Σχολιάζοντας τις υποκλοπές και προετοιμάζοντας τη νομοθετική απαγόρευση των «παράνομων» λογισμικών, ο Μάκης Βορίδης διαχώρισε την κατοχή, που ισχυρίστηκε ότι επιτρέπεται, και τη χρήση τους που είναι παράνομη. Ο λόγος της παράλογης αυτής διάκρισης και της μελλοντικής πλεοναστικής απαγόρευσης μιας εφαρμογής που είναι παράνομη φάνηκε στην επόμενη πρόταση.
Tου Κώστα Δουζίνα
Μετά την απαγόρευση της εμπορίας τους «θα πέσει ταφόπλακα σε ό,τι έχει γίνει μέχρι τώρα». Ενώ η χρήση τους ήταν πάντα παράνομη, η απαγόρευση της κατοχής θα διαγράψει αναδρομικά την εγκληματική χρήση τους στο παρελθόν. Ετσι πιστεύουν ότι θα απελευθερωθεί η κυβέρνηση από την ελληνική και διεθνή κατακραυγή και την απαίτηση της διαλεύκανσης της ολοκληρωτικής πρακτικής.
Ο Βορίδης παρουσιάζεται ως «σκεπτόμενος πολιτικός», ως φιλόσοφος της Δεξιάς. Εχει αναλάβει την πάλη των ιδεών με την Αριστερά αλλά και με λάιτ εκδοχές του νεο-συντηρητισμού. Ηταν λοιπόν ενδιαφέρουσα η προσπάθειά του να εμπλουτίσει τη σκέψη περί αναδρομικής «ταφόπλακας» των υποκλοπών με μια επιστημολογικής μορφής παρατήρηση: «Στην Ελλάδα γίνονται εγκλήματα και ορισμένα είναι ανεξιχνίαστα. Και ανθρωποκτονίες γίνονται, δεν εξιχνιάζονται όλες. Τα στοιχεία λέγεται ότι τα έχει ο κ. Βαξεβάνης, οποιοσδήποτε άλλος δεν τα έχει. Δεν έχει κανείς υποχρέωση να αποδείξει ότι δεν συμβαίνει κάτι γενικώς. Αυτό που δεν συμβαίνει, δεν επιδέχεται αποδείξεως». Αυτό που δεν συμβαίνει, το «μη ον» και οι αποδείξεις του, αποτελούν μία από τις πιο σημαντικές ενασχολήσεις της φιλοσοφίας από τον Παρμενίδη μέχρι τον Χάιντεγκερ.
Ο Βορίδης δεν αναφερόταν στη φιλοσοφία φαντάζομαι. Ισως να είχε στο μυαλό του την περίφημη δήλωση του ομοϊδεάτη του Ντόναλντ Ράμσφελντ, υπουργού Αμυνας των ΗΠΑ την εποχή της εισβολής στο Ιράκ. Τον Φεβρουάριο του 2002 ο Ράμσφελντ ρωτήθηκε αν το Ιράκ είχε προμηθεύσει τρομοκράτες με όπλα μαζικής καταστροφής. Η απάντησή του, που έγινε αργότερα τίτλος των απομνημονευμάτων του, ήταν: «Δηλώσεις που λένε ότι κάτι δεν έχει συμβεί είναι πάντα ενδιαφέρουσες για μένα, γιατί όπως ξέρουμε, υπάρχουν γνωστά γνωστά, πράγματα που ξέρουμε ότι ξέρουμε. Γνωρίζουμε επίσης ότι υπάρχουν γνωστά άγνωστα, δηλαδή γνωρίζουμε ότι υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν γνωρίζουμε. Υπάρχουν όμως και άγνωστα άγνωστα – αυτά που δεν ξέρουμε ότι δεν ξέρουμε. Και αν κοιτάξει κανείς όλη την ιστορία της χώρας μας και άλλων ελεύθερων χωρών, είναι η τελευταία κατηγορία που τείνει να είναι η δύσκολη».
