Στο αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών και τον μελλοντικό ρόλο των Μπάιντεν, Τραμπ εστιάζει ο γερμανικός τύπος. Δεν λείπουν όμως οι αναφορές στην Ελλάδα και τα ελληνοτουρκικά.
H εφημερίδα Süddeutsche Zeitung υποστηρίζει ότι «οι Ρεπουμπλικάνοι δεν φαίνεται να επιτυγχάνουν τους στόχους τους για τις ενδιάμεσες εκλογές» και εξηγεί: «Ακόμη και αν οι Ρεπουμπλικάνοι ανακτήσουν την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων, το αποτέλεσμα γι αυτούς είναι κάθε άλλο παρά ευχάριστο, είναι καταστροφικό. Ιστορικά οι ενδιάμεσες εκλογές ήταν, κατά κανόνα, εκλογές για την εξισορρόπηση και τον περιορισμό των εξουσιών του προέδρου. Το Κοινοβούλιο γινόταν η ασφαλιστική δικλείδα για την εξουσία του Λευκού Οίκου. Αλλά αυτή τη χρονιά ούτε η Γερουσία περιέρχεται ξεκάθαρα υπό τον έλεγχο της αντιπολίτευσης, ούτε αλλάζουν σημαντικά οι συσχετισμοί δυνάμεων στη Βουλή των Αντιπροσώπων».
Η Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ) επιχειρεί να απαντήσει το ερώτημα, εάν η άνοδος των Ρεπουμπλικάνων θα επιφέρει στροφή στον απομονωτισμό για την αμερικανική εξωτερική πολιτική: «Το Σύνταγμα κατοχυρώνει τον ισχυρό ρόλο του προέδρου στην εξωτερική πολιτική, κατά συνέπεια δεν αναμένεται αλλαγή σκηνικού στην Ουάσιγκτον για τα επόμενα δύο χρόνια. Όσο ο Μπάιντεν παραμένει στον Λευκό Οίκο, η υπερδύναμη θα παραμένει προσηλωμένη στις παραδοσιακές συμμαχίες της και θα συνεχίσει την προσπάθεια για ανάσχεση της κινεζικής και ρωσικής επιρροής. Από αυτό επωφελούνται κυρίως οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι μάλλον για τελευταία φορά βλέπουν έναν πρόεδρο της παλαιάς σχολής του ατλαντισμού».
«Ο Μπάιντεν δεν πρέπει να είναι υποψήφιος το 2024»
Η οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt εκτιμά ότι ο σημερινός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν δεν πρέπει να θέσει υποψηφιότητα στις εκλογές του 2024 για τον Λευκό Οίκο, ενώ το ίδιο ισχύει και για τον Ντόναλντ Τραμπ. Όπως επισημαίνει, «δεν έχει κουραστεί μόνο η χώρα από τη μονομαχία των δύο καλοστεκούμενων, γηραιών ανδρών. Το ίδιο κουρασμένα είναι και τα κόμματά τους. Οι Ρεπουμπλικάνοι θα πρέπει να χειραφετηθούν επιτέλους από τον Τραμπ. (…) Στους Δημοκρατικούς τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα. Μετά από μία τόσο αξιόλογη εκλογική επίδοση, κανείς δεν πρόκειται να επιτεθεί στον Μπάιντεν. Κι όμως, μία νέα υποψηφιότητα Μπάιντεν δεν θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των Δημοκρατικών. (…) Στις ενδιάμεσες εκλογές ο κόσμος ψήφισε με κριτήριο όχι τον Μπάιντεν, αλλά τις αξίες που εκπροσωπεί το Δημοκρατικό Κόμμα. Με τον Μπάιντεν στο ψηφοδέλτιο το 2024, το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι τελείως διαφορετικό».
