Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και οι πηχιαίοι τίτλοι στις εφημερίδες συμπυκνώνονται στο υπόκωφο ερώτημα “είναι πιθανή μία πολεμική συμπλοκή με την Τουρκία;”. Πριν προσπαθήσει κανείς να απαντήσει σε αυτό, καλό θα ήταν να αναρωτηθούμε πώς φτάσαμε στο σημείο να υφίσταται.
Η απόλυτη και κατηγορηματική ένταξη της Ελλάδας στον σκληρό πυρήνα του μετώπου κατά της Ρωσίας, με αφορμή την εισβολή στην Ουκρανία, υιοθετήθηκε στη βάση μιας απλής συλλογιστικής: όταν η χώρα μας υφίσταται την επιθετικότητα του τουρκικού αναθεωρητισμού θα ήταν εξωφρενικό να μην καταδικάσει τον αναθεωρητισμό του Πούτιν και να μην ταχθεί αναφανδόν και άνευ αστερίσκου υπέρ των πιο σκληρών κυρώσεων.
Ακούγεται αυτονόητο, ακόμα κι αν σε δεύτερο χρόνο ο πρωθυπουργός άρχισε να διατυπώνει την ανησυχία του για τους χειρισμούς της ηγεσίας των Βρυξελλών που με τα ενεργειακά εμπάργκο “πυροβολεί τα πόδια της Ευρώπης”.
Εκατό και πλέον ημέρες μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, ωστόσο, οφείλουμε να παραδεχθούμε πως η Δύση στέκεται επιλεκτικά απέναντι στους αναθεωρητισμούς. Έχει αναγάγει σε “διαρκή πόλεμο” μεταξύ Δύσης και Ρωσίας, την θηριωδία του Πούτιν στην Ουκρανία, ενώ την ίδια ώρα ανέχεται σε προκλητικό βαθμό την έξαρση του αναθεωρητισμού του Ερντογάν κατά της χώρας μας.
Οι τελευταίες δηλώσεις του Γ.Γ του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ, ο οποίος βρίσκει θεμιτές και νόμιμες τις ενστάσεις της Τουρκίας για την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στην συμμαχία, οι προτροπές “βρείτε τα με διάλογο” του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ και οι σχετικά χαμηλής έντασης δηλώσεις της Κομισιόν, επιβεβαιώνουν αυτή την επιλεκτικότητα. Ακόμα και ο Γερμανός καγκελάριος έπρεπε να δεχθεί τις δια ζώσης πιέσεις του πρωθυπουργού για να αναιρέσει εν μέρει την πρώτη δήλωση “ίσων αποστάσεων” του εκπροσώπου του στο Βερολίνο.
Η πιο αποκαλυπτική, ίσως, αναφορά στον τρόπο με τον οποίο η Δύση σκέπτεται να χειριστεί τις τουρκικές αντιδράσεις είναι αυτή του πρώην Γ.Γ του ΝΑΤΟ Άντερς Ράσμουσεν (συνέντευξη στα “Νέα”):”…Ανησυχώ, όμως, πολύ για τις εγχώριες πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία, για τους δεσμούς μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας, καθώς και την εναντίωση της Τουρκίας στην ένταξη Φινλανδίας και Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Εντούτοις εκτιμώ ότι οι δύο χώρες θα γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ. Η εναντίωση της Τουρκίας είναι κυρίως ζήτημα μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας, αφορά τα F-16 και F-35, τη διαμάχη για τα μαχητικά αεροσκάφη. Το ζήτημα θα επιλυθεί διμερώς μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας“.
Δύο συμπεράσματα:
–Είναι σαφής η πρόβλεψη πως η εκκρεμότητα σχετικά με την ένταξη των σκανδιναβικών χωρών στο ΝΑΤΟ θα επιλυθεί μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας και θα αφορά την άρση του αποκλεισμού της γείτονος από τον εκσυγχρονισμό των παλαιών και την προμήθεια νέων F-16, πιθανώς και την επιστροφή της Άγκυρας στο πρόγραμμα συμπαραγωγής των F35.
