Τα περί “rally ’round the flag effect” είναι γνωστά και χιλιοειπωμένα. Το εκλογικό σώμα συνήθως συσπειρώνεται γύρω από τις κυβερνήσεις (που κρατούν την “σημαία”) όταν η ατμόσφαιρα μυρίζει…μπαρούτι και το εθνικό συναίσθημα απειλείται. Έχει συμβεί πλειστάκις ακόμα και σε πιο …ψύχραιμες χώρες, καταγράφεται έντονα και στις καθ΄ ημάς δημοσκοπήσεις εν μέσω πολεμικών απειλών από την Τουρκία.
Η κυβέρνηση ωφελείται πολιτικά από το κλίμα που παράγει ο παροξυσμός της Άγκυρας και ο Ταγίπ Ερντογάν συνεισφέρει επικοινωνιακά με τις προσβολές που εκτοξεύει κάθε τόσο προσωπικά κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη. Κάθε “γιοκ” δίνει δημοσκοπικούς πόντους στη Ν.Δ.
Όλα αυτά θα είχαν μικρή σημασία εάν η τουρκική επιθετικότητα έμενε στα τηλεοπτικά πάνελ που έχουν κατακλυστεί από αποστράτους που κραδαίνουν ράβδους μπροστά από χάρτες του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου και αναλυτές-προφήτες που περιγράφουν ακόμα και αποβατικές κινήσεις σε μικρά νησιά, ή ναυτικούς αποκλεισμούς. Η απειλή, ωστόσο, είναι υπαρκτή και η κλιμάκωση των πολεμικών τόνων από την ηγεσία της Άγκυρας δείχνει πως το απίθανο μπορεί να γίνει πιθανό.
Εάν συνυπολογίσει κανείς κάποια σχέδια του διεθνούς παράγοντα, που βρίσκονται ακόμα στα συρτάρια αλλά μπορεί να ανασυρθούν εύκολα μετά από μια μεγάλη κρίση, η κατάσταση μπορεί να οδηγήσει σε διευθετήσεις με έξωθεν διαμεσολάβηση που δεν θα περιλαμβάνει “ευχάριστες λύσεις”- για να θυμηθούμε ένα “προφητικό” άρθρο του Κώστα Σημίτη από το καλοκαίρι του 2019 (που θεωρήθηκε, τότε, ως προειδοποίηση ή και προτροπή προς τον άρτι εκλεγέντα πρωθυπουργό).
Η κυβέρνηση φαίνεται να καθοδηγεί σχόλια και αναλύσεις κατά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, συνδέοντας τις θέσεις της με τα τουρκικά σχέδια. Ακραίο. Η δε τελευταία ακροβατεί από αμηχανία σε αμηχανία, εμφανιζόμενη να έχει αφήσει πίσω της τα δικά της σημαντικά επιτεύγματα στην εξωτερική πολιτική όταν κυβερνούσε.
Ποιός κερδίζει απ΄ όλα αυτά;
Πολιτικά (στο εσωτερικό) η κυβέρνηση που συσπειρώνει την εκλογική της βάση (και πέραν αυτής στα πολύ δεξιά της…), και προσπαθεί να προσελκύσει τους αναποφάσιστους του κεντρώου ακροατηρίου που συναισθηματικά ταυτίζονται με τα εθνικά θέματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ενώ έχει πολλά να πει, από την άλλη, αφήνει χώρο στη Ν.Δ, σχεδόν εκχωρεί την εκπροσώπηση του “πατριωτισμού”. Μόνο που δεν νοείται να είναι κανείς περισσότερο πατριώτης από οιονδήποτε άλλο. Διότι αυτή η αντίληψη δρα διαβρωτικά και διχαστικά.
Επειδή, λοιπόν, η ελληνοτουρκική κρίση δεν είναι βραχείας διάρκειας και δεν έχει απώτατη ημερομηνία λήξης τις εκλογές, αλλά και επειδή η συσπείρωση γύρω από τη σημαία μπορεί εκτός από λέξεις και συνθήματα εκλογικής κατάναλωσης να απαιτηθεί και στο “πεδίο”, το κλίμα αυτό είναι υπονομευτικό.
Για το ταγκό της συναίνεσης -εάν την θέλουμε πραγματικά- χρειάζονται (τουλάχιστον) δύο. Εν προκειμένω και τον Κυριάκο Μητσοτάκη, και τον Αλέξη Τσίπρα. Αμφότεροι, λοιπόν, οφείλουν να κατεβάσουν τους τόνους, να απορρίψουν τις χυδαίες κατηγορίες των τρολ που υιοθετούνται ακόμα και από βουλευτές ένθεν κακείθεν, και να ιεραρχήσουν τα μείζονα. Για τον δεύτερο, χωρίς να αποποιείται το δικαίωμα κριτικής, μπορεί και πρέπει να εστιάσει σε αυτό ακριβώς που προτείνει, την “εθνική στρατηγική”, ο δε πρώτος πρέπει να αφαιρέσει από τον δημόσιο λόγο των στελεχών του (και του κυβερνητικού εκπροσώπου) τα περί ταύτισης της αξιωματικής αντιπολίτευσης με τις τουρκικές αιτιάσεις.
Είτε σε μια μελλοντική κρίση, είτε σε μια μελλοντική προσπάθεια εξεύρεσης κάποιας λύσης, δεν έχει σημασία μόνο ποιός θα κυβερνά αλλά και πώς οι πολίτες θα σταθούν απέναντι σε όλα αυτά. Διότι ακόμα μία φάση χωρισμού σε προδότες και πατριώτες δεν την αντέχει η χώρα. Ακόμα πληρώνουμε τα επίχειρα των Πρεσπών…
Συσπείρωση γύρω από τη σημαία χωρίς σημαία, δεν γίνεται.