Το Κόσοβο ή Κοσσυφοπέδιο (από το Kos(s)ovo Polje που σημαίνει το «πεδίο των μαύρων πουλιών, των κοτσύφων») είναι μία περιοχή της Νότιας Σερβίας με ιδιαίτερη γεωγραφική, θρησκευτική και ιστορική σημασία. Έχει έκταση 10.887 τ. χλμ. (ως μέτρο σύγκρισης να αναφέρουμε ότι η Πελοπόννησος έχει έκταση 21.550 τ. χλμ.) και πληθυσμό γύρω στο 1,8 εκατομμύρια κατοίκους (εκτίμηση 2017). Από τον 8ο ως τον 12ο αιώνα αποτελούσε κέντρο του κράτους Ράσκα και αργότερα (1459) εντάχθηκε στο κράτος της Σερβίας.
Για τους Σέρβους το Κοσσυφοπέδιο αποτελεί το ιερότερο τμήμα της σερβικής γης. Η περιοχή αποτέλεσε στους μέσους χρόνους τον πυρήνα του σερβικού κράτους των Νεμανιδών και είναι γεμάτη ιστορικές μνήμες. Στην εκκλησία της Studenica έχει ταφεί ο ιδρυτής του Μεσαιωνικού κράτους της Σερβίας Στέφανος Νεμάνια. Στο Pec (εξελ. Ιπέκ) είναι η έδρα της ανεξάρτητης ορθόδοξης σερβικής Εκκλησίας, την οποία θεμελίωσε το 1220 ο αρχιεπίσκοπος Σάββας, ο άγιος Σάββας των Σέρβων.
Στο Κόσοβο βρίσκονται οι περισσότερες σερβικές εκκλησίες και τα μοναστήρια των μέσων χρόνων, τα οποία έχουν έργα τεράστιας καλλιτεχνικής αξίας και είναι επηρεασμένα από τη βυζαντινή τέχνη των παλαιολόγειων χρόνων.
Το Κοσσυφοπέδιο συνδέεται και με δύο κομβικής σημασίας μάχες. Ιδιαίτερα η μάχη του 1389 έκρινε την τύχη της Σερβίας. Ας δούμε περισσότερα στοιχεία γι’ αυτές.
Στις 15 (ή στις 22 Ιουνίου σύμφωνα με άλλες πηγές) του 1389 έγινε εκεί η μάχη των συνασπισμένων χριστιανικών δυνάμεων (Σέρβων, Βοσνίων, Κροατών, Βούλγαρων, Βλάχων, Αλβανών και Πολωνών) εναντίον των Οθωμανών. Επικεφαλής των χριστιανικών δυνάμεων ήταν ο Σέρβος ηγεμόνας Λαζάρ Γαβριλόνοβιτς και των Οθωμανών ο σουλτάνος Μουράτ Α’. Αρχικά η πλάστιγγα φάνηκε ότι έγερνε προς το μέρος των Χριστιανών, καθώς ένας Σέρβος ευγενής ο Milos (K)obilic (Μίλος Ομπίλιτς ή Κομπίλιτς) προφασίστηκε ότι λιποτάκτησε και έφτασε ως τη σκηνή του Μουράτ, τον οποίο και σκότωσε με δηλητηριασμένο μαχαίρι. Παρά την αρχική σύγχυση στο οθωμανικό στρατόπεδο, οι Οθωμανοί με επικεφαλής τον γιο του Μουράτ Βαγιαζήτ ανασυντάχθηκαν, κατόρθωσαν να περικυκλώσουν τους Σέρβους και τους συμμάχους τους. Ο Λάζαρ Γαβριλόνοβιτς αιχμαλωτίστηκε και θανατώθηκε. Οι Σέρβοι υποχρεώθηκαν να πληρώνουν φόρο υποτέλειας στους Οθωμανούς και να προσφέρουν στρατιωτικές υπηρεσίες στους σουλτάνους.
Κλείσιμο
Η ημέρα της μάχης, γιορτή του Αγίου Βίτου, είναι ημέρα εθνικής μνήμης για τους Σέρβους και διατηρήθηκε στους μύθους και τα τραγούδια τους.
