Tην τελευταία δεκαετία, η διεθνής πολιτική διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό από φαινομενικά ισχυρά κράτη, οι ηγέτες των οποίων δεν περιορίζονται από τον νόμο ή ένα συνταγματικό σύστημα ελέγχων και ισορροπιών.
Ρωσία και Κίνα επιμένουν αμφότερες ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία βρίσκεται σε μακροχρόνια παρακμή και πως το δικό τους είδος στιβαρής απολυταρχικής κυβέρνησης μπορεί να λειτουργεί αποφασιστικά και να φέρνει αποτελέσματα, ενώ οι δημοκρατικοί τους αντίπαλοι συζητούν, διστάζουν και τελικά δεν κατορθώνουν να υλοποιήσουν τις υποσχέσεις τους. Οι δύο αυτές χώρες ήταν η εμπροσθοφυλακή ενός ευρύτερου απολυταρχικού κύματος που ανέστρεψε τα δημοκρατικά κέρδη ανά την υφήλιο, από τη Μιανμάρ μέχρι την Τυνησία και από την Ουγγαρία μέχρι το Ελ Σαλβαδόρ. Την τελευταία χρονιά, ωστόσο, έχει καταστεί προφανές πως υπάρχουν κρίσιμες αδυναμίες στον πυρήνα αυτών των ισχυρών κρατών.
Οι αδυναμίες είναι δύο ειδών. Καταρχήν, η συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια ενός και μόνο ηγέτη στην κορυφή σχεδόν εγγυάται μια διαδικασία λήψης αποφάσεων κακής ποιότητας και με τον καιρό παράγει πραγματικά καταστροφικές συνέπειες. Δεύτερον, η απουσία δημόσιας συζήτησης και διαλόγου, καθώς και οποιουδήποτε μηχανισμού λογοδοσίας, στα «ισχυρά» κράτη σημαίνει πως το έρεισμα του ηγέτη είναι επιφανειακό και μπορεί να διαβρωθεί σε μια στιγμή.
Ο γερμανός φιλόσοφος Φρειδερίκος Χέγκελ εφηύρε τη φράση «το τέλος της Ιστορίας», αναφερόμενος στην άνοδο του φιλελεύθερου κράτους μετά τη Γαλλική Επανάσταση, ως του στόχου ή της κατεύθυνσης προς την οποία έτεινε η ιστορική πρόοδος. Για πολλές δεκαετίες μετά, οι μαρξιστές θα δανείζονταν από τον Χέγκελ και θα διαβεβαίωναν ότι το πραγματικό τέλος της Ιστορίας θα ήταν μια κομμουνιστική ουτοπία. Οταν έγραψα ένα άρθρο το 1989 και ένα βιβλίο το 1992 με αυτή τη φράση στον τίτλο, σημείωσα πως η μαρξιστική εκδοχή ήταν ξεκάθαρα εσφαλμένη και πως δεν φαινόταν να υπάρχει υψηλότερη εναλλακτική επιλογή έναντι της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Οι υποστηρικτές της φιλελεύθερης δημοκρατίας δεν πρέπει να ενδίδουν σε μια μοιρολατρία που αποδέχεται σιωπηρά τη ρωσοκινεζική γραμμή περί αναπόφευκτης παρακμής της. Η μακροπρόθεσμη πρόοδος των σύγχρονων θεσμών δεν είναι ούτε γραμμική ούτε αυτόματη. Ανά τα χρόνια, έχουμε δει τεράστιες οπισθοχωρήσεις στην πρόοδο των φιλελεύθερων και δημοκρατικών θεσμών, με την άνοδο του φασισμού και του κομμουνισμού τη δεκαετία του 1930 ή τα στρατιωτικά πραξικοπήματα και τις πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του 1960 και του 1970. Και εντούτοις, η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει αντέξει και έχει επανέλθει επανειλημμένως, διότι οι εναλλακτικές επιλογές είναι τόσο κακές.
Οι αδυναμίες των «ισχυρών» κρατών είναι καταφανείς στη Ρωσία. Οι κακές αποφάσεις και το επιφανειακό έρεισμα του Βλαντίμιρ Πούτιν έχουν παραγάγει μία από τις μεγαλύτερες στρατηγικές γκάφες στη σύγχρονη ιστορία. Κάτι αντίστοιχο, αν και λιγότερο δραματικό, εξελίσσεται στην Κίνα. Η συγκέντρωση όλης της εξουσίας στα χέρια ενός ανθρώπου, του Σι Τζινπίνγκ, έχει οδηγήσει στη λήψη κακών αποφάσεων. Αναζητήστε στο Διαδίκτυο τη φράση «κινεζικά κτίρια ανατινάζονται» και θα δείτε πολλά βίντεο μαζικών οικιστικών συμπλεγμάτων να ανατινάζονται επειδή δεν υπάρχει κανείς να αγοράσει διαμερίσματα σε αυτά. Οσο για το απολυταρχικό Ιράν, αυτό συγκλονίζεται από εβδομάδες διαμαρτυριών, αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη δοκιμασία του.
Μεγάλο ερωτηματικό παραμένουν, δυστυχώς, οι ΗΠΑ. Ενα 30%-35% των ψηφοφόρων τους εξακολουθεί να πιστεύει το ψευδές αφήγημα περί «κλεμμένων» προεδρικών εκλογών και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχει καταληφθεί από οπαδούς του Τραμπ. Το πρόβλημα είναι ότι πολλοί άνθρωποι που μεγαλώνουν ζώντας σε ειρηνικές, ευημερούσες φιλελεύθερες δημοκρατίες αρχίζουν να θεωρούν τη μορφή διακυβέρνησής τους δεδομένη. Επειδή δεν έχουν ποτέ βιώσει μια πραγματική τυραννία, φαντάζονται πως οι δημοκρατικά εκλεγμένες δημοκρατίες στις οποίες ζουν – είτε πρόκειται για την ΕΕ είτε για τις ΗΠΑ – είναι μοχθηρές δικτατορίες που συνωμοτούν ώστε να τους στερήσουν τα δικαιώματά τους. Παρενέβη όμως η πραγματικότητα. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία θυμίζει στη σύγχρονη γενιά τι διακυβεύεται. Αντιστεκόμενοι στον ρωσικό ιμπεριαλισμό, επιδεικνύοντας τις σοβαρές αδυναμίες που υπάρχουν στον πυρήνα ενός φαινομενικά ισχυρού κράτους, οι Ουκρανοί δίνουν εκ μέρους μας μια ευρύτερη μάχη, μια μάχη που πρέπει όλοι μας να στηρίξουμε.
Αποσπάσματα από άρθρο στο περιοδικό «The Atlantic» του αμερικανού πολιτικού επιστήμονα Φράνσις Φουκουγιάμα, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ και συγγραφέα, μεταξύ άλλων, του βιβλίου «Το τέλος της Ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος» (στα ελληνικά από τις εκδ. Λιβάνη, μτφ. Αχιλλέα Φακατσέλη)