Αρπαγές-σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων, ενδοοικογενειακή βία-γυναικοκτονίες, βία ανάμεσα σε ανηλίκους (peer violence), αυτοκτονίες… Φαινόμενα διαχρονικά, που όμως πλέον προβάλλονται όλο και πιο συχνά από τα μίντια, αποκαλύπτοντας την τοξικότητα της κοινωνίας, αλλά και τις ελλιπείς κρατικές υποδομές αντιμετώπισης, και κυρίως πρόληψης τους.
Αν λάβουμε υπόψη την 10ετή οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2010, μετέπειτα την έλευση της πανδημίας Covid-19 και προσφάτως την ενεργειακή κρίση, που έχει αναδυθεί με τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας, καταλαβαίνουμε πόσο έχει συμπιεστεί η Ελληνική κοινωνία γενικότερα, αλλά και η οικογένεια ειδικότερα. Η κοινωνία είναι σύνθετη και πολυερεθισματική, αποτελούμενη από ανθρώπους με διαφορετικές αντιλήψεις και εμπειρίες, που καλούνται να συμβιώσουν. Οι παραπάνω παρονομαστές συμβάλλουν δυναμικά στην ανάπτυξη δυσφορικών συναισθημάτων, όπως θυμός, οργή και άγχος, τα οποία επηρεάζουν τον τρόπο που αλληλεπιδρούν οι άνθρωποι ως μέλη μιας κοινωνίας, που χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από έλλειψη ενσυναίσθησης. Οι άνθρωποι δεν συνδέονται, δεν επικοινωνούν, δεν διαχειρίζονται συναισθηματικά, με κατανόηση και ανεκτικότητα, αλλά προβάλλουν μια εγωπαθητική στάση, που ο θυμός και η δυσφορία προς το περιβάλλον, δυναμιτίζει την κοινωνική συμπεριφορά.
Συνέπεια αυτής της δυσλειτουργικής εικόνας μας, η «κοινωνική παθολογία» έχει προσβάλει και την οικογένεια. Αφενός, οι σημερινοί γονείς, παρασυρμένοι από την προσπάθεια επιβίωσης και ζώντας μέσα σε μια ανοιχτή κοινωνία της πληροφορίας, την οποία δεν γνωρίζουν πώς να οριοθετήσουν και να διαχειριστούν, δυσκολεύονται να προσδιορίσουν τις ανάγκες, τους ρόλους τους, και ως γονείς αλλά και ως σύντροφοι, και να επικοινωνήσουν. Αφετέρου, βλέπουμε νέους ανθρώπους φοβικούς, διστακτικούς, ακόμα και αρνητικούς, απέναντι στην ιδέα δημιουργίας της δικής τους οικογένειας. Με άλλα λόγια, δεν δημιουργούν δεσμούς, με κυριότερο αυτόν ανάμεσα στην μητέρα και το παιδί, από την γέννηση μέχρι την ωρίμανση του, με βασικότερη περίοδο για την ανάπτυξη του την ηλικία 6-16 ετών, οπότε το παιδί οργανώνεται λειτουργικά στην εξωστρέφεια κ στην επικοινωνία του μεταξύ σχολείου και οικογένειας.
Και κάπως έτσι, φτάνουμε στην κορυφή του παγόβουνου, που σηματοδοτεί μονάχα ένα μέρος της παθογένειας της κοινωνίας, με πιο πρόσφατη την υπόθεση της σεξουαλικής εκπόρνευσης του 12χρονου κοριτσιού. Το γεγονός αυτό, σόκαρε μεν την κοινωνία μας, αλλά παράλληλα πρέπει και να την προβληματίσει στο πού βαδίζουμε και πώς διαμορφώνουμε αντιλήψεις και συμπεριφορές, που αφορούν τα γονεϊκά πρότυπα, τη λειτουργικότητα της οικογένειας και τα ηθικά όρια των ανθρωπίνων σχέσεων. Κυρίως όταν αναφερόμαστε σε παιδιά και σε συμπεριφορές που η σεξουαλική διαστροφή νοσηρών ενηλίκων, κυριαρχεί και αποκαλύπτει το συναισθηματικό κενό μαζί με την φρίκη τέτοιων ακραίων συμπεριφορών.
Αλήθεια, σε όλα αυτά ποιος είναι ο ρόλος της Πολιτείας; Η κοινωνία έχει την τάση να παραμένει προσκολλημένη και να βλέπει το πρόβλημα, ενώ «αποστρέφεται» την πρόληψη, το μεγαλύτερο κριτήριο της ύπαρξης μας. Η λογική διάσταση της πραγματικότητας, που οφείλει να αναπτύξει, θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από την πρόληψη, την ενημέρωση, την φροντίδα.
Αυτό είναι κάτι που το έχουν αντιληφθεί και το εφαρμόζουν ήδη Σκανδιναβικές χώρες, όπως η Σουηδία, η Δανία, η Νορβηγία, η Φινλανδία, αλλά και η υπόλοιπη Ευρώπη, συγκεκριμένα η Αγγλία, η Γαλλία, η Ισπανία, με προγράμματα τόσο εκπαίδευσης γονέων όσο και παροχής οικογενειακής υποστήριξης πόρτα-πόρτα (door to door) στα σπίτια της τοπικής κοινότητας. Αναφορικά με τα door to door προγράμματα, αυτό που επιτυγχάνεται είναι η διασύνδεση της κοινωνικής υπηρεσίας του Δήμου με την οικογένεια και τη σχολείο.