Η δεύτερη μάχη έγινε στις 17 Οκτωβρίου 1448 ανάμεσα στις δυνάμεις μιας συμμαχίας Ουγγαρίας- Βλαχίας ,με επικεφαλής τον περίφημο Ιωάννη Ουνιάδη (Janos Hunyadi) και τις δυνάμεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι Οθωμανοί πέτυχαν αποφασιστική νίκη και κατάφεραν να αποκρούσουν την έσχατη προσπάθεια των Ευρωπαίων να απελευθερώσουν τα Βαλκάνια. Παράλληλα ο δρόμος για την Κωνσταντινούπολη ήταν πλέον ορθάνοιχτος γι’ αυτούς…
Και κατά τον 19ο αιώνα όμως στη διάρκεια της σερβικής επανάστασης έγιναν στο Κόσοβο κρίσιμες μάχες μεταξύ Σέρβων και Οθωμανών.
Πώς όμως βρέθηκαν οι Αλβανοί να αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων του Κοσσυφοπεδίου; Αν και στο τουρκικό κατάστιχο της Σκόδρας του 1485 γίνεται αναφορά για Αλβανούς που κατοικούν στην περιοχή του Pec φαίνεται ότι τα δημογραφικά δεδομένα άλλαξαν δραματικά στα τέλη του 17ου αιώνα.
Το 1690 στη διάρκεια του Β’ Αυστροτουρκικού πολέμου (1683- 1699) ,μετά την ατυχή έκβαση της μεγάλης σερβικής εξέγερσης που έγινε με υποκίνηση της Αυστρίας οι επαναστατημένοι πληθυσμοί αναγκάστηκαν να εκπατριστούν για να αποφύγουν τα τουρκικά αντίποινα.
Τότε ο Σέρβος Πατριάρχης Αρσένιος Γ’ Τσερνόγιεβιτς με περισσότερους από 50.000 Σέρβους προερχόμενους από το Νις, το Πετς, το Πρίζρεν και τα Σκόπια εγκατέλειψαν τις εστίες τους και κατέφυγαν σε βορειότερες περιοχές που ανήκαν τότε στην αυτοκρατορία των Αμβούργων. Σύμφωνα με άλλες πηγές οι Σέρβοι που εκπατρίστηκαν τότε ήταν 200.000.
Μετά τη φυγή των Σέρβων η εγκατάσταση των Αλβανών διήρκεσε αρκετά χρόνια και ευνοήθηκε από τις οθωμανικές αρχές. Μετά την αποχώρηση των Σέρβων προς τον Βορρά αρκετές περιοχές του Κοσσυφοπεδίου ερήμωσαν. Αλβανοί αγρότες κυρίως, επωφελήθηκαν από αυτό το γεγονός, κατέβηκαν από τις ορεινές και άγονες περιοχές τους και εγκαταστάθηκαν σε εγκαταλειμμένα σερβικά εδάφη, στην εύφορη πεδιάδα του Κοσόβου, όπου φαίνεται ότι ήδη υπήρχε μια αλβανική μειονότητα.
Οι Οθωμανοί είχαν κάθε λόγο να ευνοήσουν τις μετακινήσεις αυτές, καθώς έτσι αποδυναμώνονταν οι ορεινοί πληθυσμοί που αποτελούσαν εστίες αντίστασης και από την άλλη αποκτούσαν καλλιεργητές και εργατικά χέρια, ενώ παράλληλα με την ανάμειξη των πληθυσμών υπήρχε διάσπαση των εθνικών ομάδων.
Πάντως στα χρόνια της οθωμανικής αυτοκρατορίας Σέρβοι και Αλβανοί ζούσαν στο Κοσσυφοπέδιο χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, παρά τη δράση οργανωμένων σωμάτων Τουρκαλβανών εναντίον των χριστιανικών πληθυσμών.
Πάντως η κίνηση των Αλβανών για χειραφέτηση τον 19ο αιώνα ξεκίνησε πολύ αργότερα βέβαια σε σχέση με τους άλλους βαλκανικούς λαούς, το 1878- 1881 με τον Σύνδεσμο του Πρίζρεν, πόλης του Κοσσυφοπεδίου.
