ΕΙναι δυο ζευγάρια στην παραλία, 40 πλας, με τα αντίστοιχα 1,8 παιδιά ανά ζευγάρι, δημοτικού τα πιτσιρίκια.
Κάθονται μπροστά μου, τους χαζεύω, είναι εντελως μπάι δε μπουκ.
Όλα σωστά:
Το σωστό σετάκι μαγιό οι γυναίκες, οι σωστές πετσέτες, το σωστό ξανθό σαντρέ στο μαλλί, το σωστό μαύρισμα, Superdry πάνω κάτω οι άντρες, όλα τα σετ αντί-ηλιακών, μπιφόρ σαν, αφτερ σαν, άλλα για τους μεγάλους, άλλα για τα παιδιά, μικρά κομψά σαντουιτσάκια στα σωστά νεσεσέρ μέσα στις σωστές τσάντες παραλίας, χαβαγιάνες όλοι που στοιχίζονται πάλι πλάι κάτω από την ομπρέλα ανά μέγεθος…
Τα παιδιά τους είναι ήσυχα (σχετικά). Οι ίδιοι ασχολούνται. Δεν φωνάζουν, δεν ενοχλούν, πραγματικά και να ήθελα -που δεν θέλω-, δεν θα είχα τίποτα να τους προσάψω και το λέω μη ειρωνικα.
Αντιθέτως• με κάποιον τρόπο τους «ζηλεύω».
Δεν κατάφερα να είμαι ποτέ έτσι στη ζωή μου και δεν εννοώ στην παραλία μόνο:
Πάντα κάτι έλειπε και κάτι άλλο περίσσευε.
Πάντα πολλά ήταν παράταιρα. Ποτέ το πάνω μαγιό δεν ήταν ασορτί με το κάτω. Ποτέ δεν ταίριαζαν με την τσάντα. Σπάνια (πιο τίμια, ποτέ) τα πράγματα ήταν τακτοποιημένα στα μικρά τσαντάκια μέσα στη μεγάλη τσάντα.
Έχω σκεφτεί πολλές φορές πως θα ήταν αν κατάφερνα να βάλω όλα τα πράγματα σε τάξη, να ταιριάξω τα πάντα, να γίνω κι εγω μπάι δε μπουκ, να απορροφηθώ στη σωστή ταπετσαρία.
Δεν τα κατάφερα• όταν οδηγώ το μυαλό μου στο σετάρισμα, στην τάξη, αυτό κλωτσάει και φεύγει στις μικρές και μεγάλες αταξίες, βρίσκει άσυλο σε δικά του πράγματα, αυτόνομα.
Όσο σκεφτόμουν όλα αυτά, τα δυο ζευγάρια συζητούσαν για πολλή ώρα και πολύ υπομονετικά και ήρεμα και με ενδιαφέρον αν θα νοικιάσουν κανό ή σαπ και πως θα βολέψουν τα παιδιά να τα πάνε βόλτα.
Τελικά βρήκαν έναν τρόπο, το σωστό τρόπο, έφυγαν τα παιδιά με τους τρεις και ο ένας άντρας έμεινε πίσω.
Μόλις όλοι οι άλλοι απομακρύνθηκαν, ανακάθισε στην ξαπλώστρα, έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης και είπε μεγαλόφωνα στον εαυτό του:
«Μαλακίες».
Και παρήγγειλε μια μπύρα.
Χαμογέλασα. Ωραίο να έχεις «συνενόχους» στη ζωή.
Ακόμη και μυστικούς.
Πρώτη δημοσίευση στο Facebook