Το 2022 αναμενόταν να είναι μια καλή χρονιά για την Ευρώπη.
Η καταναλωτική ευφορία μετά την πανδημία, υποστηριζόμενη από τις άφθονες κρατικές δαπάνες, αναμενόταν να δώσει ώθηση στην οικονομία όλων των χωρών και να βοηθήσει τα νοικοκυριά να ανακτήσουν την αίσθηση της κανονικότητας που έχασαν τα δύο προηγούμενα χρόνια λόγω του κοροναϊού.
Όλα αυτά όμως άλλαξαν στις 24 Φεβρουαρίου με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η ομαλότητα χάθηκε και η κρίση έγινε μόνιμη αναφέρει το Reuters σε άρθρο του που προβλέπει ότι η ύφεση είναι πλέον σχεδόν βέβαιη. Ο πληθωρισμός όπως αναφέρει, πλησιάζει τα διψήφια ποσοστά και ένας χειμώνας με ενεργειακές ελλείψεις πλησιάζει με βήμα ταχύ.
Οι δυσοίωνες προοπτικές μπορούν να χειροτερέψουν
Αν και δυσοίωνες, οι προοπτικές αυτές είναι πιθανόν να χειροτερέψουν ακόμα περισσότερο πριν από οποιαδήποτε σημαντική βελτίωση μέχρι το 2023. «Η κρίση είναι η νέα κανονικότητα», δήλωσε στο πρακτορείο Reuters ο διευθύνων σύμβουλος της Carrefour, Alexandre Bompard. «Αυτό που είχαμε συνηθίσει τις τελευταίες δεκαετίες – χαμηλός πληθωρισμός, διεθνές εμπόριο – έχει τελειώσει», συμπλήρωσε.
Η αλλαγή είναι δραματική. Πριν από ένα χρόνο οι περισσότεροι αναλυτές προέβλεπαν οικονομική ανάπτυξη για το 2022 κοντά στο 5%. Τώρα πλέον, η χειμερινή ύφεση γίνεται το βασικό σενάριο.
Τόσο τα νοικοκυριά όσο και οι επιχειρήσεις υποφέρουν, καθώς οι επιπτώσεις του πολέμου – οι υψηλές τιμές στα τρόφιμα και στην ενέργεια – επιδεινώνονται τώρα από μια καταστροφική ξηρασία και τη χαμηλή στάθμη των ποταμών που περιορίζουν τις μεταφορές προμηθειών.
Δεν περισσεύει τίποτα
Στο 9%, ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη βρίσκεται σε επίπεδα που δεν έχουν παρατηρηθεί εδώ και μισό αιώνα, εξαντλώντας την αγοραστική δύναμη. Πλέον τα χρήματα που περισσεύουν καταναλώνονται σε βενζίνη, φυσικό αέριο και βασικά είδη διατροφής.
Οι λιανικές πωλήσεις ήδη υποχωρούν, μήνες πριν από την έναρξη της περιόδου θέρμανσης και οι αγοραστές μειώνουν τις αγορές τους. Τον Ιούνιο, ο όγκος των λιανικών πωλήσεων μειώθηκε κατά σχεδόν 4% σε σχέση με ένα χρόνο πριν, με αιχμή την πτώση κατά 9% που καταγράφηκε στη Γερμανία.
Οι καταναλωτές στρέφονται προς τις εκπτωτικές αλυσίδες και εγκαταλείπουν τα προϊόντα υψηλής ποιότητας, στρεφόμενοι σε εκπτωτικές μάρκες. Έχουν επίσης αρχίσει να αποφεύγουν ορισμένες αγορές. «Η ζωή γίνεται πιο ακριβή και οι καταναλωτές είναι απρόθυμοι να καταναλώσουν», δήλωσε σε δημοσιογράφους ο συνδιευθύνων σύμβουλος της γερμανικής εταιρείας λιανικής πώλησης Zalando, Robert Gentz.
Εξαίρεση ο τουρισμός που σκοντάφτει στην έλλειψη εργατικού δυναμικού
Ο τουρισμός αποτέλεσε μία εξαίρεση, με τους ανθρώπους να επιθυμούν να ξοδέψουν μέρος των συσσωρευμένων αποταμιεύσεων και να απολαύσουν το πρώτο ξέγνοιαστο, χωρίς υγειονομικούς περιορισμούς, καλοκαίρι τους, μετά το 2019.
Αλλά ακόμη και ο ταξιδιωτικός τομέας περιορίζεται από τις ελλείψεις χωρητικότητας και εργατικού δυναμικού, καθώς οι εργαζόμενοι που απολύθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας ήταν απρόθυμοι να επιστρέψουν.
Βασικά αεροδρόμια, όπως αυτό της Φρανκφούρτης και το Χίθροου του Λονδίνου, αναγκάστηκαν να περιορίσουν τις πτήσεις απλώς και μόνο επειδή δεν είχαν το προσωπικό για να εξυπηρετήσουν τους επιβάτες. Στο Σίπχολ του Άμστερνταμ, οι χρόνοι αναμονής έφτασαν τις τέσσερις ή πέντε ώρες αυτό το καλοκαίρι.
Οι αεροπορικές εταιρείες επίσης δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν. Η γερμανική Lufthansa αναγκάστηκε να ζητήσει συγγνώμη από τους πελάτες για το χάος, παραδεχόμενη ότι είναι απίθανο το χάος να μετριαστεί σύντομα.
