Το 2021, ο Αλεξάντερ Κλαπ ήταν φιναλίστ για το (βραβείο) Breakthrough Award του ιδρύματος Pulitzer, ως ανεξάρτητος δημοσιογράφος, τα άρθρα του οποίου δημοσιεύονται σε μεγάλες εφημερίδες και περιοδικά στις ΗΠΑ και όχι μόνο. Συνεργάζεται, δε, με το περίφημο Berggruen Institute.
Σύμφωνα με το αναρτημένο στο διαδίκτυο βιογραφικό του είναι δημοσιογράφος με έδρα την Αθήνα. Γράφει για τα Βαλκάνια για εκδόσεις όπως το London Review of Books, το The Economist και το New Left Review. Είναι αποδέκτης του Matthew Power Literary Reporting Award και του χορηγού του Ιδρύματος Robert B. Silvers. Το άρθρο του του 2020 σχετικά με τη μεγαλύτερη διακίνηση ηρωίνης στην Ευρώπη για το The New Republic τιμήθηκε με το Βραβείο Δημοσιογραφίας του Κέντρου Πούλιτζερ και αυτή τη στιγμή γίνεται ντοκιμαντέρ από το BBC.
Στο Ινστιτούτο Berggruen, ο Clapp σχεδιάζει να ερευνήσει το διεθνές εμπόριο σκουπιδιών για ένα βιβλίο που γράφει για το Little, Brown. Το βιβλίο εξηγεί πώς ξεκίνησε το παγκόσμιο εμπόριο απορριμμάτων, πώς καταστρέφει τη γη και περιγράφει λεπτομερώς τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς που έχει δημιουργήσει μεταξύ των κρατών του Βορρά και του Νότου.
Πάντως, ένας υποτιμητικά “guest” αρθρογράφος δεν είναι, πολύ περισσότερο ένας “καψερός”, όπως έγραψε κάποιο γνωστό τρολ στο Twitter.
Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα δεν είναι ποιός είναι ο Αλεξάντερ Κλαπ, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας να ενοχοποιηθεί το άρθρο που έγραψε για την σήψη στην Ελλάδα, με αναφορά στο σκάνδαλο των υποκλοπών, και φιλοξενήθηκε (στα Opinions) της έγκυρης και μεγαλύτερης αμερικανικής εφημερίδας (ίσως με την σημαντικότερη επιρροή παγκοσμίως) New York Times.
Νομίζω πως μπορούμε να συμφωνήσουμε πως δεν είναι επίτιμο μέλος κάποιας “υπόγας” (που μυρίζει …μπάφο, όπως είχε υπονοήσει παλαιότερα άλλος δημοσιογράφος που στη συνέχεια εξελέγη βουλευτής). Επίσης μπορούμε να συμφωνήσουμε πως οι N.Y Times δεν εισέπραξαν 2.100$ ή -κατ΄ άλλους- 28.000$ για να δημοσιεύσουν το άρθρο του Κλαπ, στο πλαίσιο κάποιας αδρά επιχορηγούμενης προπαγάνδας που ενορχηστρώνεται από την Χαριλάου Τρικούπη και την Κουμουνδούρου. Στοιχειώδεις γνώσεις του πως λειτουργούν οι μεγάλοι διεθνείς ενημερωτικοί οργανισμοί καταλήγουν στο συμπέρασμα πως μία τέτοια εφημερίδα δημοσιεύει ένα τέτοιο άρθρο επειδή θέλει να το δημοσιεύσει και έχει εγκρίνει τον τίτλο του, ασχέτως εάν το περιεχόμενό του δεν συμβαδίζει με την editorial άποψη της. Τα έχουν αυτά οι σπουδαίες εφημερίδες και η ανεξαρτησία της ενημέρωσης.
Όμως, προ δεκαημέρου, η ίδια εφημερίδα είχε (στα news) ένα επίσης πολύ σκληρό άρθρο για το σκάνδαλο των υποκλοπών στην Ελλάδα με βαρύτατες αιχμές κατά της κυβέρνησης.
