετά το φαινόμενο εδώ και χρόνια. Σύμφωνα με ανάλυση της δεξαμενής σκέψης Resolution Foundation, λίγο πάνω από τα δύο τρίτα των εργαζομένων με αμοιβές στο υψηλότερο 25% της μισθολογικής κλίμακας δήλωναν το 2017 ότι εργάζονταν «υπό μεγάλη ένταση». Το ίδιο ίσχυε για τους μισούς με αμοιβές στο χαμηλότερο 25% της κλίμακας. Αλλά η κατηγορία αυτή έχει βιώσει τη μεγαλύτερη εντατικοποίηση της εργασίας ήδη από τη δεκαετία του 1990. Οι μελέτες έχουν εντοπίσει ολοένα και υψηλότερη εντατικοποίηση μεταξύ των διευθυντών, των νοσοκόμων, των εργαζομένων στον κλάδο της αεροδιαστημικής, των εργαζομένων στην επεξεργασία κρέατος, των δασκάλων, του προσωπικού πληροφορικής και των απασχολουμένων στον ευρύτερο κλάδο της παροχής υπηρεσιών προσωπικής φροντίδας. Υπάρχουν επίσης στοιχεία που δείχνουν εντατικοποίηση της εργασίας στην ηπειρωτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ.
Τι συμβαίνει άραγε; Στη δεκαετία του 1990, οι άνθρωποι έλεγαν ότι ήταν «δική τους επιλογή» το πόσο σκληρά δούλευαν. Τώρα είναι πιο πιθανό να αναφέρουν ως αιτία τις «απαιτήσεις των πελατών ή των καταναλωτών». Σε έναν κόσμο άμεσης επικοινωνίας, πολλοί εργαζόμενοι νιώθουν τώρα ότι πρέπει να ανταποκριθούν γρήγορα στις απαιτήσεις των καταναλωτών ή των πελατών. Αυτό ισχύει για τον τραπεζίτη που εργάζεται για μια μεγάλη συγχώνευση, καθώς και για τον οδηγό της Uber Eats από τον οποίο ο τραπεζίτης περιμένει για να του φέρει ένα χάμπουργκερ. Στον κλάδο των εφημερίδων, δημοσιεύουμε στο Διαδίκτυο σημαντικές έκτακτες ειδήσεις το συντομότερο δυνατό. Μερικές φορές σκέφτομαι και μακαρίζω τους προκατόχους μας, πριν από το Διαδίκτυο, που μόνη τους ανησυχία ήταν η προθεσμία για την εκτύπωση.
Μια άλλη πιθανή εξήγηση είναι ότι οι εργοδότες απλώς μείωσαν τον αριθμό των εργαζομένων για να εξοικονομήσουν κόστος, δίχως να βρουν αποτελεσματικότερους τρόπους για να λειτουργήσουν. Αυτό αναμφίβολα ισχύει για τους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα της Βρετανίας, που μετά την οικονομική κρίση βίωσαν μια δεκαετία περικοπών των κρατικών δαπανών.
Ορισμένες εταιρείες έχουν επίσης αξιοποιήσει την τεχνολογία για να εντατικοποιήσουν την προσπάθεια του προσωπικού που απασχολούν. Οι περισσότεροι χώροι εργασίας, όπως είναι για παράδειγμα οι αποθήκες, έχουν γίνει μερικώς αυτοματοποιημένοι, πράγμα που σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να προσαρμόζονται στο ρυθμό των μηχανών και να συμβαδίζουν μ’ αυτές. Επίσης οι εργαζόμενοι είναι πλέον πιο εύκολο να παρακολουθούνται. Αναλογιστείτε πόσο έχει αναπτυχθεί το λογισμικό που παρακολουθεί τα πλήκτρα των εργαζομένων, μετρά τα διαλείμματά τους και, εάν παρεκκλίνουν από τους επιθυμητούς ρυθμούς, στέλνει ειδοποιήσεις σε ιστότοπους που δεν σχετίζονται με την εργασία.
Μια τέταρτη περίπτωση είναι ότι οι πλατφόρμες ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και ανταλλαγής άμεσων μηνυμάτων, όπως το Slack, απλά κουράζουν τους ανθρώπους ψυχικά. Είναι δύσκολο να εστιάσετε στην εργασία σας όταν σας διακόπτουν συνεχώς. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να κάνει τους εργαζόμενους να αισθάνονται σαν να εργάζονται σκληρά και υπό πίεση, ακόμα κι αν εν τέλει δεν παράγουν πολύ έργο.
Φτάνουμε έτσι στο κεντρικό ερώτημα της παραγωγικότητας. Δεν είναι απαραιτήτως κακό για τους ανθρώπους να εργάζονται σκληρότερα, εάν πριν είχαν κάποιες ανεκμετάλλευτες δυνατότητες. Εξάλλου, η υψηλότερη παραγωγικότητα θεωρητικά πρέπει να οδηγεί σε καλύτερο βιοτικό επίπεδο. Όμως η εντατικοποίηση της εργασίας στη Βρετανία την τελευταία δεκαετία συνδυάστηκε με μια περίοδο πολύ χαμηλής αύξησης της παραγωγικότητας. Και ενώ η σκληρότερη δουλειά δεν φαίνεται να μας κάνει πλουσιότερους, φαίνεται να μας αρρωσταίνει περισσότερο. Μια νέα μελέτη από τους ακαδημαϊκούς Τομ Χαντ και Χάρι Πίκαρντ υποδηλώνει ότι «η εργασία με υψηλή ένταση» αυξάνει την πιθανότητα να αναφέρουν οι άνθρωποι ότι αισθάνονται άγχος, κατάθλιψη και επαγγελματική εξουθένωση. Επίσης αναγκάζει συχνά τους ανθρώπους να εργάζονται και όταν είναι άρρωστοι. Στοιχεία από το βρετανικό Υπουργείο Υγείας και Ασφάλειας δείχνουν ότι το ποσοστό των ανθρώπων που υποφέρουν από εργασιακό στρες, κατάθλιψη ή άγχος αυξανόταν προτού ακόμα ενσκήψει η πανδημία.
Τι μπορεί να γίνει λοιπόν; Θα ήταν δύσκολο να ανατρέψουμε και να ακυρώσουμε τους διάφορους παράγοντες που συνδυάζονται για να εντείνουν τους εργασιακούς ρυθμούς. Ελλείψει απλών πολιτικών λύσεων, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί έχει αποκτήσει δυναμική η εκστρατεία για την υιοθέτηση της τετραήμερης εβδομάδας απασχόλησης, που ξεκινά δοκιμαστικά στους χώρους εργασίας της Βρετανίας την εβδομάδα αυτή. Εάν δεν μπορούμε να εργαστούμε λιγότερο σκληρά, ίσως θα έπρεπε απλώς να δουλεύουμε λιγότερο.
Πηγή: Financial Times