H εξοικονόμηση φεύγει από το προαιρετικό χαρακτήρα και γίνεται υποχρεωτική. Σύμφωνα με τα όσα αναμένεται να ανακοινώσει (10.00) η Φον ντερ Λάιεν καθημερινά για 3-4 ώρες κατά το διάστημα της αιχμής, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προχωρήσουν σε μείωση της κατανάλωσης ρεύματος.
Αν και παρέχεται ευελιξία στις κυβερνήσεις, όπως η δυνατότητα η υποχρεωτική μείωση κατανάλωσης να αφορά και ώρες όπου η παραγωγή ρεύματος από ΑΠΕ είναι χαμηλή, εντούτοις θεωρείται ότι θα προκαλέσει νέες τριβές, όπως συνέβη την περασμένη Παρασκευή στο Συμβούλιο Υπουργών Ενέργειας, ως προς τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί η ενεργειακή κρίση.
Στο συγκεκριμένο έγγραφο περιλαμβάνονται αρκετές ακόμη γνωστές κοινοτικές προτάσεις, σύμφωνα με τις οποίες μέσω δημοπρασιών, οι καταναλωτές, όπως οι βιομηχανίες, θα μπορούν να μειώνουν την κατανάλωσή τους, με αντάλλαγμα αποζημιώσεις. Τέτοια μέτρα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου που εκτιμάται περίπου στα 1,2 bcm για μια περίοδο 4 μηνών. Αυτό αντιπροσωπεύει περίπου το 3,8 % της κατανάλωσης φυσικού αερίου για ενέργεια την ίδια περίοδο.
Εκτός από την υποχρεωτική μείωση της ζήτησης στο ρεύμα, το προσχέδιο συνοδεύουν μέτρα, όπως ένα πανευρωπαϊκό πλαφόν στα «ουρανοκέταβατα κέρδη» των ηλεκτροπαραγωγών, καθώς και η προσωρινή εισφορά στις εταιρείες ορυκτών καυσίμων, δηλαδή όσες εμπλέκονται στην παραγωγή πετρελαίου, αερίου, άνθρακα.
Η παραλλαγή του ελληνικού μοντέλου βρίσκεται στο επίκεντρο όσων συζητώνται την περίοδο αυτή στις Βρυξέλλες. Η πρόταση αφορά ένα ευρωπαϊκό πλαφόν τιμής για τεχνολογίες παραγωγής ρεύματος φθηνότερες από εκείνες που καθορίζουν την Οριακή Τιμή (δηλαδή του φυσικού αερίου). Σύμφωνα με το κοινοτικό έγγραφο, αυτές οι τεχνολογίες απέφεραν απροσδόκητα υψηλά κέρδη στους παραγωγούς, καθώς αμείβονται στην Οριακή Τιμή, όταν το λειτουργικό τους κόστος είναι χαμηλό. Το ανώτατο όριο θα τεθεί, διασφαλίζοντας την κάλυψη του κόστους για τις ΑΠΕ και τις μονάδες άνθρακα. Το τίμημα θα καθοριστεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζει πως παραμένουν επαρκή επενδυτικά κίνητρα.
Τα επιπλέον έσοδα θα καταλήγουν σε ευάλωτα νοικοκυριά και επιχειρήσεις εκτεθειμένες στην κρίση, μέσω ενός μηχανισμού παρόμοιου με το ελληνικό Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης. Το έγγραφο πάντως μιλά για στοχευμένη στήριξη γενικά των καταναλωτών και των επιχειρήσεων, χωρίς να εστιάζει μόνο στους ευάλωτους, όπως παλαιότερο που είχε δει το φως της δημοσιότητας την εβδομάδα που πέρασε.
Το έγγραφο επαναλαμβάνει επίσης την πρόταση επιβολής φόρου στον κλάδο των ορυκτών καυσίμων. Αφορά τα εξαιρετικά μεγάλα κέρδη των εταιρειών του κλάδου και την επιβολή σε αυτές μιας εισφοράς αλληλεγγύης. Το μέτρο θα εφαρμοστεί σε όλες τις εταιρείες πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα. Ο σχεδιασμός επιβολής του εν λόγω φόρου είναι απλός. Αρκεί να χρησιμοποιηθούν ως βάση τα κέρδη προ φόρων των εταιρειών. Τα έσοδα από την εισφορά θα χρηματοδοτούν τη μείωση των λογαριασμών ενέργειας για νοικοκυριά και επιχειρήσεις ή και για την υποστήριξη μιας ταχύτερης μετάβασης στην πράσινη ενέργεια. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει υποστήριξη σε εταιρείες, ιδίως σε τομείς εντάσεως ενέργειας, όπως για παράδειγμα τα λιπάσματα.
- Στο προσχέδιο γίνεται ειδική αναφορά στην ανάγκη επίδειξης αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών και στην ανάγκη να δεσμευτούν από κοινού στην εξοικονόμηση, παρ’ ότι δεν επηρεάζονται όλα το ίδιο από την ενεργειακή κρίση. Η μείωση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας κατά τις ώρες αιχμής θα έχει ως αποτέλεσμα τη μειωμένη ανάγκη για εισαγωγές αερίου σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Τα κράτη μέλη καλούνται να συμβάλλουν στην κοινή προσπάθεια, καθώς μόνο έτσι το μέτρο θα φέρει αποτελέσματα. Διαφορετικά, τα εθνικά μέτρα που λαμβάνει κάθε χώρα, δίχως συντονισμό με τις υπόλοιπες, θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, θέτοντας σε κίνδυνο την ασφάλεια του εφοδιασμού και οδηγώντας πιθανώς σε περαιτέρω αυξήσεις των τιμών σε όσα κράτη πλήττονται περισσότερο από την κρίση.
Στην ουσία, η Κομισιόν καλεί τις κυβερνήσεις να επιδείξουν αλληλεγγύη προς χώρες, όπως η Γερμανία που δοκιμάζεται περισσότερο, και να υιοθετήσουν μέτρα, απέναντι στα οποία πολλές κυβερνήσεις τηρούν ακόμη λίαν επιφυλακτική στάση.
Με πληροφορίες από news247