Το Κοσσυφοπέδιο κατά τον 20ο αιώνα
Το 1913 το Κόσοβο με τη Διάσκεψη του Λονδίνου εντάχθηκε στη Σερβία. Το 1918 δημιουργήθηκε το ”Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων”, το οποίο το 1929 μετονομάστηκε σε ”Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας”. Οι Σέρβοι που είχαν ηγετικό ρόλο σε αυτό το κράτος ενίσχυσαν τον σερβικό πληθυσμό στο Κοσσυφοπέδιο ασκώντας παράλληλα πίεση στο αλβανικό στοιχείο.
Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα πράγματα αντιστράφηκαν. Μετά την κατάληψη της Γιουγκοσλαβίας από τις δυνάμεις του Άξονα (Απρίλιος 1941), μεγάλο τμήμα του Κοσσυφοπεδίου και της FYROM εντάχθηκαν στην Αλβανία που βρισκόταν κάτω από ιταλικό έλεγχο, οι Αλβανοί άσκησαν πίεση στο σερβικό στοιχείο και μετέφεραν στο Κόσοβο και τη FYROM αλβανικούς πληθυσμούς τόσο από την Αλβανία όσο και από άλλες περιοχές.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εκδηλώθηκαν αποσχιστικές τάσεις από αντάρτικες ομάδες Αλβανών εθνικιστών των λεγόμενων ”Μπαλίστα”, που δρούσαν στην περιοχή και είχαν συνεργαστεί με τις ιταλικές δυνάμεις κατοχής.
Με την ανακήρυξη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας στις 31 Ιανουαρίου 1946 το Κοσσυφοπέδιο αποτέλεσε επαρχία της Σερβίας. Πολιτικές σκοπιμότητες και οι ευρύτερες επιδιώξεις του (Κροάτη υπενθυμίζουμε) Τίτο οδήγησαν το Κόσοβο στην αυτονομία το 1968, ενώ με το Σύνταγμα του 1974 αναγνωρίστηκε μαζί με τη Βοϊβοδίνα ως αυτόνομη επαρχία της Σερβίας με δικαίωμα σε πλήρη και ισότιμη συμμετοχή στην ομοσπονδιακή διακυβέρνηση του κράτους, ενώ μετά τον θάνατο του Τίτο το 1980 εκπροσωπούνταν και στη συλλογική προεδρία της Γιουγκοσλαβίας.
Η αναλογία Σέρβων- Αλβανών στον πληθυσμό του Κοσσυφοπεδίου το 1950 ήταν περίπου 50- 50. Κάποιες άλλες εθνικές ομάδες, Ρομά κλπ. κάλυπταν ένα πολύ μικρό μέρος του πληθυσμού.
Γρήγορα όμως η ισορροπία αυτή άλλαξε. Το 1971 οι Αλβανοί έφτασαν το 73,7%, το 1981 το 77,5% και το 1988 το 85% του πληθυσμού, ενώ αντίστοιχα οι Σέρβοι, το 1971 αντιπροσώπευαν το 18,4%, το 1981 το 13,2% και στις αρχές του 21ου αιώνα, μόλις το 10%.
Αυτή η εντυπωσιακή αύξηση οφείλεται τόσο στον μεγάλο δείκτη γεννητικότητας των Αλβανών (3,6, ο μεγαλύτερος της Ευρώπης στην οποία ο μέσος όρος είναι 2,1), σε ορισμένα ευνοϊκά οικονομικά μέτρα της κεντρικής εξουσίας, αλλά και στη συρρίκνωση και τη φυγή των Σέρβων που ξεκίνησε ήδη από το 1968, αλλά στη δεκαετία του 1980 έλαβε μεγάλες διαστάσεις.
Παράλληλα, οι Αλβανοί ενισχύθηκαν από την τοπική κυβέρνηση με δημόσια χρήματα αλλά και από τους ομογενείς του εξωτερικού και αγόρασαν σταδιακά τα κτήματα Σέρβων, που κάλυπταν εκτάσεις χιλιάδων στρεμμάτων.
