Εμβρόντητοι οι δημοκρατικοί πολίτες της χώρας διαπιστώνουν ότι η συνταγματική κατοχύρωση του απορρήτου της επικοινωνίας έχει καταντήσει «πουκάμισο αδειανό». Η αποκάλυψη της «επισύνδεσης» (sic) των τηλεφωνικών επικοινωνιών εν ενεργεία Ευρωβουλευτή και μετέπειτα προέδρου του τρίτου κόμματος του ελληνικού κοινοβουλίου είναι αποκαλυπτική πρωτοφανούς θεσμικής ένδειας σε έναν τομέα που άπτεται της ελευθερίας όλων.
Του Δημήτρη Βερβεσού*
Παρά την πολλαπλή δικαιοθετική κατοχύρωσή του, τόσο στο Σύνταγμα που επιτρέπει την άρση του απορρήτου κατ’ εξαίρεση, υπό ιδιαιτέρως αυστηρές προϋποθέσεις για λόγους αποκλειστικά και μόνο, εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, όσο και στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποκαλύπτονται τεράστια κενά στην εν τοις πράγμασιν παρεχόμενη έννομη προστασία.
Δυοίν θάττερον: είτε η «επισύνδεση» ήταν νόμιμη (και όχι απλά νομότυπη), δηλ. αποδεδειγμένοι λόγοι «εθνικής ασφαλειας» δικαιολογούσαν την άρση του απορρήτου, οπότε βεβαίως θα έπρεπε όλοι οι πολίτες (και όχι μόνον ο Νίκος Ανδρουλάκης) να γνωρίζουν ποιοι ήταν οι λόγοι αυτοί, καθώς πρόκειται για αρχηγό κόμματος που διεκδικεί την ψήφο των πολιτών και εν δυνάμει την πρωθυπουργία, ή δεν υφίσταντο ποτέ τέτοιοι λόγοι, οπότε η αρμόδια εισαγγελική λειτουργός και οι υπάλληλοι της ΕΥΠ που ενεπλάκησαν πρέπει να ελεγχθούν ποινικά και πειθαρχικά.
Τούτο αποτελεί πρώτιστο καθήκον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος μέχρι τώρα φαίνεται να περιορίζει την έρευνά του στο ζήτημα της διαρροής απόρρητων πληροφοριών από την ΕΥΠ.
Επιβάλλεται να διερευνηθεί άμεσα εάν η αρμόδια Εισαγγελέας διερεύνησε την πλήρωση των ουσιαστικών προϋποθέσεων για την άρση του απορρήτου ή απλά περιέβαλε με το κύρος της δικαστικής αρχής τις εκτιμήσεις και τις ενέργειες της ΕΥΠ, εάν προέβη ή μη σε καταχρηστική και αυθαίρετη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων, καθώς και εάν οι υπάλληλοι της ΕΥΠ που συνέταξαν τη σχετική εισήγηση παρέβησαν το καθήκον τους, με αποτέλεσμα την πολλαπλή παραβίαση του ρυθμιστικού πλαισίου περί απορρήτου. Κάθε άλλη προσέγγιση θα συνιστά καταφανή παράβαση της αρχής της νομιμότητας, που οριοθετεί το καθήκον διερεύνησης και δίωξης των ποινικών αδικημάτων.
- Πέραν της αναγκαίας απόδοσης ευθυνών το μείζον ζήτημα που ανέκυψε, θέτει εν ταυτώ την ανάγκη άμεσης επανεξέτασης του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου με την ενίσχυση της διαφάνειας, της λογοδοσίας και των νόμιμων εγγυήσεων.
Η προ ημερών έκδοση της σχετικής ΠΝΠ, δεν ανταποκρίνεται στις εύλογες προσδοκίες των δημοκρατικών πολιτών, καθώς αποβλέπει σχεδόν αποκλειστικά στην επικοινωνιακή διαχείριση του ζητήματος, χωρίς να αγγίζει τις διαπιστωμένες πλέον παθογένειες ενός διάτρητου συστήματος προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών.
Αντί της παρουσίας εισαγγελικού λειτουργού (που παρ’ ότι είναι «ελεύθερος στη γνώμη του», παραμένει μονοπρόσωπο όργανο ενταγμένο στην ιεραρχική δομή της εισαγγελίας) θα έπρεπε η αποφασιστική αρμοδιότητα να ανατεθεί στο δικαστικό συμβούλιο (που είναι πολυπρόσωπο όργανο συγκροτούμενο από δικαστικούς λειτουργούς), όπως συμβαίνει ήδη επί άρσης του απορρήτου για λόγους διακρίβωσης ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων (κατά το ισχύον άρθρο 4 ν. 2225/1994).
Εν κατακλείδι, είναι σαφές ότι η Πολιτεία, και υπό τις τρεις λειτουργίες της (δικαστική, εκτελεστική και νομοθετική), δεν επέδειξε τα οφειλόμενα άμεσα θεσμικά αντανακλαστικά. Σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή, όπου διακυβεύεται η τήρηση του Συντάγματος και της ευρωπαϊκής δικαιϊκής τάξης, οφείλουν όλοι να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων. Σε ζητήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου δεν χωρούν εκπτώσεις και συμψηφισμοί.
*Πρόεδρος της Ολομέλειας των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος
Πρώτη δημοσίευση στο Libre.gr