–Είναι επίσης σαφές πως στη Δύση επικρατεί ανησυχία για την εσωτερική κατάσταση στην Τουρκία, το γεγονός, δηλαδή, πως δημοσκοπικά ο Ερντογάν φαίνεται να χάνει τις επόμενες εκλογές από μία συνασπισμένη αντιπολίτευση χωρίς (ακόμα) αρχηγό. Στα δυτικά κέντρα αποφάσεων, ο Τούρκος πρόεδρος της “επιτήδειας ουδετερότητας” φαίνεται να είναι προτιμότερη επιλογή από τον Γιαβάς, τον Κιλιντσάρογλου, την Ακσενέρ, ή τον Ιμάμογλου.
Για να επιστρέψουμε στο ερώτημα της εισαγωγής, ο Ράσμουσεν είναι κατηγορηματικός. Συνδέει όλα τα παραπάνω για να απαντήσει ως προς τα μιας πιθανής (;) πολεμικής εμπλοκής της Τουρκίας με την Ελλάδα. “Οχι. Υπάρχει πάντα ένας κίνδυνος, αλλά δεν βλέπω πολεμική σύγκρουση μεταξύ δύο μελών του ΝΑΤΟ. Το ΝΑΤΟ πάντα αντιμετωπίζει τον κίνδυνο αυτό, και στη δική μου θητεία ως γενικού γραμματέα, είχαμε εντάσεις μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας και καταφέραμε να επιλύσουμε τα προβλήματα”.
Ακούγεται λογικό. Η Ουάσιγκτον και η Ευρώπη δεν έχουν λόγο να θέλουν μία συμπλοκή στη νοτιανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, την ώρα που Ελλάδα και Τουρκία θεωρούνται γεωστρατηγικά και επιχειρησιακά “σύμμαχοι αιχμής” κατά της Ρωσίας. Με το ουκρανικό ανοικτό, πιθανότατα για τα επόμενα αρκετά χρόνια, ένα νέο μέτωπο από τον Έβρο και το Αιγαίο μέχρι τη νοτιοανατολική Μεσόγειο θα αποτελούσε παράγοντα εξαιρετικά μεγάλης αστάθειας που θα επηρέαζε αρνητικά την συνοχή του ΝΑΤΟ.
Είναι, όμως, παράλογο να προεξοφλεί κανείς ήρεμα νερά στο Αιγαίο μόνο και μόνο επειδή το ΝΑΤΟ δεν επιθυμεί να διαταρραχθεί η δομή του στην “πρώτη γραμμή” του “ψυχρού πολέμου” με τη Ρωσία.
Αφενός γιατί σε μία περιοχή συσσωρευμένης έντασης η παράμετρος του “ατυχήματος” είναι πάντοτε κρίσιμη, αφετέρου διότι η Δύση δεν δείχνει να επιθυμεί να καταδικάσει σθεναρά τον τουρκικό αναθεωρητισμό και να απειλήσει την Άγκυρα με τα ίδια μέτρα (κυρώσεις) που επέβαλε στον ρωσικό αναθεωρητισμό. Η Τουρκία μπορεί να συνεχίσει να απειλεί, να προβάλει το αναθεωρητικό της αφήγημα σχετικά με τις διεθνείς συνθήκες, να κάνει προβολή τις διεκδικήσεις της περί αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, ακόμα και να σχεδιάζει την προσάρτηση του κατεχόμενου τμήματος της Κύπρου. Όμως, το ζητούμενο δεν πρέπει να είναι η διατήρηση της έντασης ακόμα και χωρίς να είναι -κατά Ράσμουσεν- ορατό το ενδεχόμενο πολεμικής συμπλοκής, αλλά η εδραίωση της σταθερότητας στην περιοχή. Και για ακόμα μία φορά πρέπει να καταστεί σαφές πως όλα αυτά δεν αποτελούν μία συγκυριακή έξαρση λόγω του πολιτικού και οικονομικού (εσωτερικού) προβλήματος του Ερντογάν αλλά η συνεχής έκφραση του τουρκικού αναθεωρητισμού που βρίσκει χαραμάδες ευκαιρίας σε ευνοϊκές για την Τουρκία συγκυρίες, όπως η τωρινή.
