Τα κατασκοπευτικά λογισμικά Pegasus και Predator και τα αποτελέσματα από τις συναντήσεις της επιτροπής του ευρωκοινοβουλίου βρέθηκαν στο επίκεντρο της συνέντευξης τύπου από την εισηγήτρια της PEGA Σόφι ιντ Βελντ. Η κ. Βελντ έκανε λόγο για μία σημαντική απειλή για τη δημοκρατία την οποία η ΕΕ δεν έχει πάρει ακόμα στα σοβαρά ενώ είναι ένα ζήτημα που την αφορά άμεσα, καθώς παρακολουθούνται σε μια σειρά από χώρες ευρωβουλευτές και υπουργοί, ενώ σηματοδοτεί πλήγμα στους θεσμούς και την ελευθερία.
Η εισηγήτρια της PEGA αναφέρθηκε στα πρώτα συμπεράσματα της επιτροπής αναφορικά με τις παρακολουθήσεις σε μία σειρά από χώρες, όπως η Ισπανία, η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Ελλάδα, η Μάλτα κ.α. και άσκησε σκληρή κριτική τόσο στην Κομισιόν όσο και στα κράτη μέλη που όταν τους ζητείται να δώσουν εξηγήσεις επικαλούνται λόγους εθνικής ασφαλείας για να κλείσουν τις πόρτες στη διερεύνηση της αλήθειας.
- «Η ΕΕ ενισχύει την ασφάλειά της σε σχέση με τρίτους αλλά όταν ερχόμαστε στα ουσιώδη ζητήματα της Δημοκρατίας αποδεικνύεται ερασιτέχνης», ανέφερε ενώ σε άλλο σημείο της ομιλίας της αναρωτήθηκε «γιατί υπάρχει ανησυχία για τη δημοκρατία όταν υπάρχουν εξελίξεις πχ με τον Τραμπ ή τον Μπολσονάρο αλλά όχι για τη δημοκρατία όταν αυτή πλήττεται εντός της ΕΕ».
Η Σόφι ιντ Βελντ αναφέρθηκε στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η επιτροπή στη διεξαγωγή της έρευνάς της καθώς τα κράτη αρνούνται να λογοδοτήσουν εφαρμόζοντας μία τύπου Ομερτά, και επικαλούνται το εθνικό απόρρητο κάτι που χρησιμοποιούν και ως τακτική απέναντι στα θύματα των παρακολουθήσεων στερώντας τους την οποιαδήποτε πληροφόρηση. Για αυτόν τον λόγο είναι δύσκολο να συλλέξουμε στοιχεία από τις επίσημες αρχές, σημείωσε αλλά τόνισε ότι τα «κομμάτια του παζλ που έχουν συγκεντρωθεί μας επιτρέπουν να δούμε την εικόνα».
- Αναφορικά με την υπόθεση των υποκλοπών στην Ελλάδα, η κ. Βελντ ανέφερε ότι υπάρχουν διαρκώς νέες εξελίξεις, ενώ τόνισε πως υπάρχουν ενδείξεις ότι «το κατασκοπευτικό λογισμικό χρησιμοποιείται συστηματικά και σε μεγάλη κλίμακα, σαφώς ως πολιτική στρατηγική».
Η ίδια απαντώντας σε ερώτηση για τις πηγές και την ενημέρωση που διαθέτει η επιτροπή, κάλεσε τις ελληνικές αρχές να άρουν το απόρρητο προκειμένου να διερευνηθεί η αλήθεια αλλά και να δείξουν περισσότερη εγρήγορση καθώς όπως επεσήμανε οι πρώτες καταγγελίες για παρακολουθήσεις έχουν γίνει πριν από ένα χρόνο. «Τώρα θα υπάρξει έρευνα από τον εισαγγελέα, ελπίζω σύντομα να έχουμε αποτελέσματα», είπε.
Έκανε ακόμα ιδιαίτερη αναφορά στο γεγονός ότι δεν έχει γίνει καμία έρευνα στην εταιρεία Intellexa, ούτε στα γραφεία της, ούτε στους τραπεζικούς της λογαριασμούς, ούτε και και στους «ανθρώπους» της και εκτίμησε ότι τα στοιχεία που πιθανώς υπήρχαν έχουν καταστραφεί.
