Ξεκίνησα να βλέπω το Blonde αφού πρώτα είχα διαβάσει -εδώ κυρίως- πολλά και διάφορα, σχόλια, αναλύσεις, ταυτίσεις, κ.λπ.
Κυρίως από γυναίκες όλα αυτά, οι άντρες μου φαίνεται ότι ζορίστηκαν να καταπιαστούν με την ταινία και τα θέματα που υποτίθεται ότι πραγματεύεται· είναι πολύ δύσκολα, ή επικίνδυνα γι αυτούς πιθανώς, ή και πολύ σκληρά «γυναικεία».
Και όσοι μίλησαν, την είδαν (την ταινία) από τη σκοπιά της βιογραφίας της «καημένης της Μέριλιν».
Το καταλαβαίνω από τη μια, η εποχή είναι λίγο ναρκοθετημένη για έναν άντρα που θέλει να μιλήσει για τόσο βαθιά γυναικεία ζητήματα. Ό,τι και να πει, παγίδες παντού και οι ίδιοι δεν είναι κατάλληλα εξοπλισμένοι ακόμη για να ναυσιπλοήσουν γύρω τους.
Από την άλλη απόρησα. Το Blonde δεν είναι μια ταινία για τη Μέριλιν Μονρόε. Και δεν είναι μια ταινία για τις γυναίκες.
Είναι μια ταινία για τους άντρες και τον κόσμο τους. Ξεκάθαρα στα δικά μου μάτια.
Παρότι οι αντρικοί χαρακτήρες περνούν λίγο ως κομπάρσοι και εναλλάσσονται με φόντο πάντα τα ίδια θέματα και -σχεδόν- τις ίδιες συμπεριφορές, τελικά όμως πρωταγωνιστούν.
Και πρωταγωνιστούν ως εννιαίο σώμα, ακριβώς επειδή οι επιμέρους χαρακτήρες δεν παίζουν τόσο μεγάλο ρόλο· είναι το σύνολο που καταπίνει εν τέλει όχι μόνο το γυναικείο χαρακτήρα της υπόθεσης, αλλά τον κόσμο ολόκληρο.
Είναι μια πραγματικότητα αυτή και μέσα σε αυτήν ζούμε.
Ή σχεδόν…
————-
Την έκλεισα την ταινία στα πρώτα 10 λεπτά και έκανα ένα διάλειμμα.
Στη διάρκειά του αποφάσισα ότι για να μπορέσω να τη δω όπως θα ήθελα, έπρεπε να πάρω μαζί μου άλλον έναν άνθρωπο:
Τον άνθρωπο που έχω υπάρξει στο παρελθόν, και δεν υπάρχει καμία γυναίκα που δεν έχει υπάρξει ή και δεν είναι ακόμη:
Εκείνην που μπορεί -σε κάποιο βαθμό- να ταυτιστεί μ’ αυτό το πλάσμα στην οθόνη, ένα πλάσμα το οποίο αναλώνεται ανάμεσα στο σπαραγμό και την εντελώς κενή φιλαυτία, το οποίο δεν αναζητά απλώς το μπαμπά του να το αγαπήσει, αλλά στην πραγματικότητα αναζητά την επούλωση μιας πληγής αναπαράγοντας και αναπλάθοντας ξανά και ξανά εκείνους που τη δημιούργησαν.
Και το κάνει φυσικά μέσω του σεξ: Κάνοντας τους άντρες να την ποθούν, νομίζει ότι θα την αγαπήσουν κιόλας. Όποια δεν το έχει κάνει αυτό έστω μια φορά, να σηκώσει το χέρι.
Ξανασκαλίζεται η πληγή, συσσωρεύεται το τραύμα, κάποια στιγμή σε τρώει. Ή το τρως.
