Ύφεση, πληθωρισμός – ρεκόρ, απώλεια ευημερίας, περιορισμός αγοραστικής δύναμης, συρρίκνωση της κατανάλωσης, ανασφάλεια, άνοδος της ακροδεξιάς, πυρηνική απειλή, κίνδυνος κοινωνικής αναταραχής, ανομβρία, απειλές υβριδικού πολέμου … με άλλα λόγια, η τέλεια καταιγίδα για τη Γερμανία, η οποία παλεύει πλέον από τη μία πλευρά με τον χειρότερο εαυτό της και από την άλλη με αυτό που θέλει να είναι στο μέλλον.
Στις αρχές του χρόνου, όλοι προέβλεπαν ότι η γερμανική οικονομία βρισκόταν στην αρχή του τέλους της κρίσης που προκάλεσε η πανδημία. Μιλούσαν για το V της ανάπτυξης και περίμεναν την εκτίναξη. Τα βιβλία παραγγελιών ήταν γεμάτα, οι αλυσίδες τροφοδοσίας εξομαλύνονταν, οι ελλείψεις σε βασικά υλικά περιορίζονταν και η νέα κυβέρνηση είχε έρθει με φόρα για δημόσιες επενδύσεις, πολιτικές για το περιβάλλον και την ψηφιακή μετάβαση και μια νέας εποχής βιομηχανική οικονομία. Οι πληγές των λοκντάουν ήταν ορατές, αλλά μπορούσαν να κλείσουν σύντομα, με αυτό που ξέρουν να κάνουν καλύτερα οι Γερμανοί: να εργάζονται με συνέπεια, να ξοδεύουν λελογισμένα, να εμπιστεύονται την ηγεσία τους και να κοιτάζουν μπροστά.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία ωστόσο αποτέλεσε ιστορικό σημείο καμπής για όλους – και για τη γερμανική οικονομία, η οποία είδε μέσα σε λίγες εβδομάδες να καταρρέει το μοντέλο ανάπτυξης που στηριζόταν στη φθηνή (ρωσική) ενέργεια. Όλος ο σχεδιασμός του κυβερνητικού συνασπισμού για μια τετραετία επιστροφής στην «ευημερία για όλους» τινάχτηκε στον αέρα, ειδικά όταν πλέον κατέστη σαφές ότι η κρίση είχε μακροπρόθεσμα – αν όχι μόνιμα – χαρακτηριστικά.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας φάνηκε ότι η έκβαση της προσπάθειας εξαρτάτο ιδιαίτερα από το τι τολμούν να κάνουν οι πολίτες και από το πόσο παραμένουν πεπεισμένοι ότι λαμβάνονται οι σωστές αποφάσεις που θα τους οδηγήσουν στην άλλη άκρη του τούνελ. Η ‘Αγγελα Μέρκελ δεν αντιμετώπισε τέτοιο πρόβλημα – τουλάχιστον όχι στην αρχή της κρίσης. Η κοινωνία εκτίμησε το …αντιεπικοινωνικό της στυλ, τη σοβαρότητα, την ψυχραιμία της και τον σεβασμό που έδειξε στους ειδικούς. Σήμερα, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, η δυσαρέσκεια για τους χειρισμούς της κυβέρνησης αυξάνεται συνεχώς, παρότι η πλειοψηφία των πολιτών εξακολουθεί να τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ της συνέχισης της στήριξης της Ουκρανίας. «Καλύτερα να μαγειρεύω σε τσουκάλι, παρά να χάσουμε την ελευθερία μας», έγραφαν τα πλακάτ των διαδηλωτών στο Βερολίνο.
Η «ελευθερία μας» όμως εξαρτάται προφανώς και από την ενεργειακή ασφάλεια, η οποία για τη Γερμανία αποτελεί …ένδοξο παρελθόν. Λίγο πριν από τη δολιοφθορά στους αγωγούς Nord Stream 1 και 2 η Ρωσία είχε ούτως ή άλλως κλείσει τη στρόφιγγα του φυσικού αερίου προς τη Γερμανία, επιβάλλοντας τη βίαιη προσαρμογή στα νέα δεδομένα. Η κυβέρνηση είχε ανακοινώσει ήδη πακέτα συνολικού ύψους 95 δισεκατομμυρίων ευρώ για τη στήριξη των πολιτών και της οικονομίας, όταν διαπίστωσε ότι δεν αρκούν για να διασφαλίσουν έναν χειμώνα κοινωνικής ηρεμίας. Σε αντίθεση με την ‘Αγγελα Μέρκελ, στον Όλαφ Σολτς αρέσουν οι βαρύγδουπες, «πιασάρικες» φράσεις, όταν πρόκειται για κρατική οικονομική βοήθεια: στην πανδημία μιλούσε για «μπαζούκας» και για το «μεγάλο μπαμ», στην τρέχουσα κρίση υπόσχεται «You’ll never walk alone» και «Whatever is necessary», έπειτα μιλάει για την «ορμητική στήριξη» και τη «γιγαντιαία βοήθεια». Προχθές οι επικοινωνιολόγοι της καγκελαρίας μάλλον δεν είχαν έμπνευση και έτσι ο κ. Σολτς μίλησε μόνο για …«διπλό μπαμ», ανακοινώνοντας την επιβολή πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου, μέτρο κόστους 150-200 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Πολλοί σχολιαστές θεωρούν ότι αυτή ήταν η «Whatever it takes» στιγμή του καγκελάριου, παραπέμποντας στη γνωστή φράση του Μάριο Ντράγκι ως επικεφαλής της ΕΚΤ κατά τη διάρκεια της κρίσης του ευρώ. Γιατί λοιπόν οι πολίτες παραμένουν δυσαρεστημένοι και ανασφαλείς;
Μια συνέπεια των υψηλών τιμών ενέργειας είναι ο πληθωρισμός και στη Γερμανία έχει πλέον φθάσει το 10% για πρώτη φορά από το 1950. Το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα συρρικνωθεί κατά 0,4% το ερχόμενο έτος. «Η απότομη αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου προκάλεσε δραματική αύξηση και του κόστους ενέργειας, οδηγώντας σε μαζική απώλεια αγοραστικής δύναμης συνολικά στην οικονομία», αναφέρεται στο σκεπτικό της περιοδικής έκθεσης των τεσσάρων κορυφαίων οικονομικών ινστιτούτων της Γερμανίας, στην οποία περιλαμβάνεται μάλιστα και «σενάριο κινδύνου» με έλλειψη φυσικού αερίου, ιδιαίτερα κρύο χειμώνα και ελάχιστη εξοικονόμηση. Σε αυτή την περίπτωση, η οικονομική ύφεση για το 2023 μπορεί να φθάσει ακόμη και το 7,9% και το ΑΕΠ να συρρικνωθεί κατά 4,2% το 2024. Κανείς δεν θέλει ούτε να το σκέφτεται.
Οι δυσοίωνες οικονομικές προβλέψεις, σε συνδυασμό με την ακρίβεια που είναι ήδη εδώ και με την άγνωστη έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία, προκαλούν ανασφάλεια σε μια κοινωνία που είχε συνηθίσει να ζει με βεβαιότητες. Τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού συγκρούονται καθημερινά για τα πάντα και δεν καταβάλλουν καν προσπάθεια να το κρύψουν. Ο πράσινος υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ ανακοίνωσε στις αρχές Σεπτεμβρίου την επιβολή «έκτακτου τέλους φυσικού αερίου» ύψους 4,2 σεντς/kWh, διαφημίζοντας το μέτρο ως «σωτηρία της αγοράς ενέργειας». Ακολούθησαν αντιδράσεις από κάθε πλευρά, για να φτάσουμε προχθές ο ίδιος να ανακοινώνει το διαμετρικά αντίθετο σχέδιο της επιβολής ανώτατης τιμής στο αέριο. «Διαφορετικό εργαλείο, βελτιωμένο, περιεκτικότερο, ευκολότερο και γρηγορότερο» αυτό το σχέδιο, είπε ο υπουργός, ενώ ο καγκελάριος κήρυξε με ενθουσιασμό το «τέλος της ανησυχίας των καταναλωτών για τους λογαριασμούς!». Είχε προηγηθεί ο καβγάς Πρασίνων – Φιλελευθέρων (FDP) για την παράταση της λειτουργίας των πυρηνικών σταθμών, οι οποίοι τελικά θα κλείσουν, αφού πρώτα… λειτουργήσουν έως την άνοιξη και τα δημόσια παράπονα του κ. Χάμπεκ για την υπερκόπωση των συνεργατών του, οι οποίοι, όπως είπε, συνεχώς γράφουν και σβήνουν νομοσχέδια…
Οι πολίτες όμως είναι αμφίβολο εάν πλέον παρακολουθούν όλο αυτό που συμβαίνει. ‘Αλλωστε, όπως ανακοίνωσε η ομοσπονδιακή ρυθμιστική αρχή ενέργειας, την περασμένη εβδομάδα, με θερμοκρασίες 4-17 βαθμών, κατανάλωσαν περισσότερο αέριο από ό,τι την αντίστοιχη περίοδο τα προηγούμενα χρόνια, περιφρονώντας επιδεικτικά τις νουθεσίες των πολιτικών περί «πεντάλεπτου ντους». Η ασυνεννοησία των κυβερνητικών εταίρων, οι παλινωδίες, οι εξαγγελίες που ακυρώνονται πριν καν υλοποιηθούν, δημιουργούν μια εικόνα που είναι δύσκολο, όπως αποδεικνύεται, να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στην κοινωνία. Στην ίδια κοινωνία, από την οποία ζητείται τώρα πειθαρχία, αυτοσυγκράτηση, εξοικονόμηση και προπάντων… ηρεμία. Διότι είναι (και) ο φόβος κοινωνικής αναταραχής που οδηγεί την κυβέρνηση «να τινάξει την μπάνκα στον αέρα». Κάθε Δευτέρα, στα ανατολικά κρατίδια διοργανώνονται διαδηλώσεις – κατά της ακρίβειας, κατά των κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας – από την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) και από την Αριστερά. Το παράδοξο και αμήχανο ζευγάρι φαίνεται ότι ενώνει το ένστικτο πολιτικής επιβίωσης: και αυτή η κρίση μπορεί να αποτελέσει βάση για συσπείρωση νέων δυνάμεων.
Την ίδια ώρα οι Γερμανοί έχουν ήδη αρχίσει να θυσιάζουν την ευημερία τους. Σύμφωνα με το ινστιτούτο GfK, η καταναλωτική διάθεση περιορίστηκε τον Σεπτέμβριο κατά 22,4 μονάδες, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη πτώση από τότε που παρακολουθείται για όλη τη Γερμανία, το 1991. Η ραγδαία πτώση της όρεξης των Γερμανών να ξοδέψουν χρήματα σε αγορές σχετίζεται άμεσα με τη γενικότερη απαισιοδοξία για το μέλλον. «Έχει πλέον γενικά κλονιστεί η πεποίθηση ότι σε 10-15 χρόνια η Γερμανία θα εξακολουθεί να είναι μια από τις κορυφαίες οικονομίες στον κόσμο», αναφέρει η καθηγήτρια Ρενάτε Κέχερ από το Ινστιτούτο ‘Αλενσμπαχ, αναλύοντας τα αποτελέσματα έρευνάς της. Οι Γερμανοί προσπαθούν τώρα να μαντέψουν πώς θα είναι οι επόμενοι έξι μήνες και τι θα αφήσουν πίσω τους. Πολιτική, επιχειρήσεις και κοινωνία – και στη Γερμανία – βρίσκονται πια στο σταυροδρόμι που για καιρό είτε απέφευγαν είτε ανέβαλλαν.