Μιλώντας για το δημοσίευμα του Documento που δημοσίευσε λίστα με ονόματα που φέρονται να παρακολουθούνται με το Predator, η εισηγήτρια της Pega σημείωσε ότι ο πρωθυπουργός δεν αρνήθηκε την ύπαρξή της, αλλά τη συμμετοχή της κυβέρνησης στις παρακολουθήσεις, ενώ επεσήμανε ότι οι αρχές θα έπρεπε να θέλουν την έρευνα και του ευρωκοινωβουλίου και της Interpol που θα μπορούσαν να φωτίσουν την υπόθεση.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι οι παρακολούθηση μπορεί να διεξάγεται από κάποιον εξωτερικό παράγοντα, η κ. Σόφι ιντ Βελντ ανέφερε τα δεδομένα που έχει συγκεντρώσει η επιτροπή έως τώρα για τα εν λόγω λογισμικά.
Πρώτον, ανέφερε, τα λογισμικά αυτά προορίζονται και πωλούνται σε κυβερνήσεις ή σε κάποιους ιδιώτες. Είναι εξάλλου πολύ ακριβά και για να τα προμηθευθεί κάποιος ιδιώτης θα πρέπει να διαθέτει δισεκατομμύρια αλλά και κίνητρο για τις εν λόγω παρακολουθήσεις.
Η λίστα που δημοσιεύθηκε, και που δεν αμφισβητήθηκε από την κυβέρνηση, είναι μία λίστα που περιλαμβάνει πολιτικούς και δημοσιογράφους, άρα θα πρέπει να υπάρχει και κάποιο αντίστοιχο κίνητρο. «Ποιος θα είχε τα χρήματα και θα τα διέθετε για την παρακολούθηση αυτών των ατόμων;», ανέφερε και πρόσθεσε «Ακόμα έχει αποδειχθεί ότι άτομα που βρίσκονται στη λίστα παρακολουθούνταν και από τις εθνικές υπηρεσίες», και αναρωτήθηκε πόσο πιθανό είναι να πρόκειται για σύμπτωση.
Πρωτοφανή επίθεση σε βάρος της εισηγήτριας της PEGA Σοφί Ιν’τ Φελντ που παρουσίασε το προσχέδιο «βόμβα» της εξεταστικής επιτροπής του Ευρωκοινοβουλίου για το Predator στην Ελλάδα εξαπέλυσε η Άννα Μισέλ Ασημακοπούλου. Η εκπροσώπος Τύπου της ευρωομάδας της ΝΔ κατηγορεί την εισηγήτρια της PEGA για «μίνι κοινοβουλευτικό πραξικόπημα».
Η ευρωβουλεύτρια της ΝΔ λέει ότι η Σοφί Ιν’τ Φελντ «παραχώρησε μόνη της συνέντευξη Τύπου, παρουσιάζοντας το κατηγορητήριο της, αδιαφορώντας πλήρως για τις απόψεις των συναδέλφων της και την καθιερωμένη κοινοβουλευτική διαδικασία».
Μάλιστα φτάνει στο σημείο να κατηγορήσει την εισηγήτρια της PEGA για «προσωπική και πολιτική ατζέντα» επειδή τόλμησε να αναδείξει ότι το σκάνδαλο των υποκλοπών οδηγεί κατευθείαν στο Μέγαρο Μαξίμου.
«Δεν μπορούμε και δεν θα ανεχτούμε αβάσιμες, συκοφαντικές και προσβλητικές κατηγορίες κατά του πρωθυπουργού, της ελληνικής κυβέρνησης και εν τέλει της χώρας μας. Κατηγορίες που βασίζονται σε προσωπικές ή πολιτικές ατζέντες» ισχυρίζεται η Άννα Μισέλ Ασημακοπούλου.
Αναλυτικά η δήλωσή της:
«Η Εισηγήτρια της Επιτροπής PEGA, Sophie In t’Veld, σε ένα «μίνι κοινοβουλευτικό πραξικόπημα», παραχώρησε μόνη της συνέντευξη Τύπου, παρουσιάζοντας το κατηγορητήριο της, αδιαφορώντας πλήρως για τις απόψεις των συναδέλφων της και την καθιερωμένη κοινοβουλευτική διαδικασία.