Ο γρίφος της ενεργειακής ανεξαρτησίας
Η κατάσταση αυτή είναι πιθανό να χειροτερέψει, ειδικά αν η Ρωσία μειώσει περαιτέρω τις εξαγωγές φυσικού αερίου. «Το σοκ του φυσικού αερίου σήμερα είναι πολύ μεγαλύτερο – είναι σχεδόν διπλάσιο από το σοκ που είχαμε τη δεκαετία του ’70 με το πετρέλαιο», δήλωσε η Caroline Bain της Capital Economics. «Είδαμε μια αύξηση 10 έως 11 φορές στην τιμή spot του φυσικού αερίου στην Ευρώπη τα τελευταία δύο χρόνια».
Ενώ η ΕΕ έχει παρουσιάσει σχέδια για την επιτάχυνση της μετάβασής της στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την απεξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο έως το 2027, καθιστώντας την πιο ανθεκτική μακροπρόθεσμα, οι ελλείψεις εφοδιασμού την αναγκάζουν να επιδιώξει μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου κατά 15% φέτος.
Κρύα σπίτια και γραφεία
Για τους απλούς ανθρώπους θα σημαίνει βραχυπρόθεσμα πιο κρύα σπίτια και γραφεία. Η Γερμανία, για παράδειγμα, θέλει οι δημόσιοι χώροι να θερμαίνονται μόνο στους 19 βαθμούς Κελσίου αυτόν τον χειμώνα, σε σύγκριση με τους 22 βαθμούς που ήταν προηγουμένως.
Μακροπρόθεσμα, θα σημαίνει υψηλότερο κόστος ενέργειας και συνεπώς πληθωρισμό, καθώς το μπλοκ πρέπει να εγκαταλείψει τις μεγαλύτερες και φθηνότερες προμήθειες ενέργειας.
Αυτό σημαίνει για τις επιχειρήσεις, χαμηλότερη παραγωγή, γεγονός που μειώνει περαιτέρω την ανάπτυξη, ιδίως στη βιομηχανία.
Οι τιμές χονδρικής πώλησης φυσικού αερίου στη Γερμανία, τη μεγαλύτερη οικονομία του μπλοκ, έχουν πενταπλασιαστεί μέσα σε ένα χρόνο, αλλά οι καταναλωτές προστατεύονται από μακροχρόνιες συμβάσεις, οπότε ο αντίκτυπος μέχρι στιγμής είναι πολύ μικρότερος.
Γερμανία και Ιταλία κινδυνεύουν με ύφεση
Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να πληρώσουν μια υποχρεωτική εισφορά και μόλις λήξουν οι συμβάσεις, οι τιμές θα εκτοξευθούν, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο αντίκτυπος θα έρθει απλώς με καθυστέρηση, ασκώντας επίμονες ανοδικές πιέσεις στον πληθωρισμό.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι οικονομολόγοι βλέπουν τη Γερμανία και την Ιταλία, τις νούμερο 1 και 4 ευρωπαϊκές οικονομίες, αντίστοιχα, με μεγάλη εξάρτηση από το φυσικό αέριο, να εισέρχονται σύντομα σε ύφεση.
Ενώ μια ύφεση στις ΗΠΑ είναι επίσης πιθανή, η προέλευσή της θα είναι αρκετά διαφορετική.
Καθώς «παλεύει» με μια καυτή αγορά εργασίας και μια ταχεία αύξηση των μισθών, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) αυξάνει τα επιτόκια γρήγορα και έχει καταστήσει σαφές ότι είναι διατεθειμένη να διακινδυνεύσει ακόμη και μια ύφεση για να τιθασεύσει την αύξηση των τιμών.
Αντίθετα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει αυξήσει τα επιτόκια μόνο μία φορά, πίσω στο μηδέν, και θα κινηθεί επιφυλακτικά, έχοντας κατά νου ότι η αύξηση του κόστους δανεισμού των υπερχρεωμένων χωρών της ευρωζώνης, όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Ελλάδα, θα μπορούσε να τροφοδοτήσει τις ανησυχίες για την ικανότητά τους να συνεχίσουν να πληρώνουν τα χρέη τους.
Αλλά η Ευρώπη θα μπει σε ύφεση με κάποιες δυναμικές τάσεις.
Η απασχόληση είναι σε επίπεδα ρεκόρ και οι επιχειρήσεις αγωνίζονται εδώ και χρόνια με την αυξανόμενη έλλειψη εργατικού δυναμικού.
Αυτό υποδηλώνει ότι οι εταιρείες θα είναι πρόθυμες να κρατήσουν τους εργαζόμενους, ιδίως εφόσον οδεύουν προς την ύφεση με σχετικά υγιή περιθώρια κέρδους.
Αυτό θα μπορούσε στη συνέχεια να στηρίξει την αγοραστική δύναμη, υποδεικνύοντας μια σχετικά επιφανειακή ύφεση με μικρή μόνο άνοδο του χαμηλού πλέον ποσοστού ανεργίας που βρίσκεται σε επίπεδα ρεκόρ.
«Βλέπουμε συνεχιζόμενη οξεία έλλειψη εργατικού δυναμικού, ιστορικά χαμηλή ανεργία και υψηλό αριθμό κενών θέσεων εργασίας», δήλωσε στο πρακτορείο Reuters το μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, Isabel Schnabel. «Αυτό πιθανότατα συνεπάγεται ότι ακόμη και αν εισέλθουμε σε ύφεση, οι επιχειρήσεις μπορεί να είναι αρκετά απρόθυμες να απολύσουν εργαζομένους σε ευρεία κλίμακα», πρόσθεσε.