Ειδικότερα, ο δήμος σε συνεργασία με Φροντιστές-Επισκέπτες, που έχουν λάβει συστηματική εκπαίδευση, όπως ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς, κοινωνιολόγους, νοσηλευτές υγείας, επισκέπτονται τα σπίτια της τοπικής κοινωνίας, επιχειρώντας την δημιουργία μιας σχέσης συνεργασίας. Γίνεται μια γνωριμία και των δύο πλευρών, αφενός, οι Φροντιστές-Επισκέπτες συνδέονται πρόσωπο με πρόσωπο με τους κατοίκους μιας κοινότητας, αφετέρου, οι οικογένειες ενημερώνονται και διευκολύνεται η πρόσβαση τους στις κοινωνικές υπηρεσίες του δήμου. Έτσι, δημιουργείται μια σχέση εμπιστοσύνης και ενισχύεται η επικοινωνία ανάμεσα στον φροντιστή και την οικογένεια, το αίσθημα της ασφάλειας και οι δεσμοί μεταξύ τους. Απώτερος στόχος αυτών των προγραμμάτων πόρτα-πόρτα είναι να αξιολογήσουν τις ανάγκες και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει μια οικογένεια, ανιχνεύοντας μια δυσλειτουργία και ενδεχομένως παθολογία, έτσι ώστε να δοθεί η απαραίτητη προσοχή και να πραγματοποιηθεί έγκαιρη παρέμβαση.
Ο Φροντιστής που επισκέπτεται τα σπίτια έχει την δυνατότητα να αξιολογήσει αν υπάρχει κάποια δυσλειτουργία ήδη από την στάση του ανθρώπου που του ανοίγει την πόρτα και τον υποδέχεται ή είναι αρνητικός, απορριπτικός, καχύποπτος, ή διστακτικός στην επικοινωνία και δείχνει φοβισμένος. Τα σημεία στα οποία εστιάζει είναι:
1. Το περιβάλλον και οι συνθήκες, στις οποίες ζουν οι ένοικοι του σπιτιού:
το βιοτικό επίπεδο, ο αριθμός των ατόμων που συμβιώνουν και ποιοι είναι αυτοί, ο χώρος στον οποίο εισέρχεται, ποιοι συμμετέχουν/είναι παρόντες στην αξιολόγηση, αν μιλούν όλοι, ποια είναι η εικόνα εμφάνισης τους (περιποιημένη, ατημέλητη), το ντύσιμο, η εικόνα έκφρασης (παιδικόμορφη, αρρενωπή), η στάση του σώματος τους (σφιγμένη, χαλαρή)
2. Η επικοινωνία ανάμεσα στα μέλη του σπιτιού, και συγκεκριμένα:
i. Η επικοινωνία ανάμεσα στους συντρόφους-γονείς:
πώς εκφράζονται, ποιος παίρνει τις αποφάσεις στο σπίτι, υπάρχουν διαφωνίες, πώς τις εκφράζουν, μιλώντας λύνουν τα προβλήματα, έχουν ασκήσει ποτέ βία, έχουν χάσει ποτέ τον έλεγχο, υπάρχει κάτι που τους θυμώνει, υπάρχει συναισθηματική σύνδεση-σεξουαλική ζωή;
ii. Η επικοινωνία ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά:
μιλάνε με τα παιδιά τους, πόσο χρόνο αφιερώνουν στα παιδιά και ποιος μιλάει/ασχολείται περισσότερο με εκείνα, τα παιδιά μιλούν στους γονείς, εκφράζουν απορίες και προβληματισμούς, πού κοιμούνται τα παιδιά, έχει το καθένα το δικό του δωμάτιο, τρώνε όλοι μαζί, πόσο συχνά, ποια είναι η χρήση διαδικτύου, πόσες ώρες αφιερώνουν στο διαδίκτυο;
3. Ψυχική και σωματική υγεία:
Αντιμετωπίζουν κάποια ψυχική διαταραχή ή ιατρική πάθηση, κάνουν χρήση ουσιών, βιώνουν κάποιο δυσφορικό συναίσθημα;
Είναι γεγονός πως μέσα στα σπίτια που κλείνουν οι πόρτες, υπάρχει η παθολογία. Με δράσεις, όπως η προαναφερθείσα, διαμορφώνεται ένα κοινωνικό δίκτυο, με στόχο την πρόληψη «του κακού». Κλείνοντας, θα ήταν χρήσιμο διερωτηθείτε:
· Αλήθεια, πόσο πρόθυμοι, ανοιχτοί, δεκτικοί θα ήσασταν να ανοίξετε την πόρτα του σπιτιού σας σε έναν άνθρωπο-ειδικό, με στόχο να γνωριστείτε και να αναπτύξετε δεσμούς επικοινωνίας και υποστήριξης;
· Για τι θέματα θα θέλατε να συζητήσετε; Τι θα σας δυσκόλευε να μοιραστείτε και γιατί;
· Τι θα θέλατε «να πάρει μαζί του» σαν συμπέρασμα, φεύγοντας από εσάς;
· Πόσο χρήσιμη, τελικά, πιστεύετε ότι θα ήταν αυτή η γεφύρωση του μικρόκοσμου που διαμορφώνουμε μέσα στα σπίτια μας με τις κοινωνικές υπηρεσίες του δήμου και την κοινότητα στην οποία διαβιούμε;
Η υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος απαιτεί όχι μόνο πολιτική βούληση αλλά και ένα επίπεδο κοινωνικής μόρφωσης και παιδείας, ενώ δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε τη σημασία της λήψης μέτρων για την ασφάλεια των συνεργαζόμενων φορέων (τήρηση απορρήτου, προστασία από επιθετικές συμπεριφορές, ταυτοποίηση των Φροντιστών Υγείας) .
Δρ. Θάνος Ασκητής
ΨΥΧΙΑΤΡΟΣ – ΣΕΞΟΛΟΓΟΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ EUC
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΨΥΧΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ
ΜΕΛΟΣ ΕΨΕ, APA/USA, ISSM/ESSM