Η απάντηση, δηλαδή, δεν μπορεί να είναι περισσότεροι εξοπλισμοί εσαεί και ανταλλαγή μηνυμάτων του στυλ “θα έρθουμε νύχτα” και “θα σας φάνε τα σκοτάδια”, ούτε η αναμέτρηση με χάρτες και επιστολές προς τον ΟΗΕ. Όπως επίσης δεν έχει κανένα νόημα να “εύχονται” κάποιοι στην Αθήνα να ηττηθεί κατά κράτος ο Ερντογάν στις εκλογές, ή να καταστραφεί ολοσχερώς η τουρκική οικονομία, διότι μια αλλαγή φρουράς μάλλον επί τα χείρω θα είναι, η δε “υπεραξία” της Τουρκίας στα μάτια της Δύσης δεν πρόκειται να συρρικνωθεί.
Βιώσιμη λύση στην ελληνοτουρκική κρίση μπορεί να υπάρξει μόνο μέσω αποκατάστασης των διαύλων επικοινωνίας και της έναρξης διαλόγου- όχι, όμως, στο αχανές πλαίσιο των εν γένει “εκκρεμοτήτων” που επιδιώκει η Άγκυρα και έως ένα βαθμό μοιάζει να αποδέχονται κάποιοι από τους εταίρους και συμμάχους. Για να συμβεί κάτι τέτοιο απαιτείται εργώδης διπλωματία σε πολλά μέτωπα.
Πρώτα, πρέπει να πεισθούν οι ΗΠΑ και η Ευρώπη πως η “αδράνεια της έντασης” δεν πρέπει να μονιμοποιηθεί, ακόμα κι αν νομίζουν πως έχουν εξασφαλίσει να μην υπάρξει πολεμική συμπλοκή. Δεν πρέπει να υποτιμάται κάτι τέτοιο, δεδομένου πως ίσως υπάρχουν ορισμένοι που θεωρούν πως μια “ελεγχόμενη” επιχειρησιακή έκρηξη της ελληνοτουρκικής κρίσης θα φέρει πιο κοντά τον διάλογο στο αχανές του πλαίσιο, όπως προαναφέραμε. Ο διάλογος, δηλαδή, δεν πρέπει να θεωρείται το αναγκαστικό βήμα μετά από μία συμπλοκή, αλλά το αναγκαίο βήμα για την αποφυγή της. Οι σύμμαχοι, όμως, δεν θα πεισθούν χωρίς την σταθερή δική μας πίεση (ως αιχμή της στρατηγικής μας). Το επιχείρημα “εμείς δεν είμαστε σαν την Τουρκία”, είναι αναμφίβολα ορθό ως προς το ότι η Ελλάδα δεν θα προβάλει ποτέ αναθεωρητικές βλέψεις και θα κινείται ως συνεπής εταίρος, θα ήταν λάθος, ωστόσο, να μας διαφεύγει πως η Άγκυρα επιτυγχάνει ανταλλάγματα προάγοντας την “χρησιμότητά” της.
Ο Νίκος Κοτζιάς επισημαίνει πως οιαδήποτε αποδοχή τουρκικών απαιτήσεων, στην διαδικασία αποδοχής της ένταξης των σκανδιναβικών χωρών στο ΝΑΤΟ, που θα στρέφεται κατά των ελληνικών συμφερόντων πρέπει να αντιμετωπιστεί δυναμικά με απειλή ελληνικού βέτο. Αυτό, ή κάτι παρόμοιο, δεν πρέπει να ενταχθεί στο οπλοστάσιο επιχειρημάτων της Αθήνας;
Δεύτερον, χρειάζεται μία εκ βάθρων αναθεώρηση της εθνικής στρατηγικής που να λαμβάνει υπόψιν της τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα. Η ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας της χώρας είναι μόνο μία πτυχή, δεν είναι το άπαν. Η σύμπραξη του συνόλου του πολιτικού συστήματος σε αυτή την κατεύθυνση είναι ουσιωδώς απαραίτητη, κι αυτό δεν αφορά την διαχειριστική ικανότητα οιασδήποτε κυβερνησης αλλά το γεωπολιτικό βάθος και το χρονικό πλαίσιο που ξεπερνά το σήμερα. Το “rally round the flag effect” μπορεί να προσφέρει πρόσκαιρη δημοσκοπική ικανοποίηση, η χώρα, όμως, δεν πρέπει να περιπέσει σε καθεστώς μακράς “θερμής αδράνειας”. Δεν είμαστε Ισραήλ για να ζούμε με το δάκτυλο στη σκανδάλη, η οικονομία μας, η κοινωνία μας, η νοοτροπία μας, εν γένει, δεν είναι προσανατολισμένες σε έναν τέτοιο ρόλο.