Αν και έχει πλέον αναγνωριστεί διεθνώς ότι η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών και των εφήβων συνιστά μια σοβαρότατη παραβίαση της ευημερίας του ατόμου και καταστρατήγηση του νόμου, η ανάπτυξη μηχανισμών τέτοιων, που να προστατεύουν αποτελεσματικά τους νέους από το φαινόμενο αυτό, αποτελεί έως σήμερα ζητούμενο.
Της Νάντιας Μαγκλάρα
Η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών αποτελεί αναμφισβήτητα ένα σοβαρό ζήτημα με πολλαπλές προεκτάσεις, που μπορεί να επηρεάσει παιδιά όλων των ηλικιακών ομάδων, φύλων, κοινωνικοοικονομικών τάξεων και εθνικοτήτων. Η εκτίμηση ωστόσο του πραγματικού μεγέθους του φαινομένου είναι αρκετά δυσχερής για διάφορους λόγους. Καταρχάς εκτενής έχει υπάρξει η συζήτηση σχετικά με το τι ακριβώς συνιστά σεξουαλική κακοποίηση παιδιού. Σήμερα φαίνεται ότι έχουμε πια οδηγηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο σε μια περισσότερο συμπεριληπτική κατανόηση, που ορίζει την σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκου ως οποιαδήποτε σεξουαλική δραστηριότητα που διαπράττεται εναντίον ανηλίκου με απειλή, βία, εκφοβισμό ή χειραγώγηση. Επιπρόσθετα, σημαντικές διαφορές σημειώνονται όσον αφορά τον ορισμό της ηλικίας για σεξουαλική συναίνεση ή σεξουαλική ωριμότητα, η οποία και καθορίζει κατά πόσο τα σεξουαλικά αδικήματα θα θεωρηθούν σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκου.
Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, η ακριβής έκταση του προβλήματος της σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών είναι δύσκολο να καθοριστεί με ακρίβεια, δεδομένης της έλλειψης συναίνεσης σχετικά με τον ορισμό που χρησιμοποιείται στις ερευνητικές μελέτες, καθώς και των διαφορών στα συστήματα συλλογής δεδομένων μεταξύ των διαφόρων χωρών. Παρά τα όποια μεθοδολογικά ζητήματα ωστόσο, η σχετική βιβλιογραφία αναδεικνύει εξαιρετικά ανησυχητικές συχνότητες του φαινομένου με τις μέσες τιμές να κυμαίνονται μεταξύ 18-20% για τα κορίτσια και 8-10% για τα αγόρια. Σχεδόν όλες οι επιστημονικές μελέτες μάλιστα καταδεικνύουν την σημαντική απόκλιση μεταξύ του χαμηλού αριθμού επίσημων αναφορών σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στις αρχές και των υψηλών ποσοστών σεξουαλικής κακοποίησης που αναφέρουν αναδρομικά τα ίδια τα άτομα αργότερα στη ζωή τους. Πρόκειται δηλαδή για ένα φαινόμενο του τύπου της «κορυφής του παγόβουνου», όπου ένα μικρό μόνο ποσοστό των πραγματικών περιπτώσεων κακοποίησης έρχονται στο φως.
Ακόμη όμως και μόνο μέσω των περιπτώσεων που φθάνουμε να γνωρίζουμε, γίνεται σαφές ότι η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών έχει σοβαρότατες επιπτώσεις στην ψυχική, αλλά σωματική υγεία των ατόμων, τόσο κατά την παιδική και εφηβική τους ηλικία, όσο και αργότερα κατά την ενήλικη ζωή. Η σεξουαλική κακοποίηση προκαλεί τραύμα διαστρεβλώνοντας την εικόνα εαυτού. Η σεξουαλικότητα των θυμάτων μπορεί να λάβει «τραυματικό χαρακτήρα», όρος που αναφέρεται στον τρόπο που η σεξουαλικότητα του θύματος διαμορφώνεται και διαστρεβλώνεται από τη σεξουαλική κακοποίηση. Η απώλεια εμπιστοσύνης στον δράστη που διέλυσε τη σχέση με το παιδί, εφόσον αυτή προϋπήρχε, αλλά και σε άλλους ενήλικες που μπορεί να μην προστάτευσαν το παιδί από την κακοποίηση εξαρχής ή δεν το στήριξαν κατά την αποκάλυψη μπορεί επίσης να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο. Τα θύματα μπορεί να βιώνουν αισθήματα αδυναμίας, ενώ ο στιγματισμός είναι άλλη μια σημαντική διάσταση του ζητήματος.
