Στις αγορές συμβαίνουν τρομακτικά πράγματα. Στην Wall Street εισέβαλαν οι «αρκούδες», ο S&P γύρισε σε bear market, και από τις αρχές του χρόνου μέχρι σήμερα έχει κάνει βουτιά 20%.
Μέσα μόνον σε μία ημέρα, στο μεγάλο selloff της Δευτέρας, οι 500 πλουσιότεροι άνθρωποι του πλανήτη έχασαν 206 δις δολάρια. Από τις αρχές του χρόνου μέχρι σήμερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Bloomberg, έχουν δει την περιουσία τους να μειώνεται κατά 1,4 τρις δολάρια.
Οι big techs, τα εμβληματικά χρυσορυχεία της νέας οικονομίας, αιμορραγούν. Ο Μαρκ Ζούερμπεργκ βλέπει την μετοχή της Meta Platforms να καταγράφει απώλειες της τάξης του 50% από τον Γενάρη μέχρι σήμερα. Η Amazon του Τζεφ Μπέζος έχει χάσει στο ίδιο διάστημα το 39% της αξίας της, ενώ οι Microsoft, Apple και Alphabet έχουν κάνει βουτιά 25%. Ο Nasdaq, ο δείκτης της τεχνολογικής αγοράς της Wall Street, βρίσκεται επίσης σε έδαφος bear market από τον περασμένο Μάρτιο και έχει υποχωρήσει σε επίπεδο κατά 32% χαμηλότερο από το περσινό ιστορικό του ρεκόρ.
Η «νέο-ορθόδοξη» οικονομική θεωρία ήθελε τα κρυπτονομίσματα να είναι το καταφύγιο για τους επενδυτές σε φάσεις μεγάλης πτώσης των μετοχών. Η θεωρία δεν λειτούργησε αυτή την φορά. Μοντέρνα αλγοριθμικά κρυπτονομίσματα, με πρώτο το TerraUSD, κυριολεκτικά εξαϋλώθηκαν και δεν υφίστανται πια, 200 δις δολάρια έσβησαν από την αγορά μέσα σε λίγα 24ωρα, και το Bitcoin υπέστη καθίζηση 17% μέσα σε μία μέρα (και πάλι την προχθεσινή «Μαύρη Δευτέρα») και βούτηξε κάτω από τα 22.000 δολάρια. Μόλις τον περασμένο Νοέμβριο χτυπούσε ιστορικό ρεκόρ στα 60.000 δολάρια. Χθες επίσης το παγκόσμιο – και παγωμένο πια – επενδυτικό στερέωμα έζησε και τα πρώτα, άτυπα, capital controls στην ιστορία της αγοράς crypto. H πτώση ήταν τόσο οξεία που ένα από τα μεγαλύτερα ανταλλακτήρια κρυπτονομισμάτων στον κόσμο πάγωσε όλες τις αναλήψεις, υπό τον φόβο ψηφιακού bank run.
Τι ακριβώς συμβαίνει; Περίπου… λίγο απ’ όλα: Η εφοδιαστική κρίση που άρχισε μετά την πανδημία και δεν τελείωσε ποτέ, ο πόλεμος στην Ουκρανία, τα νέα lockdown στην Κίνα που απειλούν με κάμψη της ζήτησης στην δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη και, πάνω απ’ όλα, το τέλος της εποχής του φθηνού χρήματος. Η απειλή του στασιμοπληθωρισμού βάζει τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες σε τροχιά επιθετικών αυξήσεων των επιτοκίων – πρακτικά, σε αποστράγγιση της ρευστότητας από την αγορά.
Είναι μια τροχιά υψηλού ρίσκου καθώς η απόσυρση ρευστότητας προκειμένου να συγκρατηθεί το «τέρας» του πληθωρισμού κάνει ορατή την απειλή νέας ύφεσης. Είναι όμως κι ένα ρίσκο που, πρώτη η αμερικανική Fed και, αναγκαστικά, και η ΕΚΤ στην Ευρώπη δείχνουν πλέον έτοιμες να αναλάβουν. Απόψε θα παιχτεί το νέο θρίλερ – επενδυτές, αγορές και κυβερνήσεις ανά τον πλανήτη περιμένουν να ακούσουν από τον πρόεδρο της Fed Τζερόμ Πάουελ εάν η νέα αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων θα χτυπήσει οροφή και θα φθάσει στο 0,75% όπως προβλέπουν η Jefferies και η Barclays.
