Μετά την επιτυχία του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Στίβου στο Μόναχο, το οποίο ολοκληρώθηκε την περασμένη Κυριακή, συζητείται όλο και περισσότερο το ενδεχόμενο να θέσει η χώρα υποψηφιότητα και για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2036.
Συγκεκριμένα ο Πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας Χέντρικ Βίστ σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Rheinische Post» εκδήλωσε την επιθυμία του για τη διοργάνωση των αγώνων στο κρατίδιό του. Ωστόσο, η τρομοκρατική επίθεση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου, που ξεκίνησαν πριν από ακριβώς 50 χρόνια σαν σήμερα, στοιχειώνει ακόμη τη διοργάνωση.
26 Αυγούστου 1972: Πάνω από 80.000 θεατές βρίσκονται στην τελετή έναρξης των αγώνων και τόσο η Γερμανία όσο και ένα δισεκατομμύριο τηλεθεατές από όλο τον κόσμο περιμένουν με ανυπομονησία την έναρξη. Περισσότεροι από 7.000 αθλητές από 121 χώρες βρέθηκαν στο Μόναχο. «Αυτή η χαλαρή και χαρούμενη διάθεση σου έφερνε ανατριχίλα», έλεγε τότε ο θρύλος του ποδοσφαίρου Ότμαρ Χίτζφελντ.
Πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι 20οί Ολυμπιακοί αγώνες επιλέχθηκε να γίνουν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας 27 χρόνια μετά την απελευθέρωση από το ναζιστικό καθεστώς και 36 χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Βερολίνο. Ο συμβολισμός για την επιλογή της Γερμανίας ήταν πολλαπλός και ειδικότερα για την πόλη του Μονάχου, καθώς εκεί δημιουργήθηκε το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα (NSDAP) των ναζί. Στόχος της πολιτικής ηγεσίας όσο και των διοργανωτών ήταν να παρουσιάσουν μια δημοκρατική και προσφιλή χώρα για όλους.
Για πολύ λίγο, το γενικό πολιτικό κλίμα ξεχάστηκε. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες σημείωσαν τεράστια επιτυχία με πολλά μετάλλια. Στην ιστορία έμεινε ο Αμερικανός κολυμβητής Μαρκ Σπιτς με επτά χρυσά μετάλλια. Οι οικοδεσπότες κέρδισαν επίσης πολλά μετάλλια, όπως η Χάιντε Ρόζενταλ η οποία έλαβε χρυσό μετάλλιο στο άλμα εις μήκος και ο Κλάους Βόλφερμαν, ρίπτης ακοντίου, ο οποίος όχι μόνο κέρδισε χρυσό μετάλλιο αλλά σημείωσε και παγκόσμιο ρεκόρ με την επίδοσή του.
Η μέρα που άλλαξε τα πάντα
Το πρωί της 5ης Σεπτεμβρίου ήταν η μέρα που άλλαξαν όλα. Οκτώ ένοπλοι της παλαιστινιακής οργάνωσης «Μαύρος Σεπτέμβρης» κατόρθωσαν να εισέλθουν στο Ολυμπιακό Χωριό, παρόλες τις προειδοποιήσεις προς τις γερμανικές αρχές για κενά ασφάλειας και πιθανό τρομοκρατικό χτύπημα. Κατευθύνθηκαν στο κτίριο της ισραηλινής αποστολής κι αφού σκότωσαν ένα προπονητή και ένα αρσιβαρίστα, συνέλαβαν 9 ομήρους, ενώ οι υπόλοιποι αθλητές και συνοδοί κατάφεραν να διαφύγουν.
Οι τρομοκράτες ζήτησαν από τις κυβερνήσεις της τότε Δυτικής Γερμανίας και του Ισραήλ την απελευθέρωση 234 Παλαιστινίων που κρατούνταν από τους Ισραηλινούς, την αποφυλάκιση των Γερμανών τρομοκρατών και ηγετικών μελών της Φράξιας Κόκκινος Στρατός, Αντρέας Μπάαντερ και Ούλρικε Μάινχοφ, καθώς και την ασφαλή διαφυγή των ιδίων από τη Δυτική Γερμανία. Τα αιτήματά τους δεν έγιναν δεκτά, τόσο από τον Γερμανό καγκελάριο Βίλι Μπραντ, όσο και από την Ισραηλινή Πρωθυπουργό Γκόλντα Μέιρ. Η γερμανική πολιτεία προσφέρθηκε να δώσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στους απαγωγείς για να απελευθερώσουν τους ομήρους. Αυτοί ωστόσο αρνήθηκαν και επέμειναν στους όρους τους. Οι όμηροι έπεσαν νεκροί από τα πυρά των τρομοκρατών μαζί με έναν Γερμανό αστυνομικό και πέντε εκ των τρομοκρατών. Το τρομοκρατικό χτύπημα θα μείνει για πάντα στην ιστορία ως η «Σφαγή του Μονάχου».
Η «ηθική» αποτυχία των πολιτικών
Η αντίδραση των ειδικών δυνάμεων της Γερμανίας δεν έμεινε στο απυρόβλητο, αφού εκφράστηκαν πολλές αμφιβολίες για τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκαν την υπόθεση και υποστηρίχθηκε ότι με μία διαφορετική αντιμετώπιση θα είχε αποφευχθεί το αιματοκύλισμα. Για 32 ώρες μόνο σταμάτησαν οι αγώνες ενώ στην επικήδεια τελετή ο πρόεδρος της ΔΟΕ Έιβερι Μπράντεϊτζ επισφράγισε τη συνέχιση της διοργάνωσης με την φράση: «Οι αγώνες πρέπει να συνεχιστούν». Ο τότε Δήμαρχος του Μονάχου Χανς-Γιόχεν Φόγκελ ήθελε να πιστεύει πως η μνήμη των Αγώνων του Μονάχου δεν θα ταυτιζόταν κατά κύριο λόγο με τη δολοφονική επίθεση, όπως έγραψε στον πρόλογο της γερμανικής έκδοσης του βιβλίου «Μόναχο 1972». Η αθλήτρια Χάιντε Ρόζενταλ δήλωσε πως η απόφαση να συνεχιστούν οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν η σωστή. «Διατηρήσαμε το αγωνιστικό ολυμπιακό ιδεώδες χωρίς όπλα, αλλά στους ίδιους τους αγώνες».
«Μέχρι σήμερα, ποτέ κανείς δεν είπε “Λυπούμαστε. Πήραμε λάθος απόφαση. Ήμασταν ανίκανοι”. Ήταν αλαζόνες και μας ταπείνωναν όλη την ώρα» δήλωσε η Άνκι Σπίτσερ, εκπρόσωπος των οικογενειών των θυμάτων, στο κανάλι ARD. Χρειάστηκαν 45 χρόνια για να δημιουργηθεί ένας χώρος μνήμης το 2017 στο Ολυμπιακό Πάρκο. Λίγες εβδομάδες πριν από την ημέρα μνήμης των θυμάτων, οι επιζώντες και οι οικογένειές τους ήθελαν μια απολογία από τους ιθύνοντες, μια εκδήλωση συγγνώμης. Τον Ιούλιο ανακοινώθηκε από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση ότι οι συγγενείς πρώτου βαθμού θα αποζημιωθούν, χωρίς όμως να αναφερθεί το ακριβές ποσό που θα διατεθεί.
Πηγή: DW