Εν μέσω ωμών απειλών του Ερντογάν για εισβολή στα νησιά μας, το κυρίαρχο αφήγημα συνεχίζει, ολοένα και πιο αμήχανα, να αποδίδει την αυξανόμενη τουρκική επιθετικότητα στις προεκλογικές σκοπιμότητες του «διεθνώς απομονωμένου» Ερντογάν.
Του Γιάννη Βαληνάκη*
Στο πλαίσιο ενός πολιτικά βολικού εφησυχασμού παραβλέπονται έτσι η πολυδιάστατη στρατηγική της Τουρκίας για ανατροπή του status quo και η επικίνδυνη πρόοδός της προς τον στόχο της που μάλιστα συχνά αντιστοιχεί σε ελληνικές απώλειες.
Χειρότερο όλων, ο Ερντογάν φαίνεται να προεξοφλεί ότι η ελληνική επιλογή της «ψύχραιμης μη-κλιμάκωσης» συνεπάγεται και «μη-δυναμική» απάντηση σε οποιαδήποτε κίνησή του εναντίον μας και επί του πεδίου.
Δυστυχώς η «ψύχραιμη αποφασιστικότητα» και οι (μελλοντικοί) εξοπλισμοί μας δεν εμπόδισαν προσώρας την βήμα-βήμα πρόοδο του Ερντογάν προς τους στόχους του.
Σταχτυολογούμε για του λόγου το αληθές από τα κυριότερα εθνικά μέτωπα πρόσφατες ανησυχητικές τάσεις ξεκινώντας λόγω επικαιρότητας από τις αδυναμίες της ΕΥΠ που δυστυχώς δεν περιορίζονται στο εσωτερικό (και εθνικά πολύ λιγότερο σημαντικό) σκέλος της.
Πέρα από σοβαρές παραλείψεις που καταγράφηκαν επί ήδη αρκετά χρόνια, η ίδια η επιλογή του μέχρι πρόσφατα διοικητή της αναδεικνύει ανάγλυφα μια (στην καλύτερη περίπτωση) πλήρη αγνόηση της κρισιμότατης εθνικής αποστολής της. Γιατί μόνο ως κωμικοτραγικές μπορεί κανείς να φανταστεί τις τυχόν συναντήσεις (;) του παντελώς άπειρου πρώην επικεφαλής της με ομολόγους του — ιδίως με εκείνους των «συμμάχων» μας στην Αν. Μεσόγειο ή τον Κόλπο, με τον αθωότερο εξ αυτών να έχει απλώς διατάξει εξωδικαστικές εκτελέσεις…
Οι στρατηγικές σχέσεις που διατυμπανίζονταν μαζί τους απλά δεν υφίστανται όταν στοιχειωδώς αγνοείται ο κεντρικός ρόλος (κράτους εν κράτει) που διαδραματίζει η μυστική διπλωματία στα αυταρχικά κράτη της περιοχής μέσω αυτών των υπηρεσιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσω της παντοδύναμης τουρκικής ΜΙΤ αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις της Άγκυρας στη Μ. Ανατολή και αντίστροφα αποδυναμώθηκε και κινδυνεύει ακόμη περισσότερο η μεσανατολική μας στρατηγική: από σύμμαχοι που θα προσέτρεχαν να μας συνδράμουν ενεργά απέναντι στην Άγκυρα μάς «παρηγορούν» σήμερα υποκριτικά υποσχόμενοι ότι θα… τηρήσουν «ίσες αποστάσεις».
Χειρότερο όλων, ο Ερντογάν φαίνεται να προεξοφλεί ότι η ελληνική επιλογή της «ψύχραιμης μη-κλιμάκωσης» συνεπάγεται και «μη-δυναμική» απάντηση σε οποιαδήποτε κίνησή του εναντίον μας και επί του πεδίου.
Επικίνδυνα εξελίσσεται για τα συμφέροντά μας και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Παρά τις σαφείς προειδοποιήσεις δεν την προβλέψαμε, αγνοούμε έκτοτε την τύχη της ομογένειας, χάσαμε ευκαιρίες (επικερδή ανταλλαγή των S300 με Patriot) και εκτεθήκαμε σε υπερβολικό αντι-ρωσισμό. Όμως ο Πούτιν θα κερδίσει λογικά τον πόλεμο και η Δύση θα αναγκαστεί να «καταπιεί» ξανά τον αναθεωρητισμό συνόρων που εμείς αεροβατώντας κηρύξαμε …νεκρό. Κι αντί να διαγνώσουμε ότι ο Ερντογάν θα συμπεριφερόταν διεθνώς ως επιτήδειος ουδέτερος αλλά και πιο ανεξέλεγκτος απέναντί μας, πιστέψαμε ότι ο πόλεμος …μας έφερνε πιο κοντά.
Η ενίσχυση των συμμαχικών δεσμών με τις ΗΠΑ αν και ασφαλώς θετική δείχνει να γίνεται χωρίς συναίσθηση των ίσων αποστάσεων που παραδοσιακά τηρεί η υπερδύναμη.
Παρά τα χειροκροτήματα του Κογκρέσου οι έμπειροι αναλυτές δεν βλέπουν να διασφαλίστηκε αποτελεσματική αποτροπή ή και στρατιωτική συνδρομή σε περίπτωση σύγκρουσης. Παρά τον προκλητικό τουρκικό αντιαμερικανισμό, την αυξανόμενη σημασία της Αλεξανδρούπολης και σημειακές μετατοπίσεις της αμερικανικής στάσης, οι όποιες εκτιμήσεις για εγκατάλειψη των ίσων αποστάσεων είναι θεωρητικές.