Διάφορες μορφές συμτωματολογίας και διαταραχών που εμπίπτουν στην ψυχική σφαίρα έχουν συνδεθεί με την σεξουαλική κακοποίηση κατά την παιδική ηλικία. Μεταξύ αυτών ισχυρή συσχέτιση φαίνεται ότι εμφανίζουν τα αποσυνδετικά συμπτώματα και η διαταραχή μετατραυματικού στρες, που χαρακτηρίζεται από εφιάλτες, τραυματικές ανακλήσεις του γεγονότος, συμπεριφορές αποφυγής κ.ά. Συχνή είναι επίσης η εμφάνιση συμπτωματολογίας καταθλιπτικού τύπου, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις εμφανίζονται ακατάλληλες σεξουαλικές συμπεριφορές ή εμπλοκή σε σεξουαλικές συμπεριφορές υψηλού κινδύνου ιδιαίτερα κατά την εφηβική ηλικία. Τα θύματα είναι πιο επιρρεπή στην κατάχρηση ουσιών, αλλά και σε συμπεριφορές αυτοτραυματικού ή αυτοκτονικού τύπου, καθώς και στην αναφορά ψυχωτικών συμπτωμάτων. Αξιοσημείωτο δε είναι ότι η σεξουαλική κακοποίηση κατά την παιδική ηλικία αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου και για μια σειρά σωματικών νοσημάτων, που περιλαμβάνουν γαστρεντερικές διαταραχές, χρόνιο πόνο, γυναικολογικά προβλήματα κ.ά. Σε κάθε περίπτωση σημαντικό είναι να λαμβάνεται υπόψη ότι τα συμπτώματα μπορεί να μην εμφανιστούν κατά το αρχικό διάστημα μετά την κακοποίηση, παρά αρκετό καιρό μετά.
Η υψηλή λοιπόν συχνότητα του φαινομένου σε συνδυασμό με τις σοβαρότατες και μακροχρόνιες επιπτώσεις του για τα θύματα και τις οικογένειές τους καθιστά επιτακτική την ανάγκη χάραξης αποτελεσματικών στρατηγικών πρόληψης. Έως σήμερα οι δύο κύριοι άξονες των προληπτικών προγραμμάτων περιλαμβάνουν την διαχείριση των παραβατών και τα εκπαιδευτικά προγράμματα. Η διαχείριση των παραβατών είναι η προσέγγιση που στοχεύει στον έλεγχο γνωστών παραβατών, για παράδειγμα μητρώα, έλεγχοι ιστορικού απασχόλησης, προγράμματα παρέμβασης και μεγαλύτερες ποινές φυλάκισης. Πρόκειται για τριτογενή πρόληψη που δρα σε επίπεδο ατόμου και, ως εκ τούτου, παρουσιάζει ορισμένους εγγενείς περιορισμούς. Τα εκπαιδευτικά προγράμματα από την άλλη πλευρά είναι συνήθως καθολικά, πραγματοποιούνται κυρίως στον χώρο του σχολείου, στοχεύουν στην ενημέρωση των πιθανών θυμάτων και είναι κατά κανόνα αρκετά αποτελεσματικά. Σε κάθε περίπτωση τέλος, απαραίτητο είναι να αναδειχθούν κατάλληλες πρακτικές, οι οποίες θα στοχεύουν στους παράγοντες εκείνους, που παρεμποδίζουν την αποκάλυψη και την αναφορά του φαινομένου.
Νάντια Μαγκλάρα
Επίκουρη Καθηγήτρια Παιδοψυχιατρικής
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών