Στα 25 του ο Άντριου ήταν ήδη πετυχημένος ως ζαχαροπλάστης σε ένα βραβευμένο με αστέρι Michelin εστιατόριο στη Σκωτία. Κάθε νόστιμο επιδόρπιο φτιαγμένο με δεξιοτεχνία και ποιότητα, στην κουζίνα ήταν δική του δημιουργία. Για εκείνον η ζαχαροπλαστική αποτελούσε πάθος!
Είχε ξεκινήσει ως μαθητευόμενος σε εστιατόρια και κουζίνες και σπούδαζε μανιωδώς ζαχαροπλαστική στον ελεύθερο χρόνο του. Ήταν έτοιμος να αφιερώσει τη ζωή του για να τελειοποιήσει τις δεξιότητές του, λέγοντας: «Αυτό ήταν το μόνο που με ένοιαζε».
Ωστόσο, στο απόγειο της καριέρας του, έχοντας κατακτήσει τη δουλειά των ονείρων του στο σεβαστό σκωτσέζικο εστιατόριο, τα παράτησε. Στα 26 του ήταν φοιτητής, αυτή τη φορά σπούδαζε τετραετές πτυχίο ανάπτυξης λογισμικού. Είχε φύγει, όχι μόνο από τη δουλειά για την οποία είχε δουλέψει τόσο σκληρά, αλλά από ολόκληρη τη βιομηχανία της φιλοξενίας.
Για τον Άντριου το οριακό σημείο ήρθε όταν, έχοντας επιτέλους πάρει τη θέση που στόχευε, συνειδητοποίησε ότι καμία από τις εξαντλητικές εργασίες που απαιτούνταν δεν άξιζε τον κόπο. «Από τα 19 έως τα 25, όλη αυτή την περίοδο της ζωής μου, έκανα συνεχώς θυσίες», λέει. «Όλοι οι άλλοι περνούσαν μια χαρά και εγώ ουσιαστικά ήμουν σκλάβος στην κουζίνα».
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, συνειδητοποίησε ότι ένιωθε καταπονημένος, υποτιμημένος και υποαμειβόμενος.
«Δούλευα συνεχώς έως και 70 ώρες την εβδομάδα και ο μισθός μου ήταν 20.000 λίρες το χρόνο», λέει. «Έτρεχα το τμήμα ζαχαροπλαστικής, δημιουργούσα τα περισσότερα επιδόρπια… για 5,95 λίρες την ώρα. Για τόσο λίγα χρήματα, σκέφτεσαι, τι κάνω με τη ζωή μου; Μήπως είμαι τρελός;»
Οι περισσότεροι εργαζόμενοι ονειρεύονται να κάνουν το πάθος τους επάγγελμα. Ωστόσο, η αφήγηση «κάντε αυτό που αγαπάτε» φαίνεται ότι έχει πολλά μειονεκτήματα. Πολλοί άνθρωποι διαπιστώνουν ότι οι δουλειές των ονείρων τους απαιτούν περισσότερη δουλειά, υπό χειρότερες συνθήκες. Άλλοι ανακαλύπτουν ότι οι βιομηχανίες που λατρεύουν εμπορεύονται τα πάθη των εργαζομένων για να κρατήσουν τους μισθούς χαμηλούς. Μπροστά σε αυτές τις συνθήκες και πιέσεις ορισμένοι εργαζόμενοι αναρωτιούνται εάν τελικά η δουλειά των ονείρων τους αξίζει τον κόπο.
Πάθος έναντι αμοιβής
Αυτές τις μέρες, περισσότερο από ποτέ, επικρατεί η ιδέα ότι η ευτυχία και η επιτυχία συνδέονται με την εργασία και μια θέση που πάντα ονειρευόμασταν. Η πανδημία έπαιξε σημαντικό ρόλο σ’ αυτό. Πολλοί εργαζόμενοι αποφάσισαν ότι τα χρήματα δεν είχαν σημασία, κάτι που προφανώς δεν ισχύει.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση στα τέλη του 2020 από την αμερικανική ανεξάρτητη αγορά Fiverr, το 59% των 2.000 Αμερικανών που ερωτήθηκαν πίστευαν ότι η πανδημία Covid-19 είχε ενθαρρύνει τους ανθρώπους να ακολουθήσουν τις δουλειές των ονείρων τους.
Το 71% από τους ερωτηθέντες θα ήθελαν να ακολουθήσουν τη δουλειά των ονείρων τους κάποια μέρα και το 45% θεώρησε ότι ήταν δυνατό να το κάνουν με πλήρη απασχόληση. Αλλά η αλλαγή σταδιοδρομίας δεν λειτουργεί πάντα όπως ελπίζουν οι άνθρωποι, ειδικά όταν οι εργοδότες εκμεταλλεύονται τα όνειρα των εργαζομένων τους.
«Οι εργαζόμενοι που αγαπούν πραγματικά τη δουλειά τους είναι πρόθυμοι να αντέξουν πιο σκληρές συνθήκες από άλλους, όπως μη τυπικές ώρες εργασίας και οι χαμηλές αμοιβές», λέει η Λόρα Τζερτζ, επίκουρη καθηγήτρια συμπεριφοριστικής επιστήμης στο London School of Economics.
Και φαίνεται ότι οι εργοδότες το γνωρίζουν αυτό. Ενδέχεται λοιπόν να ζητήσουν από τους αφοσιωμένους και παθιασμένους εργαζόμενους να αναλάβουν παραπάνω δουλειά ή να λειτουργήσουν σε εντατικότερους ρυθμούς. Αυτή η πρακτική της εκμετάλλευσης των εργαζομένων είναι ιδιαίτερα εμφανής στις «δημιουργικές» εργασίες. Έρευνα του 2019 έδειξε ότι οι αμοιβές περισσότερων δημιουργικών θέσεων εργασίας στο Ηνωμένο Βασίλειο -όπως δημοσιογράφος, στυλίστας μόδας, μουσικός και σχεδιαστής παιχνιδιών- έπεσαν κάτω από τον μέσο ετήσιο μισθό.
Η απλήρωτη εργασία είναι συνηθισμένη: σύμφωνα με μια έρευνα του 2020 στο Ηνωμένο Βασίλειο, το 47% των ατόμων των κάτω των 30 ετών δήλωσε ότι είχε κάνει απλήρωτη πρακτική άσκηση για να εξασφαλίσει τη δουλειά των ονείρων τους. Στην ίδια έρευνα, το 60% των ατόμων κάτω των 30 ετών δηλώσανε ότι δεν είχαν πληρωθεί για όλες τις ώρες που είχανε εργαστεί τον περασμένο μήνα. Μια μελέτη του 2019 εξηγεί κατά κάποιο τρόπο γιατί συμβαίνει αυτό. Η έρευνα διαπίστωσε ότι οι εργοδότες θεωρούσαν την κακή μεταχείριση των εργαζομένων –όπως το να ζητούν από τους υπαλλήλους να εκτελούν πρόσθετα καθήκοντα ή να εργάζονται περισσότερες ώρες χωρίς αμοιβή-ως αποδεκτό όταν οι εργαζόμενοι θεωρούνταν παθιασμένοι με τη συγκεκριμένη δουλειά.
Ο Άντριου λέει ότι αναγνώρισε αυτό το φαινόμενο από την αρχή στον τομέα της φιλοξενίας. «Βασικά χτίζουν ολόκληρες τις επιχειρήσεις τους στην πλάτη της εκμετάλλευσης άλλων ανθρώπων», λέει. Παρά αυτή την πρώιμη συνειδητοποίηση, το μεράκι που είχε για την τέχνη του τον εμπόδιζε για χρόνια να φύγει μακριά. «Όταν ξεκίνησα στην παμπ, φιλοδοξία μου ήταν να φτάσω σε αυτό το επίπεδο με αστέρι Michelin», λέει. «Έτσι, αποφάσισα ότι τα χρήματα δεν είχαν σημασία, κάτι που προφανώς έχει».