Παράλληλα, διοχετεύονταν από την Αλβανία στο Κοσσυφοπέδιο διδακτικά εγχειρίδια που εκτόξευαν τον αλβανικό εθνικισμό, ενώ Αλβανοί εθνικιστές καταπίεζαν τους Σέρβους. Όμως η στιβαρά παρουσία και οι ηγετικές ικανότητες του Τίτο, είχαν σαν αποτέλεσμα να διατηρούνται κάποιες ισορροπίες στο Κόσοβο, οι οποίες όμως μετά τον θάνατό του (1980), ανατράπηκαν επικίνδυνα.
Το Κόσοβο μετά τον θάνατο του Τίτο
Ήδη το 1981, ξέσπασαν στην πρωτεύουσα του Κοσσυφοπεδίου Πρίστινα και σε άλλες πόλεις, εξεγέρσεις των Αλβανών, που διεκδικούσαν την απόσχιση της περιοχής από τη Σερβία και τη δημιουργία ανεξάρτητης δημοκρατίας στο πλαίσιο της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας.
Παράλληλα, οι διώξεις των Σέρβων και των λιγοστών Μαυροβούνιων από τους Αλβανούς εντάθηκαν, βιασμοί, βεβηλώσεις ιερών χωρών και άλλες βιαιοπραγίες περιγράφονταν τόσο από σερβικές όσο και διεθνείς έγκυρες εφημερίδες. Οι Σέρβοι εκδιώκονταν από τον Στρατό και τις δημόσιες θέσεις, με αποτέλεσμα αρκετοί από αυτούς να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν την περιοχή.
Ο ένας εθνικισμός γεννά άλλους και κάπως έτσι, οι Σέρβοι συσπειρώθηκαν γύρω από τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, αρχηγό από το 1986 του σερβικού κομμουνιστικού κόμματος, που εξέφραζε την αδιάλλακτη πλευρά των Σέρβων. Τελικά, πέτυχε να εδραιώσει την εξουσία του και να ανατρέψει την τοπική κομματική ηγεσία στο Κοσσυφοπέδιο (1988). Τον επόμενο χρόνο, κατάργησε την αυτονομία του Κοσόβου και διέλυσε το τοπικό κοινοβούλιο και την τοπική κυβέρνηση.
Παράλληλα σταμάτησε τις επαφές και με τους μετριοπαθείς Αλβανούς Κοσοβάρους, αποκλείοντας έτσι κάθε «διπλωματική» λύση του προβλήματος. Το 1990, το Κοσσυφοπέδιο ήταν η φτωχότερη περιοχή της, τέως, Γιουγκοσλαβίας. Το κατά κεφαλήν εισόδημα έφτανε εκεί μόλις τα 600 δολάρια, όταν στη Σλοβενία ήταν 5.400 δολάρια, στην Κροατία 3.000 δολάρια και στη Σερβία 2.050 δολάρια.
Το 1991, η Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία διαλύθηκε
Μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας
Λίγο πολύ, τα γεγονότα μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας είναι γνωστά, καθώς συνέβηκαν σχετικά πρόσφατα. Η ίδρυση του αλβανικού αντάρτικου UCK, πιθανότατα με εξωτερική υποστήριξη, δημιούργησε νέα δεδομένα.
Το 1996 ο UCK, που αρχικά ο απεσταλμένος των Η.Π.Α. στα Βαλκάνια R. Gerbard είχε χαρακτηρίσει «τρομοκρατική ομάδα», σφαγίασε πολλούς Σέρβους αλλά και μετριοπαθείς Αλβανούς αντιφρονούντες.
Το 1998, ο Μιλόσεβιτς εξαπέλυσε μεγάλη επίθεση εναντίον του UCK. Η προσπάθεια εξεύρεσης λύσης από τη διεθνή κοινότητα, με τη συνάντηση του Rambouillet, δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, καθώς η αλβανική πλευρά, δεν αντιπροσωπευόταν από τον μετριοπαθή Ιμπραήμ Ρουγκόβα, αλλά από ακραία στοιχεία του UCK.