Απαισιόδοξη η πρόβλεψη της εφημερίδας Kölner Stadt-Anzeiger: «Με δεδομένο το δύσκολο οικονομικό περιβάλλον οι Δημοκρατικοί μπορούν να είναι ευχαριστημένοι, αν και συντρέχουν επαρκείς λόγοι ανησυχίας. Το πιο ισχυρό πλήγμα είναι η απώλεια όλων των εδρών στην πολιτεία της Φλόριντα, η οποία υπό τον κυβερνήτη Ρον ντε Σάντις μετατρέπεται από swing state σε προπύργιο των Ρεπουμπλικάνων. Ανησυχητική είναι και η εκλογή πολλών υποψηφίων, που αμφισβητούν ανοιχτά το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών. Την ίδια στιγμή τραμπικοί υποψήφιοι προσφεύγουν στη δικαιοσύνη, ζητώντας ακύρωση του αποτελέσματος, κάτι που έχει ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας, αλλά καθυστερεί τις δημοκρατικές διαδικασίες και προλειαίνει το έδαφος για θεωρίες συνωμοσίας. Τίποτα καλό δεν προμηνύουν όλα αυτά για τις προεδρικές εκλογές το 2024».
Η Ελλάδα και οι εξοπλιστικές δαπάνες
Εκτενής ανάλυση της Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ) εστιάζει στα προβλήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων και ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις εξοπλιστικές δαπάνες. Σε αυτό το κομμάτι, όπως επισημαίνει, «η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση, ξεπερνώντας ακόμη και τις ΗΠΑ. Καμία άλλη χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ δεν ξεπερνά με τόση σαφήνεια και συνέπεια τον στόχο που έθεσε το 2006 η Ατλαντική Συμμαχία να διατίθεται τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ για τον αμυντικό προϋπολογισμό».
Αναφερόμενος στα ελληνοτουρκικά ο ανταποκριτής της εφημερίδας τονίζει ότι «οι σχέσεις των δύο χωρών ποτέ δεν ήταν εύκολες, αλλά τους τελευταίους μήνες η ένταση έχει αυξηθεί, με τις απειλές να προέρχονται ξεκάθαρα από την πλευρά της Τουρκίας. Επανειλημμένα η Τουρκία έχει απειλήσει να εισβάλει σε ελληνικά νησιά στα ανοιχτά των τουρικών ακτών. Οι πολεμικές κραυγές δεν προέρχονται από κάποιους δευτεροκλασάτους. Ο ίδιος ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει προειδοποιήσει ότι η Τουρκία ‘θα μπορούσε να έρθει ξαφνικά μια νύχτα’ και να επιτεθεί στα νησιά, τα οποία ο ίδιος χαρακτηρίζει ‘υπό ελληνική κατοχή’. Το ότι η Τουρκία έχει τη στρατιωτική ικανότητα να το πράξει θεωρείται δεδομένο, αν και πέρασε πολύς καιρός από το παράδειγμα της Κύπρου, το 1974, όταν η Τουρκία κατέλαβε το ένα τρίτο του νησιού σε σύντομο χρονικό διάστημα. Και δεν είναι μόνο ο Ερντογάν, που επιδίδεται σε πολεμικές ιαχές. Στο ίδιο μήκος κύματος θορυβούν ο κυβερνητικός του εταίρος, καθώς και ένα μέρος της αντιπολίτευσης».
«Στην Ελλάδα απεργούν οι δημόσιοι υπάλληλοι»
Στη γενική απεργία της Τετάρτης αναφέρεται δημοσίευμα στην ιστοσελίδα Tagesschau.de της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης (ARD) και σημειώνει ότι «χιλιάδες άνθρωποι κατέβηκαν στους δρόμους στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις». Μεταξύ άλλων διαβάζουμε: «Οι δημόσιες συγκοινωνίες παρέλυσαν. Στην Αθήνα δεν κυκλοφορούσαν ταξί, λεωφορεία και τραμ. Στο μετρό λειτουργούσε μόνο ο ένας στους τρεις συρμούς. Στην απεργία συμμετείχαν και οι δημοσιογράφοι, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν παρά ελάχιστες ειδήσεις στο διαδίκτυο, στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση. Κλειστά παρέμειναν τα σχολεία και οι δημόσιες υπηρεσίες. Σε αντίθεση με τη Γερμανία, στην Ελλάδα οι δημόσιοι υπάλληλοι επιτρέπεται να απεργούν».
Πηγή: DW – Γιάννης Παπαδημητρίου