Εάν οι προβλέψεις επαληθευθούν η νύχτα στην Wall Street θα έχει θύματα. Εάν η Fed προχωρήσει σε σχετικά πιο συγκρατημένη αύξηση, κατά 0,5%, το θρίλερ απλώς θα παραταθεί. Και στις δύο περιπτώσεις οι αναλυτές προειδοποιούν ότι το κλίμα στις αγορές θυμίζει εποχή Lehman Brothers. Κατά την εξαμηνιαία έρευνα της Bank of America οι φόβοι των επενδυτών για στασιμοπληθωρισμό βρίσκονται πλέον στο υψηλότερο επίπεδό τους από το 2008, τις ημέρες της κατάρρευσης της Lehman Brothers και ο δείκτης αισιοδοξίας έχει πέσει σε ιστορικό χαμηλό.
Η παλαιά ορθόδοξη θεωρία λέει ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, γενικευμένου και ισχυρού φόβου, ο απόλυτος θύλακας ασφαλείας για τους επενδυτές είναι τα κρατικά ομόλογα. Ούτε αυτή η θεωρία όμως λειτούργησε τούτη την φορά. Οι τιμές των ομολόγων κατέρρευσαν και οι αποδόσεις εκτοξεύονται (μαζί με τα spreads).
Οι αποδόσεις των διετών αμερικανικών ομολόγων εκτινάχθηκαν κατά 54 μονάδες βάσεις μέσα σε δύο ημέρες – σημείωσαν την μεγαλύτερη άνοδό τους επίσης από το 2008, γεγονός που αποδίδεται στον φόβο της ύφεσης την οποία μπορεί να φέρουν οι επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων.
Η Ευρώπη ακολουθεί και, ατυχώς, πρώτη ακολουθεί η Ελλάδα. Οι ελληνικοί κρατικοί τίτλοι εμφανίζουν την μεγαλύτερη άνοδο αποδόσεων απ’ όλη την ευρωπαϊκή περιφέρεια.
Η απόδοση του δεκαετούς έσπασε και το φράγμα του 4,6%, έφθασε έως το 4.62%, και από τις αρχές του χρόνου μέχρι σήμερα έχει ανέβει πάνω από 300 μονάδες βάσης (πάνω από 3%). Τέτοιου εύρους άνοδος είχε να καταγραφεί από τα τέλη του 2015 – από την εποχή του τρίτου Μνημονίου.
Κατά την αισιόδοξη εκδοχή όσο η πίεση είναι παγκόσμια, δεν τίθεται «ειδικό» ζήτημα για το ελληνικό κόστος δανεισμού και το ελληνικό χρέος. Κατά την κοινή οικονομική λογική, η έκρηξη του κόστους δανεισμού κάνει ήδη διπλή ζημιά. Σε πρώτο χρόνο καθιστά απαγορευτική για τον ΟΔΔΗΧ οποιαδήποτε νέα έξοδο στις αγορές – γεγονός, που σημαίνει ότι πλην θετικής θεαματικής ανατροπής από τα κρατικά ταμεία θα λείψουν φέτος τουλάχιστον 7 δις τα οποία είχε προγραμματιστεί να αντληθούν μέσω νέου δανεισμού.
Σε δεύτερο, και επακόλουθο, επίπεδο καθιστά επίσης απαγορευτική οποιαδήποτε κίνηση παροχών και γενναίας δημοσιονομικής χαλάρωσης σε μια εποχή που η αγορά διψά για ρευστότητα. Αντιθέτως, οδηγεί σε περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές όπως φρόντισε να καταστήσει σαφές χθες, εξ Αθηνών, και ο γερμανός υπουργός Κρίστιαν Λίντνερ. Ο φιλελεύθερος διάδοχος του Σόιμπλε ζήτησε αταλάντευτη προσήλωση στις μεταρρυθμίσεις – ήτοι, σε ήπια έστω δημοσιονομική προσαρμογή, ή άλλως πως, ήπια λιτότητα.
Κοινώς, ειδικά στην Ελλάδα οι «αρκούδες» μάλλον ήρθαν για να μείνουν – σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, και όχι αναγκαστικά σε χρηματιστηριακό…