Αυτή η αρχική αδιαφορία για την οικονομική ασφάλεια είναι συχνό φαινόμενο μεταξύ των ανθρώπων που αναζητούν μια πιο ικανοποιητική καριέρα, λέει η Έλινορ Τουέντελ, σύμβουλος καριέρας. Είναι συχνά μια λάθος στάση, επισημαίνει. «Δουλεύουμε πραγματικά για τα χρήματα», λέει. «Δεν υπάρχει ντροπή σε αυτό. Οι περισσότεροι από εμάς δουλεύουμε γιατί χρειαζόμαστε τα χρήματα».
Έτσι, αντί να ενθαρρύνει τους πελάτες της σε μια ριψοκίνδυνη αλλαγή της καριέρας τους η Τουέντελ τους ρωτά τι θέλουν πραγματικά, όχι από τη δουλειά τους, αλλά από τη ζωή τους. «Πολλοί άνθρωποι λένε, “Ήθελα ελευθερία, ελευθερία μακριά από το εννιά με πέντε.” Έτσι, πήραν την ωραία δουλειά και συνειδητοποίησαν, “Θεέ μου, δεν υπάρχει ελευθερία εδώ. Πρέπει να δουλέψω ακόμα πιο σκληρά για να κερδίσω όσα έβγαζα πριν”».
Για μερικούς ανθρώπους, λέει η ίδια η Τουέντελ, η μετάβαση σε πιο παραδοσιακή απασχόληση και η εγκατάλειψη της δουλειάς των ονείρων τους μπορεί να είναι λυτρωτική –κάτι που βίωσε ο Τζος Μάνσκερ πριν από οκτώ χρόνια.
Ο Mάνσκερ πέρασε τέσσερα χρόνια σε αμερικανικά θέατρα δουλεύοντας ως υπεύθυνος φωτισμού και ήχου, μια καριέρα που αποφάσισε να ακολουθήσει αφού βρήκε μια κοινότητα ανάμεσα στα «παιδιά του θεάτρου» στο γυμνάσιο. Αλλά στα 23 του, απογοητεύτηκε που αυτός και άλλοι σαν αυτόν δεν πληρώνονταν καλά. «Είδα συναδέλφους που ήταν στα 30 και στα 40 τους και όλοι δυσκολεύονταν πραγματικά οικονομικά, πάλευαν να αντέξουν οικονομικά να κάνουν οικογένεια, κάτι που ήταν σημαντικό για μένα», λέει.
Ο Mάνσκερ πήρε τη δύσκολη απόφαση να αφήσει πίσω τη δουλειά των ονείρων του και να επανεκπαιδευτεί. Τώρα εργάζεται στο Τορόντο ως δάσκαλος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και πληρώνεται περισσότερα από όσα κέρδιζε ποτέ στα θέατρα. «Απολαμβάνω όλα τα οφέλη του να είμαι δάσκαλος και να πληρώνομαι κανονικά», λέει. Η δουλειά του συγχρονίζεται επίσης με το πρόγραμμα εργασίας της συζύγου, η οποία είναι επίσης δασκάλα. Αυτό σημαίνει ότι το ζευγάρι μπορεί να περάσει μαζί τις διακοπές του κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.
Αν και μπορεί να ακούγεται συντηρητικό να αποκαλούν μια δουλειά από τις εννέα έως πέντε απελευθερωτική, για μερικούς εργαζομένους, μια «κανονική» δουλειά μπορεί να προσφέρει ασφάλεια και υποστήριξη.
Αυτό ίσχυε για την Άντριαν. Αφού απολύθηκε από ταμίας στην τράπεζα στην αρχή της πανδημίας, ένας φίλος της τη βοήθησε να βρει δουλειά σε ένα ιατρείο κάνναβης στην πολιτεία της στο Μέιν, το οποίο έχει νομιμοποιήσει την ιατρική και ψυχαγωγική κάνναβη. Είναι ένας τομέας που την ενδιέφερε. Οπως λέει: «Χρησιμοποιώ η ίδια κάνναβη. Πολλοί από τους φίλους μου το κάνουν, είναι πολύ του χαρακτήρα μας». Και για λίγο ήταν χαρούμενη, μιλώντας με πάθος στους πελάτες για την κάνναβη και βοηθώντας τους να βρουν τα προϊόντα που, σε ορισμένες περιπτώσεις, βοηθούσαν στην αντιμετώπιση μιας ιατρικής πάθησης.