Ακολούθησαν οι νατοϊκοί βομβαρδισμοί στη Γιουγκοσλαβία το 1999 και η ανάληψη της διοίκησης του Κοσόβου από τον Ο.Η.Ε. και η στρατιωτική προστασία του από το ΝΑΤΟ. Στις 17 Φεβρουαρίου 2008, η Βουλή του Κοσόβου ανακήρυξε μονομερώς την ανεξαρτησία του από τη Σερβία, η οποία όμως δεν την αποδέχθηκε και προσέφυγε στον Ο.Η.Ε., καθώς θεωρεί το Κοσσυφοπέδιο αυτόνομη επαρχία της. Πάντως, περισσότερες από 110 χώρες έχουν αναγνωρίσει μέχρι σήμερα το Κόσοβο ως ανεξάρτητη χώρα. Η Ελλάδα, πολύ σωστά νομίζουμε, δεν έχει αναγνωρίσει μέχρι σήμερα την ανεξαρτησία του Κοσόβου.
Το Κόσοβο ζήτησε φέτος (2022) από τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Τζο Μπάιντεν βοήθεια για να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, μια ένταξη που έχει καταστεί «επιτακτική», σύμφωνα με την πρώην επαρχία της Σερβίας λόγω της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Σε επιστολή προς τον Αμερικανό πρόεδρο, η Κοσοβάρα ομόλογός του Βιόσα Οσμάνι Σαντρίου προειδοποιεί για τις προσπάθειες της Μόσχας να «αποσταθεροποιήσει» το Κόσοβο και την εύθραυστη περιοχή των Βαλκανίων.
«Η ένταξη του Κοσόβου στο ΝΑΤΟ έχει καταστεί επιτακτική», γράφει η Οσμάνι. «Εκφράζουμε την ελπίδα και την προσδοκία μας ότι οι ΗΠΑ θα χρησιμοποιήσουν την ηγεσία και την επιρροή τους για να υποστηρίξουν ενεργά και να προωθήσουν την περίπλοκη διαδικασία ένταξης στο ΝΑΤΟ για το Κόσοβο».
Η Μόσχα αντιτίθεται σθεναρά στο Κόσοβο από τον πόλεμο μεταξύ των αυτονομιστών ανταρτών και των σερβικών δυνάμεων, οι οποίες εκδιώχθηκαν από το έδαφος το 1999 από μια εκστρατεία βομβαρδισμού του ΝΑΤΟ υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών. Όπως το Βελιγράδι, η Μόσχα δεν αναγνωρίζει το Κόσοβο, γεγονός που του απαγορεύει την είσοδο στα Ηνωμένα Έθνη.
Στον απόηχο της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο πρωθυπουργός του Κοσόβου Αλμπίν Κούρτι είχε ήδη προτρέψει το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση να επιταχύνουν τη διαδικασία ένταξης της Πρίστινα στην Βορειοατλαντική Συμμαχία και το ευρωπαϊκό μπλοκ.
Η πρόεδρος του Κοσόβου εξήγησε ότι η επικράτειά του είναι «εκτεθειμένη στις επίμονες προσπάθειες της Ρωσίας να βλάψει και να αποσταθεροποιήσει ολόκληρα τα Δυτικά Βαλκάνια».
Η επιστολή εστάλη την προηγούμενη εβδομάδα.
Το Κόσοβο, το οποίο τάχθηκε αμέσως στο πλευρό των δυτικών κυρώσεων κατά της Μόσχας, έχει δεσμευτεί να δεχθεί χιλιάδες Ουκρανούς πρόσφυγες, παρά το γεγονός ότι το Κίεβο δεν έχει αναγνωρίσει την ανεξαρτησία του.
Ο πόλεμος μεταξύ αυτονομιστών ανταρτών και σερβικών δυνάμεων στα τέλη της δεκαετίας του 1990 άφησε 13.000 νεκρούς, τη συντριπτική πλειοψηφία των Αλβανών Κοσοβάρων.
Μετά την παρέμβαση της Δύσης στη σύγκρουση, το Κόσοβο τοποθετήθηκε σταθερά στη πλευρά της Δύσης.
«Το Κόσοβο είναι η πιο φιλοαμερικανική και η πιο φιλοΝΑΤΟϊκή χώρα στον κόσμο», πρόσθεσε η πρόεδρος του Κοσόβου.
Βασική πηγή μας για το άρθρο αυτό, ήταν το βιβλίο της Μαρίας Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου «ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΣΛΑΒΟΙ-ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΒΑΛΚΑΝΙΑ(6ος-20ος αι.),ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΝΙΑΣ,2001.