Αν η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε βρει ένα κοινό βηματισμό στην κατεύθυνση της απάντησης στα μεγάλα προβλήματα της τρέχουσας κρίσης, τα πράγματα θα ήταν δύσκολα μεν αλλά λιγότερο περίπλοκα και με λιγότερες αβεβαιότητες (και) για χώρες όπως η Ελλάδα. Αντί για αυτό, η Ευρώπη δείχνει προδιάθεση να μετατρέπει κάθε πρόβλημα σε νέα ευκαιρία για διαφωνίες και αδράνεια. Κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση: Καθένας για τον εαυτό του.
του Κώστα Καλλίτση
Καταγράφεται αυτό στις συνεδριάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), όπου τα «γεράκια» πιέζουν για αύξηση των επιτοκίων, από το 1,25% στο 2-2,5% μέχρι τα τέλη 2022, και για μετατροπή της ποσοτικής χαλάρωσης σε πιστωτικό σφίξιμο: Αντί, δηλαδή, η ΕΚΤ να επαναγοράζει, να αρχίσει να πουλά ομόλογα που έχει ήδη αγοράσει, θέτοντας σε σκληρή δοκιμασία τον ευρωπαϊκό νότο και ειδικά τις υπερχρεωμένες χώρες, όπως η Ιταλία και η Ελλάδα -η οποία, μάλιστα, δεν έχει ανακτήσει επενδυτική βαθμίδα.
Ίδια η κατάσταση που καταγράφεται και στις ατέρμονες (εδώ και 8 μήνες…) συζητήσεις για μια από κοινού αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, συζητήσεις που καταλήγουν να προσπερνούν κάθε ορθολογική και τεκμηριωμένη πρόταση και να καίνε χρόνο, με αποτέλεσμα να επωφελούνται τα ισχυρότερα κράτη για να κάνουν τις κινήσεις τους, κατά μόνας, για την δική τους εξασφάλιση -πριν, κάποτε, ληφθεί οιαδήποτε απόφαση.
Γιατί, το «καθένας για τον εαυτό του», έχει μία απόδοση: Οι ισχυρότεροι προωθούν το δικό τους συμφέρον σε βάρος της περαιτέρω ευρωπαϊκής ενοποίησης και των άλλων κρατών. Η συμπεριφορά της Γερμανίας, ίσως είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Αρχικά, στην κρίση της πανδημίας: Τότε, με την αναστολή του καθεστώτος των κρατικών ενισχύσεων, από τα 1,9 τρισ. ευρώ ενισχύσεις που έδωσαν όλα μαζί τα ευρωπαϊκά κράτη στις επιχειρήσεις, πάνω από τα μισά (1 τρισ. ευρώ…) ήταν οι ενισχύσεις που έδωσε το Βερολίνο στις γερμανικές επιχειρήσεις. Η Γερμανία ξανάγραφε τον επιχειρηματικό χάρτη της Ευρώπης στρεβλώνοντας το καθεστώς της ενιαίας αγοράς και τον ανταγωνισμό. Και η επί του ανταγωνισμού επίτροπος, Βεστάγκερ, δεν άκουσε, δεν μίλησε, δεν είδε κανένα πρόβλημα.
Από την κρίση της πανδημίας, οι γερμανικές επιχειρήσεις βγήκαν (αθέμιτα) ενισχυμένες σε βάρος των επιχειρήσεων άλλων χωρών -ειδικά του νότου. Το έργο επαναλαμβάνεται: Τώρα, με 200 δισ. ευρώ, επιπλέον των 100 δισ. που ήδη διατέθηκαν, το Βερολίνο κάνει νέα ισχυρή τονωτική ένεση στη γερμανική βιομηχανία: Την ενισχύει με 300 δισ. ευρώ, ποσό υπερδιπλάσιο από όσα δίνουν Ιταλία και Γαλλία μαζί στις δικές τους επιχειρήσεις, που ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι τριπλάσιο από εκείνο που δίνουν οι περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης. Και η επίτροπος Βεστάγκερ παρακολουθεί άγρυπνα τις εξελίξεις…
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει την ηγετική δύναμη που θα μπορούσε να την έλξει με σταθερότητα σε μια διαφορετική πορεία, συνοχής και αλληλεγγύης. Και, λες, κάνει ό,τι μπορεί για να βγει από την κρίση έχοντας καταβάλει υψηλότερο τίμημα από όσο θα ήταν αναπόφευκτο, έχοντας υποστεί μεγαλύτερο κόστος σε γεωπολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, διαθέτοντας μικρότερη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της.
Με μια ανεπαρκή Ευρωπαϊκή Επιτροπή -που μένει βουβή σε κρίσιμες ώρες και κομβικά θέματα. Με την πρόεδρό της να άγεται και να φέρεται και με μοναδικό μεγάλο άγχος, την επανεκλογή της. Και με κυβερνήσεις που οφείλουν να λογοδοτούν σε εσωστρεφείς και φοβισμένες κοινωνίες, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι το σταθερό περιβάλλον στο οποίο θα μπορούσαμε να υπολογίζουμε σε προηγούμενα χρόνια. Κι αυτός είναι ένας επιπλέον, πολύ σοβαρός λόγος, που θα έπρεπε να είχαμε λάβει υπόψη και να είχαμε ανασκουμπωθεί.
Δεν το κάναμε. Μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού και των μέσων ενημέρωσης καλλιέργησαν/καλλιεργούν την αυταπάτη της «οχυρωμένης χώρας». Βεβαίως, αυτό δεν θα γινόταν χωρίς την αναντικατάστατη βοήθεια του λεφτόδεντρου. Γιατί, μπορεί όλοι να κατηγορούν -σωστά- το Βερολίνο που μοιράζει 300 δισ. κρατικές ενισχύσεις αλλά κι η Αθήνα μοίρασε 57 δισ. σε δύο μόλις χρόνια -άνω του 25% του ΑΕΠ. Αντί όμως αυτά να αφήσουν κάποιο αποτύπωμα δικαιοσύνης και ανάπτυξης, άφησαν ισχυρό αποτύπωμα πελατειασμού και καλλιέργησαν την επανάπαυση. Ό,τι χειρότερο για όσα μέλλονται.
Πηγή: K-Report