Ο Ερντογάν κρατά ομήρους τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ όσο δεν κυρώνει τη συμφωνία διεύρυνσης και δελεάζει με τις μεσολαβητικές του (προσώρας μικρές) επιτυχίες μια οικονομικά/ενεργειακά κλυδωνιζόμενη, προοπτικά διχαζόμενη και τελικά αδύναμη Δύση.
Από πλευράς μας εντυπωσιάζει η έλλειψη έμπρακτης αξιοποίησης της ΕΕ ως του ισχυρότερου διπλωματικού μας όπλου. Επιμένουμε στις συνόδους κορυφής στο ελάχιστο μιας φραστικής καταδίκης της Άγκυρας (που μια και μόνη χώρα μπορεί να μπλοκάρει/αποδυναμώσει) αντί της αντίστροφης τακτικής να μπλοκάρουμε εμείς επιλεκτικά την κοινή στάση εκεί που «πονάει» μη αλληλέγγυους εταίρους και δεν πλήττονται δικά μας συμφέροντα. Η τουρκική προκλητικότητα αυξάνεται αλλά τα περί εμπάργκο και βέτο μας στην Τελωνειακή Ένωση ξεχάστηκαν. Κι ενώ καιγόμαστε για μια ευρωπαική αμυντική συνεργασία-ασπίδα κατά της Τουρκίας, ούτε παίρνουμε πρωτοβουλίες με τη Γαλλία, ούτε αξιοποιούμε δικές της ή άλλων για τη στρατηγική αυτονομία της ΕΕ («Στρατηγική Πυξίδα» κλπ.). Ορατή συνέπεια η προσεχής εξομοίωση της Τουρκίας με τη Μ. Βρετανία και είσοδό τους από την πίσω πόρτα στην κρισιμότερη για εμάς πολιτική της ΕΕ.
Εξίσου επικίνδυνα προβάλλουν και οι εξελίξεις σε σχέση με Λιβύη και Αίγυπτο. Απέναντι στο τ/λ μνημόνιο αρχικά στηρίξαμε την πλευρά Χαφτάρ εξαγγέλλοντας και βέτο στις σχέσεις ΕΕ -Τρίπολης, επιδοθήκαμε στη συνέχεια σε ταξιδιωτική διπλωματία «ακύρωσής» του και αναγγείλαμε ε/λ διαπραγματεύσεις για οριοθέτηση ΑΟΖ. Το αποτέλεσμα είναι σήμερα η επικράτηση της Τουρκίας και στα δυο αντιμαχόμενα λιβυκά στρατόπεδα, με τη χώρα μας σε ρόλο παρατηρητή.
Παρά τα ωραία λόγια, το τ/λ μνημόνιο νομικοπολιτικά δεν «ακυρώθηκε» ακόμη, αλλ’ ούτε και με την Αίγυπτο υπάρχει πρόοδος στο κορυφαίο θέμα της ολοκλήρωσης της οριοθέτησης. Δεν διαβλέπουμε ότι το Κάιρο προτιμά να χαρίσει την ανατολικότερη ΑΟΖ μας της Αν .Μεσογείου στην Άγκυρα που άλλωστε την δελεάζει με πολύ πιο ευνοική μέση γραμμή; Δεν μας προβληματίζει ότι δεν μας στήριξε έμπρακτα ούτε καν στο μεταξύ μας οριοθετηθέν τμήμα των θαλασσίων ζωνών;
Αλλά πώς θα το ανέμενε κανείς όταν εμείς οι ίδιοι αποκηρύξαμε επίσημα στον ΟΗΕ τον Χάρτη της Σεβίλης που αποτυπώνει (με σφραγίδα ΕΕ) την ΑΟΖ που δικαιούται σύμφωνα με την UNCLOS η Ελλάδα; Κι όμως πρόκειται για τη νομικογεωγραφική βάση στήριξης του διατυμπανισμένου ελληνικού σχεδίου για τον αγωγό EastMed και την απρόσκοπτη διέλευση διάφορων καλωδίων (Interconnectors, data cable με Σαουδ. Αραβία κλπ).
Έχοντας μπροστά μας μια από κάθε άποψη εξαιρετικά επικίνδυνη περίοδο, υπάρχει πάντα η ελπίδα διορθωτικών κινήσεων και ειλικρινούς ενδοσκόπησης σε σχέση με τις εξελίξεις και τάσεις που διαγράφονται. Η επιτυχία ή μη της αποτρεπτικής στρατηγικής μας δεν κρίνεται από τις δηλώσεις μας αλλά δυστυχώς από το πώς ζυγίζει ο Ερντογάν τις στρατιωτικές μας ικανότητες και συμμαχίες, την πραγματική μας επί του πεδίου αποφασιστικότητα και τελικά από το πώς ο ίδιος εκτιμά τις κερδοζημίες του από μια πιθανή σύγκρουση που θα προκαλέσει με τον Ελληνισμό.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η αδυναμία ορθών προβλέψεων και έγκαιρης διάγνωσης κινδύνων/ευκαιριών οδηγούν αναγκαστικά σε εκ των υστέρων και εκ του προχείρου επικοινωνιακή διαχείριση σοβαρότατων εθνικών ζητημάτων. Κατά συνέπεια, στην καλύτερη περίπτωση φαίνεται σαν να πορευόμαστε εν μέσω «άγνοιας κινδύνου» που συνήθως στην ιστορία όχι μόνο δεν αποτρέπει τη σύγκρουση, αλλά την καθιστά και πιθανότερη.
Ο Γιάννης Βαληνάκης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, πρώην υφυπουργός Εξωτερικών