Μια ναρκισσιστική κοινωνία λατρεύει τη διασημότητα και αντικαθιστά με το μαζικό θέαμα τις παλαιότερες μορφές θεάτρου που ενθάρρυναν την ταύτιση και την άμιλλα επειδή ακριβώς διατηρούσαν μια ορισμένη απόσταση ανάμεσα στους θεατές και τους ηθοποιούς, ανάμεσα στον λάτρη του ήρωα και στον ήρωα.
Της Πατρίτσιας Γερακοπούλου
Αυτή η απόσταση χάνεται στις εκπομπές τύπου reality, καθώς οι followers δεν λατρεύουν «ολύμπιους» (διαχρονικούς stars και ήρωες) όπως έκαναν άλλοτε οι fans, αντιθέτως οι followers και οι τηλεθεατές-ψηφοφόροι (ως αδηφάγοι καταναλωτές που ξοδεύουν πρωτίστως την ίδια την ικανότητα τους για σαγήνευση) τρέφονται με «fast food» και «quick pills», αναλώσιμες διασημότητες της στιγμής, προκατασκευασμένες συγκινήσεις και εφήμερες σκιές της τηλεοπτικής επικαιρότητας που «ανεβαίνουν» και «πέφτουν» υπό την ψευδαισθητική παντοδυναμία του τηλεοπτικού κοινού που τους ψηφίζει.
Πέρα από το λούστρο της υπέρ-εκτεθειμένης στην κάμερα και στο βλέμμα των τηλεθεατών ανθρώπινης σάρκας (ένα είδος «σφαγείου» για Barbies και Kens), κάθε μία εκ των δύο εκπομπών ενδεχομένως ανοίγει σημειολογικά και ψυχοκοινωνιολογικά ένα δικό της αυτόνομο πεδίο ανάλυσης, ωστόσο ορισμένες παράμετροι φαίνεται να σκιαγραφούν κοινές τάσεις σε ό,τι αφορά την ανάδυση, καθιέρωση και επικράτεια μιας σχετικά νεότευκτης τηλεοπτικής «παιδαγωγικής» που καλλιεργεί μια κουλτούρα απάνθρωπης, αλλά με “ανθρώπινο πρόσωπο”, ιδεολογίας για την ανθρώπινη επαφή και τις σχέσεις μέσα από τη διάβρωση που επιβάλλει η ηθική της τέλειας ευδαιμονίας που προκύπτει από την εξίσωση: τέλειο μαύρισμα-κοιλιακοί-οδοντοστοιχία + «περνάμε καλά και βγαίνει στο κοινό» + η σχέση και η δουλειά «των ονείρων μου» = το πρόταγμα «να είσαι ο εαυτός σου» (τι διπλό μήνυμα!).
– Η τετριμμενοποίηση του «προσωπικού»: Από την παράδοση του ρομαντισμού και της νεωτερικότητας μάς κληροδοτήθηκε η ιδέα της αυθεντικής επικοινωνίας και της ενδοχώρας που διαθέτει ένα βάθος, της πεποίθησης ότι ο κόσμος του ανθρώπου είναι η εξωτερική έκφραση ενός θεμελιώδους εαυτού. Αποτελεί βασική μέριμνα η επιδίωξη να βρισκόμαστε σε επαφή με το πρόσωπο πίσω από τον ρόλο, με τα αληθινά του αισθήματα, τις προθέσεις, τα απώτερα κίνητρά του. Όμως, στις εκπομπές για τις οποίες συζητάμε, καθώς η φυσικότητα της έκφρασης αντικαθίσταται από τις τηλεοπτικές απαιτήσεις για αποτελεσματική παρουσίαση, οι ενδείξεις της ειλικρινούς παρουσίας ενώπιον της κάμερας υπερτονίζονται και, παράδοξα, εξαφανίζονται. Οι ήρωές μας απεκδύονται τις ποιότητες του «αληθινού ανθρώπου» και τις αντικαθιστούν με την «κατάλληλη περιβολή». Η μετατροπή των προσώπων σε αντικείμενο θεάματος απειλεί την ίδια την έννοια του θεμελιώδους εαυτού, κάθε τι που αποτελούσε ουσία μετατρέπεται σε ύφος. Αφ’ ής στιγμής η «προσωπική γνώμη» λουστράρεται, ώστε να γίνει κατάλληλη προς δημόσια κατανάλωση, παύει να είναι προσωπική, τυποποιείται, οπότε καθαυτή η κατηγορία του «ιδιωτικού» καταργείται. Η υπερβολική έκθεση σε εργαλειακά κατασκευασμένες ψευδαισθήσεις καταστρέφει όχι μόνο την αναπαραστασιακή τους δυναμική, αλλά και την ίδια την ουσία της ανθρώπινης επικοινωνίας, η οποία αποστραγγίζεται από τον αυθορμητισμό και το περιεχόμενό της, καθώς κατακερματίζεται σε τυποποιημένα πρότυπα και τετριμμένα «σενάρια» με αναπόφευκτα φτωχό και διχοτομικό χαρακτήρα (ο καλός, ο κακός, ο ωραίος, ο άσχημος, μαζί μου, εναντίον μου κ.ο.κ.).
