Πολλές φορές ακούσαμε, κατά την οικονομική κρίση, τη φράση περί ψυχολογίας της αγοράς η οποία γνωρίζει αξιοσημείωτες μεταπτώσεις, οδηγώντας σε κέρδη ή ζημίες. Η φράση λέει περισσότερα απ’ όσα αφήνεται να υποτεθούν.
Γιώργος Αραμπατζής*
Η σχέση οικονομίας και ψυχολογίας έχει μια πλευρά ιστορικά εντοπισμένη. Η ιστορικότητά της είναι αυτή της εναλλαγής εκείνης της επιστήμης που τίθεται κάθε φορά ως πρότυπο της ορθολογικής κατανόησης του κόσμου.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η επιστήμη που κυριάρχησε ήταν η ψυχανάλυση. Το παρανοϊκό μακελειό που είχε ρημάξει τον κόσμο δικαιολογεί πλήρως τη στροφή προς μια θεωρία που έθετε ότι το ανθρώπινο υποκείμενο είναι απολύτως αδιαφανές στον εαυτό του, πραγματικό μυστήριο γι’ αυτό το ίδιο. Η ψυχανάλυση έχαιρε, επίσης, ενός επιπλέον κύρους επειδή είχε διαγνώσει, κατά τον ευρωπαϊκό Μεσοπόλεμο, τον διχασμό της ανθρώπινης προσωπικότητας και τους κινδύνους που αυτός έκρυβε για τη συλλογικότητα.
Η ψυχανάλυση συμβάδισε, τέλος, με το πνεύμα των δεκαετιών του 1950 και του 1960, όταν η μεσαία τάξη διευρύνθηκε και εκατομμύρια άνθρωποι στον δυτικό κόσμο βρέθηκαν να κατέχουν θέσεις υψηλότερες από αυτές που ονειρεύονταν οι πρόγονοί τους. Το ανεξήγητο άγχος της κοινωνικής ανόδου και της απώλειας της προηγούμενης ιεράρχησης αποζητούσε μια θεωρία σαν αυτή της ψυχανάλυσης. Βιβλία, ταινίες, η γενική κοινωνική αισθαντικότητα βρέθηκαν να αντλούν σημαντικά από το ψυχαναλυτικό ύφος.
Ο πολιτικός απολογισμός της ψυχανάλυσης ως επιστημονικού προτύπου είναι πλήρως και αδιαμφισβήτητα θετικός. Είναι η περίοδος που οι Γάλλοι αποκαλούν les trente glorieuses (τα «τριάντα ένδοξα χρόνια» της ανόδου και της προόδου). Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1980 τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν. Η επιστήμη που τίθεται πλέον ως πρότυπο είναι η οικονομία. Η οικονομία δεν αποδέχεται, βέβαια, την ιδέα του ανθρώπινου υποκειμένου ως μυστηρίου και, αντί γι’ αυτό, προτάσσει τις αλήθειες του κοινού νου. Πώς αλλιώς μπορεί το κάθε άτομο να εμπλακεί στις νέες οικονομικές δοσοληψίες αν δεν είναι προικισμένο με εκείνο το κομμάτι της λογικότητας που θα του επιτρέπει να προστατεύει τα συμφέροντά του; Το τμήμα αυτό λογικότητας είναι ο κοινός νους που διασφαλίζει, μέσω της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, την ευμάρεια. Ετσι, παύει η ενασχόληση με τις σκοτεινές αλέες του ασυνείδητου και το κέντρο της σκηνής καταλαμβάνουν πλέον οι αυτονόητες προφάνειες της κοινονοϊκότητας.
Βέβαια, η φιλοσοφία του κοινού νου είναι φιλοσοφικά φτωχή. Ακόμη περισσότερο, η ανθρώπινη ιστορία δεν έχει διόλου την τάση να υποτάσσεται σε εύλογες θετικότητες. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο που και ο οικονομικός κοινός νους περνάει από τη μια κρίση στην άλλη – είναι μάλιστα πολύ αναμενόμενο. Για να δοθεί μια πρόχειρη εξήγηση της «ιστορικής ανορθολογικότητας», γίνεται επίκληση της ψυχολογίας της αγοράς. Ομως, αυτή η τελευταία δεν μπορεί να ερμηνευτεί από την ίδια την οικονομία.
Η συλλογικότητα θα έπρεπε να είναι πιο καλά ενημερωμένη γι’ αυτή την κατάσταση των πραγμάτων. Το ειδικό πρόβλημα είναι αυτό της καθημερινής ζωής. Η ιδεολογία του κοινού νου δίνει την εντύπωση μιας λίγο ώς πολύ μαζικής και καλά μοιρασμένης λογικότητας. Το καθετί που αντιβαίνει σε αυτή τη λογικότητα γίνεται αντιληπτό ως σκάνδαλο, παραβατικότητα ή εγκληματικότητα. Η ψυχανάλυση, αντίθετα, εστιάζει στις αμφιλεγόμενες δομές της καθημερινότητας και στις επικίνδυνες πλευρές της υποτιθέμενα υγιούς λογικότητας. Με άλλα λόγια, η ψυχαναλυτική προσέγγιση είναι πιο αξιολογικά ουδέτερη απέναντι σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής και άρα πιο επιστημονική, ενώ η ιδεολογία του κοινού νου είναι σαφώς πιο μανιχαϊστική και μη γόνιμη ερμηνευτικά.
Από γενικότερη άποψη, ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι ο θεματοφύλακας του κοινού νου; Η επίκληση του αυτονόητου κοινού νου δεν μπορεί παρά να μεταφραστεί ως ισχυρισμός ότι κάποιος έχει δίκιο και οι άλλοι άδικο. Δεν πρόκειται, επομένως, για τίποτε άλλο παρά για μια αξίωση ισχύος. Ο κοινός νους, λοιπόν, δεν βοηθά ούτε στον εφησυχασμό των δημόσιων παθών.
*καθηγητής στο Τμήμα Φιλοσοφίας του ΕΚΠΑ
Πρώτη δημοσίευση στην Εφ.Συν.