Όπως, άλλωστε, τα μεγαλύτερα διεθνή ΜΜΕ, από την La Republicca και την Figaro, μέχρι τον Guardian, το Al Jazeera, το μεγάλης επιρροής Politico, την Washington Post, το Bloomberg κ.ά
Το πρόβλημα, λοιπόν, για την κυβέρνηση δεν είναι ο κύριος Κλαπ, είναι η διαρκώς διευρυνόμενη αρνητική κάλυψη του σκανδάλου από μεγάλους ειδησεογραφικούς οργανισμούς. Δυστυχώς, δε, οι αφελείς και ανόητοι της προπαγάνδας του συρμού στρέφουν το εκδικητικό βλέμμα τους στον Αλεξάντερ Κλαπ και δεν αντιλαμβάνονται την “κομψή” αλλά αποδομητική κριτική που ασκείται, για το ίδιο μείζον θέμα, στην κυβέρνηση και προσωπικά τον πρωθυπουργό, από εγχώρια μεγάλα μέσα, στυλοβάτες και υποστηρικτές των πολιτικών της τελευταίας τριετίας.
‘Ισως, ακριβώς επειδή είναι “κομψή” αυτή η κριτική, τους διευκολύνει να μην την αξιολογήσουν. Ίσως, πάλι, απλώς να μην μπορούν γιατί δεν έχουν συνηθίσει να αξιολογούν, ή καλύτερα έχουν μάθει να ενοχοποιούν καθέναν και καθεμιά που διατυπώνει κριτική. Βγάζουν φλύκταινες με την κριτική.
Το κακό -που επίσης δεν βλέπουν- με τα δημοσιεύματα αυτού του τύπου (NY Times και άλλα) είναι πως καλλιεργούν μία εξαιρετικά κακή εικόνα για την χώρα. Αυτό το φαινόμενο το έχουμε ξαναζήσει την εποχή των μνημονίων, όταν το Focus μας έδειχνε το …δάκτυλο και όταν πολλά ευρωπαϊκά (κυρίως γερμανικά) ΜΜΕ μας θεωρούσαν τους τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας του ευρωπαϊκού νότου που καλοπερνούν με …ούζο και επιχορηγήσεις των πλουσίων του βορρά.
Όσοι εξεγείρονται τώρα με το άρθρο του κυρίου Κλαπ δεν είχαν αισθανθεί την ανάγκη να σηκωθούν από τις καρέκλες τους τότε. Να αρθρώσουν έστω μία λέξη αντίδρασης, όπως και να εξηγήσουν γιατί και ποιοί χρεοκόπησαν την χώρα, ή να επισημάνουν τις τεράστιες ευθύνες των ξένων για το πρώτο μνημόνιο που γράφτηκε στο πόδι αντιγράφοντας ανάλογα “πονήματα” διάσωσης χωρών της Λατινικής Αμερικής.
Ούτε όταν άλλα διεθνή ΜΜΕ χαρακτήριζαν “Μαδούρο των Βαλκανίων” έναν εκλεγμένο πρωθυπουργό, ή χειροκροτούσαν για την εκδίωξη -νύχτα- ενός προηγούμενου και την εγκαθίδρυση ενός σχήματος με πρωθυπουργό που είχε υποδειχθεί από τα ισχυρά ευρωπαϊκά λόμπι. Τότε προείχε η διάσωση. Και αντί μιας έστω ήπιας αντίδρασης, αναφωνούσαν (κάποιοι) “Γερούν γερά”…
Αλλά και σε αρκετές περιπτώσεις που γράφτηκαν διθύραμβοι για τον Κυριάκο Μητσοτάκη (ενίοτε σωστά) από την Handelsblatt, αμερικανικά ΜΜΕ κ.ά, δεν βρέθηκε κανείς να τα καταγγείλει ως “πληρωμένα”, ή αποτέλεσμα κάποιας προπαγανδιστικής μηχανής. Τουναντίον, χαιρόντουσαν -και μπράβο τους, κι εμείς μαζί- που ξένα ΜΜΕ -επιτέλους- έβλεπαν την εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού από την Τουρκία, ή, το 2015, ανεδείκνυαν σε παγκόσμιες φιγούρες του καλού τις γιαγιάδες στην Μυτιλήνη, και τον φούρναρη στην Κω.
Αυτοί είμαστε, μίζεροι, μεμψίμοιροι, διχασμένοι και ανόητοι.
Καληνύχτα και καλή τύχη, κύριε Κλαπ…