Αλλά ορισμένοι πελάτες δεν ήταν τόσο ευχάριστοι. «Αυτό που πραγματικά με απομάκρυνε ήταν πολλά περιστατικά με έναν πελάτη που παρενοχλούσε σεξουαλικά εμένα και τις άλλες γυναίκες», λέει. Οι εργοδότες της ήθελαν τα χρήματά του πελάτη οπότε δεν του έκαναν ποτέ κάποια παρατήρηση. Αποκαρδιωμένη από αυτή την εμπειρία και κουρασμένη μετά από δύο χρόνια πολλών ημερών εργασίας και τα περισσότερα Σαββατοκύριακα, η Άντριαν επέστρεψε στον κόσμο της λιανικής τραπεζικής, όπου τώρα νιώθει πιο προστατευμένη από τέτοια περιστατικά.
Για την Άντριαν χρειάστηκαν δύο χρόνια, για τον Mάνσκερ τέσσερα, για τον Άντριου έξι. Το να κάνετε ένα τόσο μεγάλο άλμα σταδιοδρομίας μπορεί να πάρει χρόνο και η προοπτική επανεκπαίδευσης μπορεί να είναι δύσκολη. Και, σε προσωπικό επίπεδο, οι εργαζόμενοι μπορούν να δυσκολευτούν να αποστασιοποιηθούν από τη δουλειά που ονειρεύτηκαν.
«Οι ενήλικες περνούν τις περισσότερες ώρες της ζωής τους στη δουλειά και έτσι δεν μου προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι άνθρωποι μπορούν να εξισώσουν αυτό που κάνουν με αυτό που είναι», λέει η Λόρα Τζερτζ.
Αλλά εάν ένα άτομο μπορεί να αναγνωρίσει τον εαυτό του ως κάτι περισσότερο από τον τίτλο της δουλειάς του, η νέα του «λιγότερο ενδιαφέρουσα» καριέρα δεν χρειάζεται να είναι το τέλος των ονείρων του, όπως ευτυχώς ανακάλυψε ο Μάνσκερ. «Έχω αναλάβει την τεχνολογία του θεάτρου στο σχολείο εδώ», λέει. «Υπάρχει εξοπλισμός για το θέατρο. Έχω ένα σωρό κάμερες… Μπορώ να διδάξω στα παιδιά τα πράγματα που μου αρέσει να κάνω».
Παρόλο που ο Άντριου σπάνια φτιάχνει πια γλυκά -η μυρωδιά του ζαχαροπλαστείου του προκαλεί ναυτία- η νέα του καριέρα ως προγραμματιστής λογισμικού του παρέχει χρόνο τα βράδια και τα Σαββατοκύριακα για να ασχοληθεί με άλλες αγάπες. «Πέρυσι άρχισα να παίζω ξανά ποδόσφαιρο και πριν από λίγους μήνες μπήκα σε μια ομάδα 11 ατόμων. Επιτέλους βρήκα μια δουλειά με την οποία μπορώ να κάνω και άλλα πράγματα που μου αρέσουν», λέει.
Τώρα, 31 ετών, απαλλαγμένος από μια δουλειά με βαρίδια, με έναν ταχέως αυξανόμενο μισθό και επιτέλους ξεκούραστος, ο Aντριου θέλει να βοηθήσει και άλλους να ξεφύγουν από την παγίδα στην οποία βρέθηκε: «Αν έχεις χορτάσει και θέλεις να αλλάξεις, τότε μπορείς. Αν θέλετε να κάνετε μια αλλαγή, απλώς κάντε το, γιατί δεν θα το μετανιώσετε».
ΠΗΓΗ:BBC