Ενα γνωστό γνωστό είναι κάτι που ξέρουμε και γνωρίζουμε ότι ξέρουμε. Αυτή η είναι η πιο απλή κατηγορία: δείχνει ότι έχουμε επίγνωση της γνώσης μας. Για παράδειγμα, ξέρετε ότι διαβάζετε αυτό το κείμενο και ξέρετε ότι γνωρίζετε πως το διαβάζετε. Ο Μητσοτάκης ξέρει ότι υπάρχουν υποκλοπές και γνωρίζει ότι το ξέρει, αφού αποτελούν κεντρική λειτουργία της ΕΥΠ που βρίσκεται υπό την άμεση εποπτεία και ευθύνη του πρωθυπουργού. Δεύτερον, είναι τα «γνωστά άγνωστα». Υπάρχει κάτι άγνωστο για μένα, αλλά κάποιοι άλλοι το γνωρίζουν. Κλασικό παράδειγμα είναι ο άγνωστος Χ στην άλγεβρα. Ενα μυστήριο ή ένα αίνιγμα είναι συνήθως ένα τέτοιο γνωστό άγνωστο. Εχουμε επίγνωση ότι υπάρχει μυστήριο, δεν ξέρουμε όμως τι συμβαίνει. Εδώ βρίσκεται η κεντρική αμυντική γραμμή του Μητσοτάκη. Ξέρω ότι γίνονται υποκλοπές, αλλά δεν ξέρω ποιοι παρακολουθούνται ή για ποιους λόγους γίνεται η υποκλοπή και δεν ζητάω να μάθω. Αλλά, όπως λέει ο Ράμσφελντ, το «δεν ξέρω» έχει πολλές εκδοχές και διαφορετικές έννοιες.
Το επόμενο είναι τα «άγνωστα άγνωστα», μυστήρια που δεν έχουν γίνει ακόμη γνωστά. Η απάντηση του Ράμσφελντ εμφάνισε τη γνώση πιθανής σχέσης Σαντάμ και τρομοκρατίας ως διπλά αρνητική. Τα «άγνωστα άγνωστα» αποτελούν χρήσιμη έννοια στη στρατιωτική και πολιτική στρατηγική. Επειδή δεν ξέρω τι δεν ξέρω, παίρνω προφυλάξεις για πράγματα που δεν τα γνωρίζουμε ακόμη, αλλά μπορεί να εμφανιστούν απρόβλεπτα και να έχουν καταστροφικά αποτελέσματα. Η «αρχή της προφύλαξης» (precautionary principle) οδηγεί στη λήψη προληπτικών μέτρων για την περίπτωση που κάτι που τώρα ούτε ξέρουμε ούτε μπορούμε να υποθέσουμε συμβεί ξαφνικά.
Πώς εφαρμόζεται αυτή η τρίτη κατηγορία στις υποκλοπές; Ο Μητσοτάκης δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν ήξερε, ούτε μπορούσε να ξέρει αφού παραδέχτηκε ότι ήξερε τις υποκλοπές, αλλά δεν ρωτούσε και δεν μάθαινε. Αυτό που δεν ήξερε και ούτε ήξερε ότι δεν ήξερε ήταν τι θα γινόταν αν διέρρεαν οι υποκλοπές των επικοινωνιών σημαντικών πολιτικών, δημοσιογράφων και επιχειρηματιών. Το «άγνωστο άγνωστο» δεν αναφέρεται στη διάπραξη της υποκλοπής, αλλά στα αποτελέσματα της αποκάλυψής της. Δεν ήξερε, ούτε περίμενε ότι οι αποκαλύψεις θα οδηγούσαν σε αλυσίδα εσωτερικών και διεθνών αντιδράσεων που θα υπέσκαπταν την προσωπική θέση του οδηγώντας την κυβέρνηση στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Η αρχική αμηχανία και αφωνία, η συνοπτική αποπομπή Δημητριάδη και Κοντολέοντος, οι αντιφατικές δηλώσεις δείχνουν το μέγαρο Μαξίμου να συνδυάζει την αλαζονεία με τσαπατσουλιά και «επιτελικά» ασυγχώρητη έλλειψη πρόβλεψης των αποτελεσμάτων πιθανής αποκάλυψης.
Τα «άγνωστα γνωστά»
Ο Σλάβοϊ Ζίζεκ σχολιάζοντας την «επιστημολογία» του Ράμσφελντ πρόσθεσε ότι υπάρχει μια προφανής τέταρτη κατηγορία. Τα «άγνωστα γνωστά», αυτά που κάποιος ακολουθεί και εφαρμόζει χωρίς να το γνωρίζει ή που αρνείται να αναγνωρίσει ότι τα γνωρίζει. Στην ψυχαναλυτική ερμηνεία το «άγνωστο γνωστό» είναι το φροϊδικό ασυνείδητο, η «γνώση που δεν γνωρίζει τον εαυτό της» όπως έλεγε ο Λακάν. Είναι το άγνωστο που αντιμετωπίζουμε στις καθημερινές δυσκολίες και επαναλαμβανόμενες αποτυχίες μας, στη μανιώδη περιδίνηση γύρω από αυτά που μας πληγώνουν ή ενοχοποιούν. Αναγνωρίζουμε γεμάτοι έκπληξη αυτό το άγνωστο μετά μια πράξη ή λέξη που επαναλαμβάνεται χωρίς να την περιμένουμε ή να τη θέλουμε. Ο δεύτερος ορισμός για το «άγνωστο γνωστό» είναι η ιδεολογία: πίστεις και προκαταλήψεις καθοδηγούν και ρυθμίζουν τις δραστηριότητές μας χωρίς να τις γνωρίζουμε. Πεποιθήσεις που εφαρμόζουμε, αλλά δεν τις εντάσσουμε στη γνώση μας και δεν θα παραδεχόμασταν ποτέ δημοσίως ότι τις έχουμε. Ο Ράμσφελντ ήξερε ότι ο Σαντάμ δεν είχε όπλα μαζικής καταστροφής ούτε σχέση με τρομοκράτες. Παρουσιάζοντάς την ως «άγνωστο άγνωστο» απλώς έλεγε ψέματα και απέκρυπτε την ιμπεριαλιστική ιδεολογία της κυβέρνησης του.
Ο Μητσοτάκης υποστήριξε ότι οι υποκλοπές ήταν «γνωστά άγνωστα». Αλλά οι δηλώσεις και πράξεις του δείχνουν τα «άγνωστα γνωστά», τις αιτίες της σπασμωδικής αντίδρασης και την ιδεολογία του. Η βεβαιότητα ότι δεν ήταν δυνατό να διαρρεύσουν οι υποκλοπές εξηγεί την αμηχανία, τον εκνευρισμό, τις ξαφνικές και ανεξήγητες απολύσεις των «επιτελικών», που θυσιάζονται για να σωθεί το αφεντικό. Η επίθεση του Μητσοτάκη στην αντιπολίτευση για «τοξικότητα», κύλισμα στον «βούρκο» αποτελεί κλασική περίπτωση του αμυντικού μηχανισμού της «προβολής»: επειδή υποφέρω από την αστοχία μου, το λάθος, η παρανομία δεν είναι δική μου αλλά του αντιπάλου, δεν φταίω εγώ αλλά οι άλλοι. Αναδύεται έτσι η καθεστωτική ιδεολογία που χρησιμοποιεί κάθε μέσο -νομότυπο, παράνομο, αναδρομικά νομιμοποιούμενο- για να παραμείνει αγκιστρωμένη στην εξουσία. Το ίδιο δείχνει η δικολαβίστικη δήλωση Βορίδη ότι «δεν μπορείς να αποδείξεις κάτι που δεν συμβαίνει». Μια απλή εξουσιοδότηση στην ΑΔΑΕ να ζητήσει από την ΕΥΠ τα στοιχεία των παρακολουθήσεων και να τα δημοσιοποιήσει, μια έρευνα στις εταιρείες που πουλάνε τους «κοριούς» θα βρουν «ό,τι δεν υπάρχει». Τα άγνωστα θα γίνουν γνωστά και το «επιτελικό κράτος» θα βρει το τέλος του.
*Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, διευθυντής του Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς»
πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών