Έτοιμη να ενεργοποιήσει τον νέο μηχανισμό στήριξης, TPI, για τα ομόλογα της Ιταλίας και της Ελλάδας είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και είναι πλέον πολύ πιθανό, όπως αναφέρουν τραπεζικές πηγές, το θέμα να συζητηθεί στην επόμενη συνεδρίαση του συμβουλίου της ΕΚΤ στις 27 Οκτωβρίου, όπου θα ληφθούν αποφάσεις για τα θέματα της νομισματικής πολιτικής -στις 5 Οκτωβρίου είναι προγραμματισμένη συνεδρίαση στην Κύπρο, αλλά όχι για θέματα νομισματικής πολιτικής.
Η έντονη φημολογία στα dealing room για ενεργοποίηση του TPI, σε συνδυασμό με πληροφορίες ότι η ΕΚΤ προχώρησε σήμερα στις πρώτες της αγορές ιταλικών ομολόγων μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της Κυριακής, αλλά και με το γεγονός ότι η Τράπεζα της Αγγλίας έκανε στροφή 180o και ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει σε μαζικές αγορές ομολόγων, είχαν ως αποτέλεσμα να αναστραφεί απότομα η πορεία των ιταλικών και ελληνικών ομολόγων στην αγορά.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η απόδοση του ιταλικού 10ετούς ομολόγου εκτινάχθηκε σήμερα ως το 4,927%, ενώ αργότερα αποκλιμακώθηκε απότομα, υποχωρώντας ως το 4,575%. Μάλιστα, η διαφορά απόδοσης από τα 10ετή της Γερμανίας εκτινάχθηκε πάνω και από το 2,55%, τη στιγμή που θεωρείται ότι το όριο του 2,50% είναι το ανώτατο που μπορεί να γίνει ανεκτό για την ιταλική οικονομία. Αντίστοιχα, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ξέφυγε αρχικά πάνω από το 5,089%, για να υποχωρήσει αργότερα ως το 4,895%.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παρακολουθεί πολύ στενά αυτές τις εξελίξεις, στο βαθμό που μπορεί να αντανακλούν στρεβλώσεις στην αγορά, οι οποίες δικαιολογούν την ενεργοποίηση του νέου προγράμματος στήριξης με απεριόριστες αγορές τίτλων. Όλα δείχνουν ότι αυτό ακριβώς συμβαίνει, καθώς οι αποδόσεις των ομολόγων της περιφέρειας και κυρίως των ιταλικών και ελληνικών αυξάνονται με ταχύτερους ρυθμούς από τις αντίστοιχες των γερμανικών, χωρίς να έχει καταγραφεί κάποια επιδείνωση της δημοσιονομικής θέσης των δύο χωρών.
Βέβαια, στην περίπτωση της Ιταλίας, υπάρχει το δεδομένο της κυβερνητικής αλλαγής, με την ανάληψη της εξουσίας από μια κυβέρνηση που δεν έχει δοκιμασθεί και με πολλές λαϊκιστικές θέσεις της ανησυχούν τους επενδυτές της αγοράς ομολόγων. Σε κάθε περίπτωση, όμως, επίσημη αλλαγή πολιτικής δεν έχει υπάρξει, ενώ η ακροδεξιά πολιτικός, Τζόρτζια Μελόνι, που αναμένεται να ηγηθεί του νέου κυβερνητικού σχήματος, έχει κατ’ επανάληψη το τελευταίο διάστημα διαβεβαιώσει ότι δεν θα αλλάξει τα βασικά στοιχεία της οικονομικής πολιτικής, κάτι που έχει επισημανθεί και από τον αντιπρόεδρο της ΕΚΤ, Λούις ντε Γκουίντος.
Τραπεζικά στελέχη σημειώνουν ότι η ενεργοποίηση του προγράμματος στήριξης, πρωτίστως για την Ιταλία, είναι απαραίτητη, καθώς η χώρα έχει μεγάλες δανειακές ανάγκες που θα πρέπει να καλυφθούν το επόμενο διάστημα από την αγορά και θα είχε μεγάλη επιβάρυνση αν δανειζόταν με επιτόκια πολύ πάνω από το 4% στη δεκαετία. «Επιτόκιο πάνω από το 4% για την Ιταλία είναι ουσιαστικά επιτόκιο χρεοκοπίας», υπογράμμιζαν χαρακτηριστικά.
Αντίθετα, η Ελλάδα, λόγω της ιδιαιτερότητας της διάρθρωσης του χρέους της, αλλά και επειδή ουσιαστικά δεν έχει ανάγκες δανεισμού ως το τέλος του έτους με εκδόσεις ομολόγων, μπορεί να αντέξει περισσότερο στην «πολιορκία» της αγοράς ομολόγων. Επιπλέον, η Ελλάδα έχει καλύψει με hedging (πράξεις αντιστάθμισης επιτοκιακού κινδύνου) ένα μεγάλο ποσό δανεισμού για το 2022, με αποτέλεσμα να μην επιβαρύνεται σοβαρά από την αύξηση των επιτοκίων. Το 2023, η χώρα θα έχει μικρές δανειακές ανάγκες (κάτω από 7 δισ. ευρώ) και θα συνεχίσει να έχει το μεγάλο «μαξιλάρι» ρευστότητας, άνω των 30 δισ. ευρώ, αντιμετωπίζοντας από σχετικά καλή θέση την αύξηση των ευρωπαϊκών επιτοκίων.
Όπως αναφέρουν τραπεζικές πηγές, στην επόμενη συνεδρίασή της η ΕΚΤ θα πρέπει να προσφέρει στην αγορά ένα ισχυρό «αντίβαρο» στη μεγάλη αύξηση επιτοκίων που θα αποφασίσει, η οποία αναμένεται να φθάσει στο 0,75%, χωρίς να αποκλείεται και το σενάριο για αύξηση κατά 1%, στο οποίο αναφέρθηκε εμμέσως πλην σαφώς σήμερα ο διοικητής της Τράπεζας της Φινλανδίας, Όλι Ρεν. Ένα «αντίβαρο», που θα προστατεύσει τις πιο αδύναμες οικονομίες από μια ασύμμετρη αύξηση του κόστους δανεισμού.
Οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι οι βασικές προϋποθέσεις που έχει θέσει η ΕΚΤ για να ενεργοποιηθεί το νέο πρόγραμμα στήριξης, οι οποίες είναι αρκετά «χαλαρές», ήδη πληρούνται από την Ιταλία και την Ελλάδα. Μόλις πρόσφατα η ιταλική οικονομία πέρασε επιτυχώς από τον έλεγχο της Κομισιόν, στο πλαίσιο της εφαρμογής του σχεδίου που θα χρηματοδοτηθεί από το Ταμείο Ανάκαμψης, ώστε να αποδεσμευθεί η πρώτη δόση προς τη χώρα. Η Ελλάδα έχει ακόμη καλύτερο track record στους ελέγχους από την Κομισιόν τόσο για το Ταμείο Ανάκαμψης, όσο και στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας.
Με αυτά τα δεδομένα, και στον βαθμό που δεν θα υπάρξει κάποια απρόοπτη δυσμενής εξέλιξη από την Ιταλία και τη νέα κυβέρνησή της, το συμβούλιο της ΕΚΤ αναμένεται να δώσει την εντολή να ελεγχθεί από τις υπηρεσίες της τράπεζας αν οι δύο χώρες πληρούν τα κριτήρια ενεργοποίησης του μηχανισμού, ώστε να αρχίσει η στήριξη με αγορές τίτλων. Το μόνο ενδεχόμενο να κάνει πίσω η κεντρική τράπεζα είναι να υπάρξουν σοβαρά πολιτικά προβλήματα από την πλευρά της Ιταλίας: όπως τόνισε η Κριστίν Λαγκάρντ, μιλώντας τη Δευτέρα στο Ευρωκοινοβούλιο, ο νέος μηχανισμός έχει δημιουργηθεί για να αντιμετωπίζει στρεβλώσεις των αγορών που εμποδίζουν τη σωστή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής και όχι για να διορθώνει λάθη οικονομικής πολιτικής.