Όπως διευκρίνισε ο Πρόεδρος της Επιτροπής PEGA, Jeroen Lenaers, το προσχέδιο που παρουσίασε η ευρωβουλευτής In t’Veld δεν συνιστά την τελική εκδοχή της Επιτροπής και δεν αποτελεί, επί του παρόντοις, τα συμπεράσματα ή την τελική θέση της επιτροπής PEGA.
Το προσχέδιο της Ευρωβουλευτή, In t’Veld βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε ένα δημοσίευμα σε ελληνικό μέσο ενημέρωσης που περιλαμβάνει μια λίστα με πρόσωπα που φέρεται να έχουν παρακολουθηθεί από spyware. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι το μέσο ενημέρωσης, του οποίου ο εκδότης “συνδέθηκε” με τη χρηματοδότηση Ρώσων ολιγαρχών με σκοπό την απόκτηση τηλεοπτικών καναλιών στην Ελλάδα. Το προσχέδιο προβαίνει σε συμπεράσματα, χρησιμοποιώντας υποθέσεις και σενάρια που στερούνται θεμελίωσης και πραγματικών στοιχείων.
Στην πραγματικότητα, αυτά είναι τα γεγονότα:
Από την πρώτη στιγμή, η Ελληνική Κυβέρνηση δήλωσε ότι δεν χρησιμοποίησε και δεν χρησιμοποιεί κακόβουλο λογισμικό παρακολούθησης. Επιπλέον, ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας, Κυριάκος Μητσοτάκης, ζήτησε την παραίτηση των υπευθύνων για τη νόμιμη επισύνδεση του Ευρωβουλευτή και Προέδρου του ΠΑΣΟΚ, κ. Νίκου Ανδρουλάκη.
Επίσης, ο Πρωθυπουργός συμμετείχε σε Προ Ημερησίας συζήτηση στη Βουλή σε επίπεδο αρχηγών κομμάτων, όπου όλες οι πολιτικές δυνάμεις είχαν την ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις τους και να ρωτήσουν τον Πρωθυπουργό για το θέμα. Πραγματοποιήθηκαν όλες οι απαραίτητες κοινοβουλευτικές διαδικασίες και μάλιστα συστάθηκε Ειδική Εξεταστική Επιτροπή που διερεύνησε όλους τους ισχυρισμούς και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε καμία παρατυπία.
Η ελληνική Κυβέρνηση πρωτοστατεί πανευρωπαϊκά με νέα νομοθετική πρωτοβουλία για την απαγόρευση της χρήσης spyware στην Ελλάδα. Έχει, ήδη, θεσπίσει μια δεύτερη βαθμίδα δικαστικού ελέγχου, αποσκοπώντας στην ενίσχυση του πλαισίου νόμιμης άρσης απορρήτου από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) για πολιτικά πρόσωπα. Παράλληλα, οι δικαστικές και ανεξάρτητες αρχές του ελληνικού κράτους διεξάγουν τις δικές τους έρευνες.
Τέλος, η Ελληνική Κυβέρνηση συνέβαλε ενεργά όλες τις έρευνες και παρείχε πρόσβαση σε πληροφορίες και επεξηγήσεις δια του Υπουργού Επικρατείας κ. Γεραπετρίτη, ο οποίος συναντήθηκε με τα μέλη της Επιτροπής PEGA κατά την πρόσφατη επίσκεψή τους. Η Ελλάδα συνέβαλε ουσιαστικά στη διεξαγωγή όλων των αναγκαίων ερευνών σε αντίθεση με άλλα κράτη-μέλη.
Η Ελλάδα έχει μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση και έχει επιτελέσει με συνέπεια το καθήκον της ως προς την αγαστή συνεργασία της με τα θεσμικά όργανα της ΕΕ σε θέματα κράτους δικαίου, ενώ θα συνεχίσει να εργάζεται στενά για να φέρει στο φως την αλήθεια σε σχέση με όλα αυτά τα ζητήματα.
Δεν μπορούμε και δεν θα ανεχτούμε αβάσιμες, συκοφαντικές και προσβλητικές κατηγορίες κατά του Πρωθυπουργού, της ελληνικής κυβέρνησης και εν τέλει της χώρας μας. Κατηγορίες που βασίζονται σε προσωπικές ή πολιτικές ατζέντες».