O ετήσιος κρατικός Προϋπολογισμός αντανακλά την στόχευση και τις επιδόσεις της εκάστοτε κυβέρνησης σε μια σειρά από κρίσιμους τομείς πολιτικής. Και το προσχέδιο Προϋπολογισμού που κατέθεσε αυτές τις μέρες η κυβέρνηση της ΝΔ επιβεβαιώνει πλήρως την άδικη, αποτυχημένη πολιτική που υλοποιεί μέχρι σήμερα.
Του Αλέξη Χαρίτση
Η κυβέρνηση επιλέγει να κρυφτεί πίσω από μια ονομαστική ανάκαμψη που δεν αντιστοιχεί στις ζοφερές συνθήκες που βιώνει η κοινωνική πλειοψηφία. Υποτιμά όμως συνειδητά το μέγεθος και το βάθος της παρούσας κρίσης και επιμένει στην κατασκευή μιας επίπλαστης πραγματικότητας προκειμένου να μην κάνει το αυτονόητο: να προχωρήσει επιτέλους σε ουσιαστικές παρεμβάσεις ρύθμισης των αγορών και να λάβει ουσιαστικά μέτρα προστασίας της κοινωνίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα ανεδαφικά ευχολόγια περί αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού μέσα στο 2022 και της περαιτέρω μείωσης του για το 2023 στο 3%. Στην πραγματικότητα, αυτό που επιβεβαιώνεται είναι η διπλή αφαίμαξη των Ελλήνων πολιτών. Που όχι μόνο πρέπει να αντιμετωπίσουν τις εκρηκτικές ανατιμήσεις σε ρεύμα, βενζίνη και βασικά είδη διατροφής, αλλά καλούνται επιπλέον να πληρώσουν 6,4 δισ. περισσότερους φόρους την τρέχουσα χρονιά σε σχέση με το 2021. Φορολογικά έσοδα για το κράτος που – όπως η ίδια η κυβέρνηση παραδέχεται – οφείλονται στην έκρηξη του πληθωρισμού.
Η πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση επιδοτεί την αισχροκέρδεια, κυρίως στον τομέα της ενέργειας. Οι αδιέξοδες επιδοτήσεις στο ρεύμακαι το φυσικό αέριο, που ανακυκλώνουν την κρίση προς όφελος των παρόχων, θα κοστίσουν 9,5 δισ. στον κρατικό προϋπολογισμό και το ταμείο ενεργειακής μετάβασης μόνο για το 2022. Αντί να ρυθμίσει επιτέλους την αγορά με πλαφόν στη χονδρική και λιανική τιμή στο ρεύμα, περιορισμό του περιθωρίου κέρδους των παραγωγών ενέργειας και πραγματική φορολόγηση των υπερκερδών, η κυβέρνηση εμμένει και για το 2023 στην ίδια στρατηγική, θέτοντας πλέον σε κίνδυνο και τα δημόσια οικονομικά.
Επιβεβαιώνεται όμως ότι και στον τομέα των επενδύσεων, η κυβέρνηση κινείται χωρίς ουσιαστικό σχέδιο. Ο στόχος που η ίδια έθεσε για αύξηση των πραγματικών επενδύσεων κατά 23,4% το 2022 έναντι του 2021, περιορίζεται προς ώρας στο 10%. Ενώ οι κυβερνητικοί στόχοι για τηνενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης καταρρέουν πλήρως. Η πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου ΕΝΑ για το Ταμείο Ανάκαμψης, δείχνει ότι το ποσοστό της πραγματικής απορρόφησης των πόρων που έχουν εισρεύσει μέχρι σήμερα στα ταμεία της χώρας είναι μόλις 8%, με τις πραγματικές πληρωμές να μην ξεπερνούν τα 0,3 δισ. ευρώ. Εύλογα αναρωτιέται κανείς πώς θα επιτευχθεί ο κυβερνητικός στόχος για 3,2 δισ. δαπάνες μέχρι το τέλος του 2022. Αλλά και πώς θα διασφαλιστεί ότι το 2023 αυτή η κατάσταση θα αναστραφεί και οι δαπάνες θα εκτοξευθούν, όπως προβλέπει ο Προϋπολογισμός, στα 3.5 δισ. ή ακόμα περισσότερο στα 5,6 δισ. αν συνυπολογιστούν και τα δάνεια. Και παράλληλα πώς το τραπεζικό́ σύστημα θα διοχετεύσει γρήγορα και αποτελεσματικά́ τα σχετικά́ κεφάλαια στην ιδιωτική́ οικονομία. Κρίσιμα ερωτήματα, καθώς από την απρόσκοπτη υλοποίηση του Ταμείου συναρτά τη κυβέρνηση την επίτευξη των μακροοικονομικών της στόχων και κυρίως της πραγματικής αύξησης του ΑΕΠ και των επενδύσεων.
Ακόμη πιο σημαντικό όμως είναι ότι ο σχεδιασμός των προγραμμάτων του Ταμείου Ανάκαμψης δεν απαντά στις δομικές προκλήσεις της οικονομίας. Μεγάλα και κρίσιμα πεδία έχουν μείνει εκτός σχεδιασμού- η περιφερειακή ανάπτυξη, η αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης, αλλά και η ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα πρώτα 455 εκατ. από τα 12,8 δισ. των χαμηλότοκων δανείων θα πάνε σε μόλις 13 επιχειρηματικούς ομίλους.
Την ίδια στιγμή, ο Προϋπολογισμός αγνοεί ένα ακόμη μείζον πρόβλημα της χώρας. Την αύξηση των ανισοτήτων. Ενώ η Ελλάδα είναι ανάμεσα στις 4 χώρες της ΕΕ που το ποσοστό πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας αυξήθηκε την περίοδο 2019-2021, σύμφωνα με την Eurostat, στο προσχέδιο δεν περιλαμβάνονται μέτρα που θα μπορούσαν να ευνοήσουν τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Όπως η αποφασιστική αύξηση του κατώτατου μισθού και η μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα και του ΕΦΚ στα καύσιμα. Αντίθετα, η κυβέρνηση επιμένει να παρουσιάζει ως «μεταρρυθμίσεις προς όφελος των πολιτών» τα μέτρα υπέρ των υψηλών εισοδημάτων. Την μείωση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ για τις μεγάλες περιουσίες και την κατάργηση του φόρου γονικών παροχών ύψους 800.000 ευρώ.
Το συμπέρασμα είναι αποκαρδιωτικό. Την ώρα που η χώρα μας έχει έναν από τους υψηλότερους ενεργειακούς πληθωρισμούς στην Ευρώπη και μάλιστα με αυξητικές τάσεις, ενώ ταυτόχρονα είναι προτελευταία στην ΕΕ ως προς την αγοραστική δύναμη των πολιτών, η κυβέρνηση επιμένει στην ίδια πολιτική που αφήνει νοικοκυριά και επιχειρήσεις στο έλεος της ακρίβειας και της ενεργειακής κρίσης και ανοίγει την ψαλίδα σε βάρος των εργαζομένων, της μικρής και μεσαίας επιχείρησης, της περιφερειακής και τοπικής ανάπτυξης. Προοιωνίζοντας έτσι ένα πολύ δύσκολο μέλλον για τον παραγωγικό ιστό της χώρας.
Η αντιμετώπιση μιας τόσο βαθιάς και πολυεπίπεδης κρίσης απαιτεί ισχυρή πολιτική βούληση και προοδευτικό στρατηγικό σχέδιο. Με ουσιαστική κρατική παρέμβαση για την στήριξη της πραγματικής οικονομίας. Με τη διαμόρφωση δημόσιων εργαλείων σε στρατηγικούς τομείς, όπως το τραπεζικό σύστημα και η ενέργεια. Με την αποφασιστική αναβάθμιση του κοινωνικού κράτους και του δημόσιου συστήματος υγείας. Με την ολοκληρωμένη ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων που μπορούν να ανατάξουν και να αναβαθμίσουν το σύνολο της παραγωγικής βάσης της χώρας.
Με μια πολιτική εν τέλει που θα αξιοποιεί κάθε δυνατότητα που προσφέρει η εποχή μας για μία νέα αρχή στην οικονομία και στην πολιτική.
*Τομεάρχης Ανάπτυξης και Επενδύσεων του ΣΥΡΙΖΑ, βουλευτής Μεσσηνίας