Είναι τόσο εύκολη ψυχανάλυση αυτή, στην πετάει στα μούτρα η ταινία, έτσι κι αλλιώς ζούμε στην εποχή της εξατομικευμένης ψυχαναλυτικοποίησης των πάντων, δείτε αυτό το άθλιο γκρουπ στο φβ, το «Φίλοι της Ψυχολογίας», στο οποίο πάει καθένας και λέει το πρόβλημά του κι από κάτω μαζεύονται διάφοροι γελοίοι και του λένε ό,τι να ναι, θα έπρεπε να απαγορευτεί αυτό το γκρουπ, αλλά το φβ κάνει λογοκρισία στα λάθος πράγματα.
Ή και στα σωστά, εξαρτάται από ποια πλευρά το βλέπεις…
Ζούμε στην εποχή που όχι απλώς μάθαμε να αναζητούμε το τραύμα (ή τα τραύματα), αυτό μια χαρά θα ήταν, αλλά το ανάγουμε και σε απόλυτη απάντηση στα πάντα, ενώ παράλληλα οι εξηγήσεις γίνονται απλές και προφανείς: Ορίστε, η μαμά της, ο μπαμπάς της, η εγκατάλειψη, η κακοποίηση, απλά πράγματα, τελεία και παύλα.
Τελειώνει η ταινία και (νομίζεις ότι) έχεις όλες τις απαντήσεις. Εκτός από εκείνη στο βασικό ερώτημα:
Ωραία, και;
Ο άνθρωπος που υπήρξα θα είχε πέσει με τα μούτρα σε αυτήν την ταύτιση, θα ήταν πολύ χαρούμενος μέσα στη δυστυχία του που να, υπάρχουν οι απαντήσεις, παίζει και να κλαιγε για την «καημένη τη Μέριλιν», κλαίγοντας στην πραγματικότητα για τον εαυτό του.
Ο άνθρωπος που είμαι τώρα, βρήκε την ταινία και την ιστορία από πίσω της πάρα πολύ λογική και συνηθισμένη, ενδιαφέρουσα σε επιμέρους καλλιτεχνικά ζητήματα, αλλά μέχρι εκεί.
Αυτή είναι η πραγματικότητα και μέσα σ’ αυτήν ζούμε. Το ξέρουμε.
Αυτή η πραγματικότητα είναι κρεατομηχανή και αναζητά θύματα, δεν παίζεται αλλιώς το παιχνίδι, χρειάζονται και οι δύο ρόλοι, αν πάψουν να υπάρχουν θύματα οι θύτες θα πρέπει ν’ αλλάξουν επάγγελμα.
Το Blonde δεν είναι μια ταινία για την «καημένη τη Μέριλιν», ούτε για τα παιδικά τραύματα, ούτε για την κακοποίηση.
Όλα αυτά θα ήταν εντελώς διαφορετικά μέσα σε έναν διαφορετικό κόσμο.
Είναι μια ταινία για την επιβολή, την εξουσία, για τα έμφυλα στερεότυπα αιώνων, για την αυτόβουλη συχνά αιχμαλωσία μας μέσα σε αυτά, για την εξάρτηση των γυναικών από τους άντρες και τη -θεοποιημένη- μητρότητα, είναι μια γυναίκα διαχρονική, που μπορείς να τη βάλεις απέναντί σου και να τη δεις όπως θέλεις:
Σαν εξήγηση και να μείνεις εκεί, ή σαν κάτι εντελώς λάθος που δεν σου κάνει.
Διαπίστωσα ότι ο τρόπος που την είδα εγώ δεν είχε να κάνει με την ίδια την ταινία. Η ταινία είναι τέχνη και άρα εξαρτάται από το βλέμμα του θεατή.
Ο τρόπος που την είδα, είχε να κάνει με το ποια είμαι εγώ. Και το δικό μου βλέμμα πάνω στη ζωή και το πώς αυτό εξελίχθηκε.
Διότι και η ζωή τέχνη είναι.
Η πιο μεγάλη και δύσκολη μορφή της.
Πρώτη δημοσίευση στο Facebook