Κάθε φορά που έχουμε περιστατικά αστυνομικής βίας. όπως αυτά, πριν λίγες ημέρες, στο κέντρο της Αθήνας, όπου αστυνομικός χτύπησε κατευθείαν στο πρόσωπο, κατά την προσαγωγή ενός εκ των διαδηλωτών στον οποίο έχουν ήδη φορέσει χειροπέδες, τα ΜΜΕ τα περιγράφουν ως “αναίτιο και απρόκλητο κρεσέντο” αποδίδοντας τα σε “μεμονωμένους” αστυνομικούς.
Ουδέν ψευδέστερο. Κανείς κρατικός υπάλληλος δεν λειτουργεί “αναίτια”, “απρόκλητα” και “μεμονωμένα”. Από τον κλητήρα ενός υπουργείου μέχρι τον ανώτερο διοικητικό υπάλληλο και πολύ περισσότερο όταν μιλάμε για ένστολους κρατικούς υπαλλήλους των Σωμάτων Ασφαλείας ή των Ενόπλων Δυνάμεων ή ακόμη και το Δικαστικό Σώμα, ΟΛΟΙ ενεργούν ακόμη και για το παραμικρό με βάση κανόνες, οδηγίες, επιτελικά σχέδια, εντολές ή διαταγές.
Αυτή είναι άλλωστε και η έννοια του κρατικού υπαλλήλου, του ανθρώπου που εργάζεται σε μία κρατική δομή και είναι κάτι που το γνωρίζει από την πρώτη ημέρα που θα προσληφθεί μέχρι και την τελευταία ημέρα πριν συνταξιοδοτηθεί: Δεν αυτενεργεί παρά μόνο σε ένα πολύ περιορισμένο και σαφώς προσδιορισμένο πλαίσιο με βάση είτε τον δημοσιοϋπαλληλικό είτε τον αστυνομικό είτε τον στρατιωτικό κώδικα. Πέραν αυτού δεν μπορεί καν να μετακινήσει ένα… ποτήρι νερό και να το ακουμπήσει στο διπλανό τραπέζι.
Μεγαλύτερη ελευθερία, λόγω της περίφημης αν και συχνά αμφισβητούμενης “ανεξαρτησίας” της υπάρχει στο χώρο της Δικαιοσύνης όπου η κρίση του δικαστή είναι ανεμπόδιστη στο 90% των υποθέσεων, δηλαδή όλων εκείνων που δεν γίνονται δημοσίως γνωστές, δεν αφορούν υψηλά ιστάμενους κύκλους, δεν τραβούν τους προβολείς και τα μικρόφωνα της δημοσιότητας. Σε αυτό το 10% υπάρχει ιδιαίτερη διαχείριση με συγκεκριμένες και πάλι οδηγίες, επιτελικά σχέδια και εντολές στις οποίες ένας δικαστικός που δεν θέλει να διακινδυνέψει την σταδιοδρομία του οφείλει να υπακούει. Κάτι που φρόντισε να θυμίσει και ο ποινικολόγος Αλέξης Κούγιας στην πρόεδρο και τον εισαγγελέα της δίκης Λιγνάδη. Δεν είπε κάτι ακραίο με το “έχετε αρκετά χρόνια καριέρας μπροστά σας εκτός αν συµβεί κάποιο απρόοπτο όπως στην Τουλουπάκη”. Αυτό που ισχύει είπε. Οχι τώρα. Εδώ και πολλές δεκαετίες.
Βεβαίως μέσα σε οποιαδήποτε κοινωνική ή επαγγελματική ομάδα, ανεξαιρέτως, μπορεί να παρεισφρήσουν διαταραγμένες προσωπικότητες, όμως αυτές γίνονται σύντομα αντιληπτές και αντιμετωπίζονται, ιδιαίτερα αν μιλάμε για τον δημόσιο τομέα, ακριβώς διότι κάποια στιγμή παραβιάζουν τους κανόνες λειτουργίας της υπηρεσίας τους και είτε απομακρύνονται (σπάνια) είτε αδρανοποιούνται.
Η ύπαρξη τέτοιων διαταραγμένων προσωπικοτήτων που θα πλάκωναν στο ξύλο ή θα πυροβολούσαν έναν πολίτη χωρίς να βρίσκονται σε θέση άμυνας ή λόγω ατυχήματος, δεν δικαιολογούν τα τόσο συχνά “κρεσέντα” αστυνομικής βίας ή τα περιστατικά όπως αυτό του ξυλοδαρμού ενός προσαχθέντα με χειροπέδες. Γι αυτό και δεν έχει κανένα νόημα να γίνει ΕΔΕ για να βρεθεί ποιο όργανο προέβη σε αυτή την πράξη και να τιμωρηθεί για τον απλό λόγο ότι λειτουργεί με βάση κανόνες, συγκεκριμένες οδηγίες και εντολές.
Ο συγκεκριμένος αστυνομικός -όπως και οι αστυνομικοί που κλωτσούσαν τον αναίσθητο, στο έδαφος, Ζακ Κωστόπουλο, όπως και ο Κορκονέας- δεν “στράβωσαν” ξαφνικά, δεν “θόλωσαν” και έκαναν ό,τι έκαναν. Διότι ακριβώς είναι αστυνομικοί, διότι υπάγονται σε μία σιδηρά ιεραρχική δομή και διότι δεν θα διακινδύνευαν το παραμικρό ώστε να βρεθούν σε υπηρεσιακή δυσμένεια. Γι αυτό και είτε απαλλάσσονται κάθε κατηγορίας είτε “πέφτουν στα μαλακά”.
Τα “μεμονωμένα περιστατικά αστυνομικής βίας” είναι ένας μύθος επειδή ακριβώς ούτε μεμονωμένα είναι ούτε αυθόρμητα. Οι εντολές έρχονται στον ασύρματο ήδη πριν ξεκινήσει μία πορεία ή διαδήλωση. Κοινοποιούνται μέσα στις κλούβες και οι κατευθύνσεις δίνονται μέσω ασυρμάτων. Και είναι συγκεκριμένες και άμεσα εφαρμόσιμες. Δεν χωρούν “μα” και “δεν”. Οταν σου λένε “σπάσε κεφάλια”, σπας κεφάλια. Η ευθύνη δεν ανήκει στο όργανο που χτυπάει ή πυροβολεί αλλά στους υπηρεσιακούς και πολιτικούς προϊσταμένους του. Και δεν θα αναζητηθούν ποτέ και από καμιά ΕΔΕ.
Εκτός αν -σπανίως- αναζητούν αποδιοπομπαίους τράγους…
Σε κάθε περίπτωση την ουσιαστική ευθύνη την έχει η πολιτική ηγεσία με βάση το δόγμα που υπηρετεί και το μήνυμα που θέλει να εκπέμψει στην κοινωνία και κυρίως στους ψηφοφόρους της.
ΥΓ. : Αν αναρωτηθεί κανείς για το πως δέχεται ένας άνθρωπος να χτυπήσει έναν ανυπεράσπιστο πολίτη, ας αναζητήσει την αιτία αφ’ ενός στην ανάγκη του να έχει ένα μεροκάματο αλλά και στην εκπαίδευση που έχει λάβει έτσι ώστε να αντιλαμβάνεται τους πολίτες ως σάκους του μποξ ή ως στόχους σκοποβολής και όχι ως ανθρώπινα όντα.