– Η παρωδία των συναισθημάτων: Την ίδια στιγμή, οι σχέσεις επενδύονται με μια υπερβάλλουσα συναισθηματική σημασία, ωστόσο πρόκειται για πλάνη. Η λατρεία της οικειότητας κρύβει την στρατηγική για την επίτευξη του σκοπού, την πτώχευση περιεχομένου, το κενό και την αυξανόμενη απελπισία για την αδυναμία πραγματικής βίωσης της οικειότητας. Οι προσωπικές σχέσεις εξαφανίζονται κάτω από το συναισθηματικό βάρος με το οποίο φορτώνονται. Κλάματα, συγκινήσεις, προστριβές, παρεξηγήσεις, ατέρμονες εφηβικές συζητήσεις και αναλύσεις για «τη σχέση μας» τρέφουν το τηλεοπτικό κοινό και αναλώνουν τον τηλεοπτικό χρόνο και τον χρόνο των τηλεθεατών («τηλεόραση, αυτή η κλέφτρα»!), ενώ στην πραγματικότητα απεργάζονται την κατίσχυση των συναισθημάτων μέσα στον υστερικό παροξυσμό και την δραματική υπερβολή. Έτσι, καταστρέφονται κύριες όψεις του ανθρώπινου που αντικαθίστανται από την παρωδία.
– Η κουλτούρα του κυνισμού: Στις βίλες όπου οι islanders και τα next top models καλούνται να υποδυθούν τους ρόλους τους, η ψευδαίσθηση της πραγματικότητας διαλύεται μέσα στην αδιαφορία για την πραγματικότητα. Όλοι γνωρίζουν ότι, αντίθετα με αυτό που υπόσχεται η προωθητική παρουσίαση της εκπομπής στο κοινό του Love Island και του GNTM, στόχος των διαγωνιζομένων δεν είναι να βρουν την «αληθινή» αγάπη ή τον «αληθινό» εαυτό τους, αλλά η επίτευξη ενός ωφελιμιστικού σκοπού (η νίκη, το έπαθλο, η «επιτυχία»). Μια άρρητη συμφωνία μεταξύ όλων των εμπλεκομένων διαμείβεται ώστε να διαφεύγει τεχνηέντως της προσοχής ότι κάθε λογής έκκληση στη συγκίνηση και στο θυμικό των τηλεθεατών επιστρατεύεται με απώτερο στόχο την οικειοθελή χειραγώγηση του κοινού να αναδείξει τον νικητή, και ούτε καν με σκοπό την εκπλήρωση του ναρκισσιστικού ιδεώδους που καθαγιάζει τα μέσα («να γίνω next top model», «να βρω την αληθινή αγάπη»). Πρόκειται για ένα ακόμη πεδίο καλλιέργειας της κουλτούρας του κυνισμού που επικαλείται κάθε τι «ανθρώπινο» και συναισθηματικό μόνο για να το καταργήσει.
Αφήνουμε για το τέλος ένα παλιό ερώτημα. Θα ζούσαν, άραγε, άνδρες και γυναίκες πιο ευτυχισμένα μαζί σε μια άλλη κοινωνία, οργανωμένη διαφορετικά; Αναρωτιόταν αναστοχαζόμενος την κουλτούρα του ναρκισσισμού ο αμερικανός κοινωνιολόγος Κρίστοφερ Λας στις αρχές του millennium. Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν στην εποχή των κινημάτων που αντιμετωπίζουν τον σεξισμό ως αναλλοίωτο δεδομένο της ζωής που μπορεί να εξαλειφθεί εάν καταργήσουμε τη σεξουαλικότητα και εγκαθιδρύσουμε τη βασιλεία του ανδρόγυνου πλάσματος.
Ο γκροτέσκος σεξισμός με τον οποίο είναι συνυφασμένες οι συγκεκριμένες εκπομπές λαμβάνει χώρα στην κοινωνία ταυτόχρονα και σε κραυγαλέα αντιδιαστολή με τους επίκαιρους αγώνες για τα δικαιώματα και την αναγνώριση των ποικίλων σεξουαλικών ταυτοτήτων και των φυλετικών προσανατολισμών.
Αντίφαση που αντανακλά την σύγχυση της εποχής, ανάδειξη νέων σχημάτων μέσα από τα blurred genres και το bricolage αντικρουόμενων αναφορών που διασταυρώνονται προκειμένου να εισαγάγουν το νέο «τώρα»: σεξισμός και #MeToo, κυνισμός και αθωότητα (παρακολουθούμε τους islanders να παίρνουν τα μαξιλαράκια και τα παπλωματάκια τους για να κοιμηθούν «αγκαλίτσα» δίπλα στην πισίνα όπως στα νοσταλγικά pyjama parties άλλων εποχών).
Οι αλλαγές που συντελούνται στο πλαίσιο των επαναστάσεων που προσιδιάζουν στην ύστερη καπιταλιστική κοινωνία ενδεχομένως ανανεώνουν τις εντάσεις στις σχέσεις και στις ταυτότητες (την ίδια στιγμή που επιχειρούν να τις «θεραπεύσουν»).
Η εγκαθίδρυση της ισότητας, ο μετασχηματισμός της οικογένειας και η ανάπτυξη νέων δομών προσωπικότητας (τουλάχιστον με τον τρόπο που συντελούνται εντός μιας δημόσιας σφαίρας που διηθείται από την τηλεοπτική και μιντιακή κατανάλωση) δεν γνωρίζουμε εάν θα μας οδηγήσουν όντως στην ανδρόγυνη ουτοπία της υπέρβασης των φύλων και στην εξάλειψη του σεξισμού, ωστόσο δεν φαίνεται να καταργούν τις βασικές σχεσιακές και ταυτοτικές τριβές που αναζωπυρώνονται μέσα στην ναρκισσιστική ουτοπία και την κουλτούρα του κυνισμού ως συνέπεια της πολιτισμικής πτώχευσης και της αφαίμαξης της ψυχικής ζωής που λαμβάνει χώρα στις οθόνες μας.
*Επίκουρη Καθηγήτρια Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Τμήμα Ψηφιακών Μέσων και Επικοινωνίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο